Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ. ΒΑΒΙΤΣΑ
Τα τελευταία χρόνια η έννοια της «αναπαραγωγής», που εισήχθη από τον Καρλ Μαρξ στο πεδίο της οικονομικής του θεωρίας, αποτελεί μια από τις κατευθυντήριες ιδέες για την εκπαιδευτική θεωρία. Οι ριζοσπάστες – κριτικοί παιδαγωγοί έχουν δώσει σε αυτή την έννοια κεντρική θέση στο πλαίσιο της κριτικής που ασκούν στις φιλελεύθερες θεωρήσεις του σχολείου. Επιπλέον, αξίζει να σημειώσουμε το γεγονός ότι η έννοια της «αναπαραγωγής» είναι τόσο σημαντική για τους ριζοσπάστες παιδαγωγούς που έφτασε στο σημείο να αποτελεί τη θεωρητική βάση ανάπτυξης της κριτικής επιστήμης για την εκπαίδευση.
Ενώ οι φιλελεύθεροι θεωρητικοί ισχυρίζονται ότι η δημόσια εκπαίδευση προσφέρει δυνατότητες για ατομική ανάπτυξη και κοινωνική κινητικότητα σε όσους προέρχονται από κατώτερα και στερημένα κοινωνικά στρώματα, οι ριζοσπάστες παιδαγωγοί έχουν υποστηρίξει ότι οι κύριες λειτουργίες των σχολείων είναι η αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας και των αντίστοιχων μορφών γνώσης, καθώς και η μετάδοση των δεξιοτήτων που είναι αναγκαίες για την αναπαραγωγή και κοινωνική διαίρεση της εργασίας. Επομένως, η βελτίωση της ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων όπως και η γενικότερη κοινωνική ευμάρεια αποτελούν, κατά τους ριζοσπάστες παιδαγωγούς, αντίθετες με την ίδια τη «φύση» του «καπιταλιστικού σχολείου».
Τις «θεωρίες της αναπαραγωγής» έρχεται να εμπλουτίσει μία νέα έννοια: αυτή της «αντίστασης». Πρόσφατες έρευνες, οι οποίες συνδυάζουν εθνογραφικές καθώς και πιο πρόσφατες μελέτες, προσπαθούν να δείξουν ότι οι μηχανισμοί της κοινωνικής και πολιτισμικής αναπαραγωγής δεν είναι ποτέ τέλειοι. Απεναντίας, πάντοτε συναντούν στοιχεία αντίστασης τα οποία πραγματώνονται εν μέρει. Έτσι, δίνεται έμφαση τόσο στον ρόλο που διαδραματίζουν οι μαθητές στην αμφισβήτηση των πιο καταπιεστικών όψεων των σχολείων όσο και στους τρόπους με τους οποίους συμμετέχουν ενεργά, μέσω της αντίπαλης συμπεριφοράς, σε μια λογική που τους καθηλώνει σε θέση κοινωνικής υποτέλειας και πολιτικής ήττας.
Μία από τις σημαντικότερες υποθέσεις της «θεωρίας της αντίστασης» είναι ότι οι μαθητές που προέρχονται από την εργατική τάξη δεν είναι απλώς προϊόντα του κεφαλαίου που υποτάσσονται πειθήνια στις προσταγές του εκπαιδευτικού μηχανισμού, ο οποίος τους προετοιμάζει για μια ζωή απονεκρωμένης εργασίας, αλλά μάλλον τα σχολεία αντιπροσωπεύουν αμφισβητούμενους χώρους που χαρακτηρίζονται τόσο από δομικές και ιδεολογικές αντιφάσεις όσο και από τη συλλογικά οργανωμένη αντίσταση των μαθητών.
Ειδικότερα, οι υποτελείς και υποβαθμισμένες κουλτούρες, όπως αυτή της εργατικής τάξης, έχουν στιγμές αυτοπαραγωγής και αναπαραγωγής, είναι αντιφατικές από τη φύση τους και φέρουν σημάδια τόσο αντίστασης όσο και αναπαραγωγής, κι αυτό διότι οι κουλτούρες αυτές είναι διαμορφωμένες μέσα σε περιορισμούς σχηματισμένους από το κεφάλαιο και τους θεσμούς του, όπως τα σχολεία.
Κλείνοντας, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το έργο που έχουν να επιτελέσουν οι θεωρητικοί της αντίστασης είναι διττό: από τη μία, πρέπει να δομήσουν τις υποθέσεις τους ώστε να αναπτύξουν ένα πιο διαλεκτικό μοντέλο της σχολικής εκπαίδευσης και της κοινωνίας και, από την άλλη, πρέπει να ανασυγκροτήσουν τις βασικές θεωρίες της αναπαραγωγής προκειμένου να αναδείξουν τις πιο ριζοσπαστικές και απελευθερωτικές πλευρές τους, με τελικό σκοπό την κοινωνική χειραφέτηση.