Αρκεί το όνομα ή η χάρη αντί του ονόματος για να δείξει τον άνδρα; Αυτό, διερωτάται ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, σ’ ένα εγκωμιαστικό του λόγο προς τον αδερφό του Μ. Βασίλειο.
Ο Θεός είναι άπαιχτος! Πάντοτε βρίσκει όλους εκείνους τους τρόπους να κάνει την έκπληξη προς τον άνθρωπο. Ξαφνιάζει τον άνθρωπο, ερωτεύεται τον άνθρωπο. Σαρκώνεται, δίνεται, κενώνεται, αλλά, και προσέξετε το αυτό, δεν χάνει την ουσία Του. Εκείνο που χάνει, είναι η αξιοπρέπεια Του. Μαθαίνει να μην εγκλωβίζεται στην Τριαδική Του υπόσταση, αλλά να εκπλήττει συνεχώς το ανθρώπινο γένος.
Κάπως έτσι, εξέπληξε την περιοχή μας. Τον Νομό μας, την Καλαμπάκα, τον τόπο μας. Και μας εξέπληξε προ καιρού. Όταν προ οκτώ μηνών, αξίωσε έναν κληρικό της Καλαμάτας, να εκλεγεί Επίσκοπος της Ιεράς Μητρόπολης Σταγών και Μετεώρων. Ο τότε π. Θεόκλητος, δεν μας ήταν γνωστός. Δεν τον είχαμε ακούσει. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που κυνηγούσε τα αξιώματα, δεν ακούγαμε πως θέλει να γίνει Επίσκοπος. Φαίνεται πως το ασκητικό ήθος του μοναχισμού, είχε αλλοιώσει ευχάριστα την υπόσταση του. Φαίνεται, ακόμη, πως για συντροφιά του είχε τον Ισαάκ Σύρο και τον Ιωάννη Σιναΐτη. Σκέφτομαι, πως τέτοιους ανθρώπους θέλει να αναδείξει ο Θεός. Ανθρώπους που κρύβονται. Όσοι κρύβονται, τους αποκαλύπτει με θαυμαστό τρόπο. Όσοι αποκαλύπτονται, τους κρύβει ή ενδεχομένως η αποκάλυψη να αποτελεί διεργασία ατομική χωρίς την ευλογία του Θεού.
Δεν έχω καμία αμφιβολία, πως ο ερχομός του π. Θεοκλήτου στην πόλη της Καλαμπάκας, στα χωριά της, στην Μητρόπολη Σταγών και Μετεώρων, στον Νομό Τρικάλων, αποτελεί το ναι του Θεού στη συνέχεια ενός έργου, εκείνου του Μακαριστού κυρού Σεραφείμ, που ο κ.κ. Θεόκλητος σέβεται, εκτιμά και επιθυμεί να αυξήσει, μέσα από το ξεχωριστό της δικής του υπάρξεως.
Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα. Χωρίς υπερβολές. Είναι πολύ μεγάλη ευλογία αυτή τη στιγμή να στέκεται Επίσκοπος Σταγών και Μετεώρων ένας άνθρωπος, αδιάβαστος στο μάθημα της έπαρσης. Για εκείνον, η έπαρση αποτελεί αδίδακτη ύλη. Δεν είναι ένα εξαίσιο στοιχείο της φύσης του, η ταπείνωση; Απλός, συζητήσιμος, χαμογελαστός, έξυπνος, ήσυχος, ενδιαφέρον άνθρωπος, ενδιαφέρον Επίσκοπος. Πώς να μην σε προσελκύσει η καρδιά του; Πώς να μην σε συγκινήσει η διάθεση της ψυχής του; Η εντιμότητα του, η καθαρότητα των οφθαλμών του, το καρδιακό του γέλιο;
Ξένος, σ’ έναν τόπο που αρχίζει να διαβάζει καθημερινά τις σελίδες του. Να γνωρίζει τους ευλαβείς ανθρώπους της Καλαμπάκας, των χωριών, τους ανθρώπους του Νομού μας, τους φιλακόλουθους εραστές του Θεού που στις Ιερές και Σεβάσμιες Μονές των Μετεώρων δεν γνωρίζουν χρόνο, τόπο, αλλά αγρυπνούν με ασκητική αγωνία για τον σύγχρονο άνθρωπο. Γράφοντας, θέλω να κλείσω κάποια πράγματα μέσα μου, να τα φυλάξω, καθώς νιώθω πως ίσως αποτελούν εκρήξεις παρορμητισμού και αυθορμητισμού. Δεν θα διστάσω. Την ομορφιά δεν θα την κρύψω. Είναι όμορφος άνθρωπος ο Επίσκοπος κ.κ. Θεόκλητος. Πώς να κλείσεις τα μάτια σου στην καλοσύνη και ευγένεια του;
Επιμένω στο «ξένος». Ξένος σ’ έναν τόπο, τα ευλογημένα χώματα του οποίου αρχίζει να βαδίζει σπιθαμή προς σπιθαμή. Αυτό το «ξένος» μου θυμίζει θεολογικές αλήθειες. Μου φέρνει στο νου, αυτό το θαυμάσιο, λαμπρό ποιητικό αριστούργημα, το δοξαστικό της Μ. Παρασκευής που αναφέρεται στον ξένο Χριστό. Ποια είναι η προτροπή του δοξαστικού; «Δός μοι τοῦτον τόν ξένον». Ναι, δώσε μου τον ξένο να τον οικειώσω στη δική μου ύπαρξη. Γιατί να παραμείνει ξένος, σ’ έναν τόπο που αιώνες, εκεί ψηλά στους αγιοτόκους βράχους, φιλοξενεί ανεπηρέαστα και αναλλοίωτα στον χρόνο, ασκητικά ήθη; Σ’ έναν τόπο που φιλοξενεί αιώνες τώρα την αγάπη, την προσευχή, την ησυχία, την καλοσύνη, την ευγένεια, το φιλότιμο, την ταπείνωση, την συγχωρητικότητα;
Θα αφήσουμε τον ξένο να βρει μόνος του την τύχη των καιρών; Θα αφήσουμε τον ξένο χωρίς να τον υποδεχτούμε; Θα αφήσουμε τον ξένο έξω από τις ανησυχίες και αγωνίες μας που αναζητούν συμπορευτές; Θα αφήσουμε τον ξένο μετέωρα στη φιλόξενη γη των Μετεώρων; Θα αφήσουμε τον ξένο να αγωνίζεται για εμάς χωρίς εμάς; Θα αφήσουμε τον ξένο που μας εμπιστεύτηκε ο Θεός μακριά από την αχώρητο γη των απουσιών μας; Θα αρνηθούμε τη σάρκωση του προσώπου του στη δική μας φτωχή υπόσταση; Θα τον αφήσουμε ξένο;
Όχι. Αυτό δεν το επιτρέπει η συνείδηση μας. Θα τον αγκαλιάσουμε. Τον αγκαλιάσαμε ήδη! Θα σταθούμε δίπλα του. Δεν ήρθε στον τόπο μας από απωθημένα, αλλά γιατί το θέλησε ο Θεός. Να ανοίξουμε την αγκαλιά μας. Να πιστέψουμε σ’ εκείνον και σ’ όσα φέρνει, όχι ο ίδιος, αλλά το θέλημα του Πανάγαθου Θεού. Να σταθούμε διακριτικά, με ευλάβεια, χωρίς εγωισμό, αλλά με τη διάθεση να μάθουμε από εκείνον. Να μάθουμε να γελάμε όπως εκείνος. Όπως αγαπά εκείνος. Όπως ελπίζει εκείνος. Όπως ονειρεύεται εκείνος. Όπως ιερουργεί εκείνος. Όπως αγωνιά εκείνος. Να του δώσουμε τη διάθεση της ψυχής μας, τον πόθο της καρδιάς μας, το χρόνο μας, τη διακονία μας. Και να τον παρακαλέσουμε να μας ανεχθεί για όσα είμαστε και δεν είμαστε.
Να του δωρίσουμε ένα εγκώμιο, εκείνο που απευθύνει ο μεγάλος Γρηγόριος Νύσσης προς τον αδερφό του Μ Βασίλειο, με μόνη την ονομαστική παράφραση: «Τίς οὖν ἡ Θεοκλήτου εὐγένεια; καί τίς ἡ πατρίς; γένος μέν αὐτῷ ἡ πρός τό Θεῖον οἰκείωσις· πατρίς δέ, ἡ ἀρετή. ὁ γάρ τόν Θεόν δεξάμενος, καθώς φησι τό Εὐαγγέλιον, ἐξουσίαν ἔχει τέκνον Θεοῦ γενέσθαι. τί δέ τῆς πρός τόν Θεόν συγγενείας εὐγενέστερον ἄν τις ἐπιζητήσειεν; ὁ δέ ἐν τῇ ἀρετῇ ὢν καί ταύτην γεωργῶν καί ἐκ ταύτης προσοδευόμενος πατρίδα πάντως ἑαυτοῦ ποιεῖται τοῦτο ᾧ ἐμβιοτεύει. σωφροσύνη ἦν αὐτῷ τό ἐφέστιον, σοφία τό κτῆμα, δικαιοσύνη δέ καί ἀλήθεια καί καθαρότης τά λαμπρά τε καί περίβλεπτα τῶν οἰκοδομημάτων κάλλη».