Το ευαγγέλιο της Κυριακής διηγείται μία παραβολή (Ματθ. 18, 23 – 35). Ο Χριστός αναφέρεται σ’ έναν δούλο που χρωστούσε στον βασιλιά του και δεν είχε να πληρώσει. Ο βασιλιάς διέταξε να πουληθεί αυτός, η γυναίκα και τα παιδιά του και όλα όσα είχε και να επιστραφούν όσα όφειλε. Ο δούλος, πέφτοντας στα πόδια του βασιλιά, του ζήτησε να κάνει υπομονή και πως θα του τα επιστρέψει. Ο βασιλιάς τον σπλαγχνίσθηκε, τον άφησε ελεύθερο και του χάρισε το χρέος. Ο δούλος αυτός, μόλις βγήκε από τη συνάντηση με τον βασιλιά βρήκε έναν συνδούλο του που του χρωστούσε, τον έπιασε από τον λαιμό και του ζήτησε όσα του χρωστάει. Ο τελευταίος, του είπε να κάνει υπομονή και πως θα του τα επιστρέψει.
Όμως, ο πρώτος δεν τον άκουσε και τον έβαλε στη φυλακή μέχρι να του επιστρέψει όσα του όφειλε. Τότε ο βασιλιάς, κάλεσε τον δούλο που του χάρισε όσα όφειλε και τον επιτίμησε.
Η συγχώρηση που συνδέεται με την ταπείνωση, αποτελεί δρόμο σταύρωσης για τον χριστιανό. Ο χριστιανός δεν έχει την πολυτέλεια να ευλογεί απαγορευμένους καρπούς, να ζει μία άνετη, ανέμελη ζωή και να πιστεύει πως η σωτηρία έρχεται μέσα από τη χαρά. Η σωτηρία έχει πίκρα. Μεγάλες πίκρες, σκληρές δοκιμασίες. Άλλοτε ψυχικές, άλλοτε σωματικές, άλλοτε και τα δύο μαζί. Όμως, κι εδώ, ο Χριστός δεν αφήνει μόνο του τον άνθρωπο. Του διδάσκει τη συγχώρηση, τα οφέλη της, τα οφέλη της ταπείνωσης, του ελέγχου του θυμού, της οργής. Συγχώρησε ο Ίδιος τους σταυρωτές Του. Συγχώρησαν οι άγιοι Του. Επομένως, ακόμη κι αν δείχνει, και πράγματι είναι, δύσκολο κατόρθωμα, έχει την πορεία του.
Είναι αλήθεια πως η συγχώρηση δεν αποτελεί μαγικό επίτευγμα. Έχει την πορεία της, τη διαλεκτική της. Ο Ιωάννης ο Σιναΐτης στην «Κλίμακα», αριθμεί τις αρετές που αποκτιούνται σταδιακά. Ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιο», στο σημείο όπου αναφέρεται στους αναβαθμούς του έρωτα, ξεκινάει από το ένα στα δύο σώματα, και από τα δύο σε όλα τα ωραία σώματα, και από τα ωραία σώματα στις ωραίες ασχολίες και καταλήγει στην ομορφιά. Αλλά και οι ασκητές της ερήμου δεν κατάφεραν χωρίς κόπους την αρετή της ταπείνωσης, της συγχώρησης, της υπακοής, της διάκρισης, της αμνησικακίας. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια, αμέτρητοι πνευματικοί αγώνες, οι ίδιοι αγώνες κάθε μέρα, οι ίδιες αναρίθμητες πτώσεις και τελικά ήρθε η χάρη του Θεού και τους στερέωσε στην αρετή της αγάπης.
Δεν υφίσταται συγχώρηση εάν δεν αγαπώ τον άλλον, εάν στον άλλον δεν δω τον Χριστό. Δεν μπορεί η αγάπη μου προς τον άλλον να μην περάσει από τον Χριστό, όπως και δεν μπορεί η αγάπη μου προς τον Χριστό να μην περάσει από τον άλλον. Στην ακολουθία του καιρού, όπως λέγεται, (ακολουθία του όρθρου, κατά την οποία ο ιερέας προσεύχεται ώστε να τελέσει την Ιερά Προσκομιδή και τη Θεία Λειτουργία), ο ιερέας ζητάει συγχώρηση και έλεος από τον Θεό, προκειμένου να τελέσει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Κι αυτό, διότι στο μυστήριο αυτό, ο ιερέας είναι άνθρωπος με αρνητικά πάθη, σκέψεις, λογισμούς, αμαρτίες.
Η αγάπη, το έλεος, η συγχώρηση, αποτελούν αρετές, που συνυπάρχουν μεταξύ τους. Όταν αφήνουμε να παρεισφρήσει στη σκέψη μας, στις ενέργειες μας, στην κάθε εκδήλωση θρησκευτικότητας μας, ο ηθικισμός, ο ευσεβισμός, οι ανέραστες αυτές αλλοιώσεις του «είναι» της πνευματικής ζωής, είναι γιατί ζητάμε το έλεος, την αγάπη του Θεού, αλλά, ταυτόχρονα, γινόμαστε αρνητές της αγάπης και της συγχώρησης στους άλλους. Αυτό είναι τραγική υποκρισία. Να θέλω να σωθώ εγώ, να ζητάω από τον Θεό να με συγχωρήσει, να νηστεύω και να το διαλαλώ σε κάθε ευκαιρία, αλλά να κοινωνώ χωρίς να εξομολογούμαι, να πικραίνω τον συνάνθρωπο μου, να εμμένω σ’ αυτή την αφασιακή νέκρωση των κινήσεων της ψυχής, της βούλησης, της λογικής, της επιθυμίας, και να έχω καταστήσει σαφές εντός της ύπαρξης μου ότι πράττω σωστά. Ε, αυτό δεν είναι απλά υποκρισία. Αυτό είναι θρησκευτική ψύχωση, εξόντωση του άλλου. Η πιο ισχυρή μου άρνηση να μην υπάρξει ο Θεός στις αμαρτίες του άλλου. Αλλά να υπάρξει στις δικές μου. Αν είναι δυνατόν.
Η συγχώρηση είναι ένδειξη φιλανθρωπίας. Όμορφης συνύπαρξης στο εγώ του άλλου και του άλλου στο δικό μου εγώ. Αλλά η φιλανθρωπία δεν υπάρχει χωρίς την αγάπη, χωρίς αυτό το αχώρητο πλήρωμα της. Πολλές φορές είναι ακατανόητη, σκέτη τρέλα αυτή η αγάπη, ας μου επιτραπεί η φράση. Καλείσαι να αγαπήσεις και να συγχωρήσεις εκείνον που σε πλήγωσε, μείωσε, ταπείνωσε, εξευτέλισε. Δεν είναι παράλογο αυτό; Ξέρετε, ο Freud είχε μία αρραβωνιαστικιά, την Μάρθα. Στα τέσσερα αυτά χρόνια, της είχε γράψει δύο χιλιάδες γράμματα. Σε ένα από αυτά είχε ένα σχόλιο στο «αγαπάτε αλλήλους». Αυτό, αδυνατούσε να το συλλάβει, να το χωρέσει μέσα στη σκέψη του. Αν αγαπήσω τους πάντες, έλεγε ο Freud, θα εξουθενωθώ. Μπορώ να αγαπήσω εμένα, εσένα και δύο ακόμη, έχω ένα ποσό αγάπης. Και διερωτόταν: Τί θα πει αγαπάτε αλλήλους; Αγαπάτε αλλήλους είναι μία πλήρης εξάρθρωσή μου. Αυτό, δεν το δεχόταν. Μήπως, αυτό δεν είναι ο Θεός; Η πλήρης άρνηση του Εαυτού Του;
«Διότι όποιος φιλοσοφεί αληθινά, ούτε αυτό δεν πρέπει να κάνει, αλλά οφείλει να συγχωρεί και να χαρίζει τα αμαρτήματα, έστω και αν δεν περιμένει μεγάλη ωφέλεια με τη συγχώρηση των αμαρτιών. Διότι, πες μου, εάν τιμωρήσεις τον αμαρτήσαντα, για ποιον λόγο αμαρτάνεις και εσύ και περιπίπτεις στα ίδια αμαρτήματα; Σε έβρισε; Να μην ανταποδώσεις την ύβρη, επειδή θα προσβάλλεις τον εαυτό σου. Σε χτύπησε; Να μην ανταποδώσεις το χτύπημα, επειδή δεν θα έχεις καμία ωφέλεια. Σου προξένησε λύπη; Να μην του προξενήσεις και συ, επειδή δεν θα έχεις κανένα κέρδος, αλλά θα γίνεις ίσος με αυτόν. Και θα μπορέσεις κατ’ αυτόν τον τρόπο να τον κάνεις να ντραπεί, αν συμπεριφερθείς με πραότητα, ηπίως. Μόνο έτσι θα τον κάνεις να ντραπεί και μόνο έτσι θα εμποδίσεις την οργή του» (Ιωάννη Χρυσοστόμου, Ομιλία ΝΑ’).