Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ. ΒΑΒΙΤΣΑ
Η εποχή που διανύουμε από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα, σε όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας, από την τέχνη, την αρχιτεκτονική και την πολιτική μέχρι τη φιλοσοφία, χαρακτηρίζεται ως «μετανεωτερικότητα». Γενικότερα, θα λέγαμε ότι το κύριο χαρακτηριστικό που διέπει την περίοδο της μετανεωτερικότητας είναι η τάση αποδόμησης των κυρίαρχων προτύπων και η αντικατάστασή τους από νέα, χωρίς καθολική και «δεσμευτική» ισχύ, καθώς επίσης και η άρνηση των λεγόμενων και «μεγάλων» αφηγήσεων, προτείνοντας την αντικατάστασή τους από τις μεμονωμένες απόψεις κι ερμηνείες των ατόμων.
Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω αποτελούν την ενδεικτική θεωρητική βάση των παραδοχών της μετανεωτερικότητας, πάνω στην οποία δομείται ολόκληρη η κοσμοθεωρητική της αντίληψη. Βασική πτυχή αυτής της αντίληψης είναι η θέση ότι η πραγματικότητα είναι «δημιούργημα» του εκάστοτε υποκειμένου. Επομένως, η πραγματικότητα δεν είναι μία, αντικειμενική και υπάρχουσα έξω από το υποκείμενο, αλλά πολλές, και συγκεκριμένα υπάρχουν τόσες «πραγματικότητες», όσα και τα υποκείμενα που την εξετάζουν.
Η πιο πάνω –ολοκληρωτική θα μπορούσαμε να πούμε– αντίληψη, στο επίπεδο της ηθικής, ενέχει θέση ακραίου σχετικισμού, αφού υποστηρίζει πως δεν υπάρχουν καθολικές ή ηθικά σωστές απόψεις, αλλά, αντιθέτως, αν μια ηθική άποψη είναι καλή ή ορθή, είναι κάτι σχετικό με το άτομο ή την κοινωνία που την πρεσβεύει. Ενώ στην παραπάνω θέση υπάρχει μία μικρή «δόση» αλήθειας, καθώς η ηθική αποτελεί μέρος του εποικοδομήματος της εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικής βάσης, από την οποία απορρέει και επηρεάζεται, η ίδια η υπό ηθική εξέταση πράξη, ως αντικειμενικό γεγονός, μπορεί να γίνει αντικείμενο διαλεκτικής μελέτης και να εξεταστεί ως προς την ηθικότητά της αντικειμενικά.
Ένα παράδειγμα το οποίο θα μπορούσε να αποσαφηνίσει την παραπάνω θέση είναι το εξής: Στη δουλοκτητική κοινωνία η δουλεία αποτελούσε ένα φαινόμενο απολύτως ηθικό, ακόμη και «αναγκαίο» θα λέγαμε, καθώς οι δούλοι ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγής, την οποία και διεύρυναν παράλληλα με τα κέρδη του δουλοκτήτη. Για τη σημερινή κοινωνία, όμως, η δουλεία αποτελεί ένα φαινόμενο βάναυσο, απαρχαιωμένο και κατακριτέο. Βέβαια, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η ηθική αποτελεί μέρος του εποικοδομήματος μιας συγκεκριμένης χρονικής στιγμής, ενός δεδομένου κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού, από τον οποίο και απορρέει. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ένα τέτοιο φαινόμενο μπορεί σε μια δεδομένη εποχή να είναι ηθικό, ενώ σε κάποια άλλη όχι.
Ωστόσο, το ίδιο το φαινόμενο της δουλείας, ως μια αντικειμενική κατάσταση, μπορεί να εξεταστεί και να αποφασιστεί ξεκάθαρα το αν και κατά πόσο είναι ηθικό. Είναι, όμως, σαφές ότι, για να γίνει κάτι τέτοιο, οφείλουμε να διαθέτουμε μία ολοκληρωμένη και μη σχετικιστική μέθοδο ερμηνείας της πραγματικότητας, κάτι το οποίο η μετανεωτερικότητα δεν μπορεί –και δεν θέλει– να διαθέσει.
Εν κατακλείδι, από τη θέση μας, οφείλουμε να επισημάνουμε την απερίφραστη καταδίκη του ηθικού σχετικισμού και των θεωρήσεών του, όχι μόνο ως ανεφάρμοστου και ηθικά ανούσιου, αλλά κι ως δυνάμει επικίνδυνου «κριτή» τόσο της πραγματικότητας όσο και των ηθικών φαινομένων.