Ο Χριστός, στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής είναι σαφής: «Να φέρεσθε προς τους άλλους όπως θα θέλατε να φερθούν σ’ εσάς. Εάν αγαπάτε μόνον εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν. Και εάν κάνετε καλό σ’ εκείνους μόνον που σας κάνουν καλό, ποια χάρη έχετε; Και οι αμαρτωλοί το ίδιο κάνουν… Αλλά εσείς να αγαπάτε τους εχθρούς σας και να κάνετε καλό» (Λουκ. 6, 31 – 36).
Αν η αγάπη προς κάποιον δικό μας άνθρωπο είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, φανταστείτε πως επιτυγχάνεται η αγάπη προς τον εχθρό μας, προς εκείνον που μας έκανε κακό, μας κακολογεί, μας αδικεί, μας φθονεί, μας διαβάλλει στους άλλους. Είναι γεγονός πως η πτώση του ανθρώπου έφερε δεινά. Εκείνο που τονίζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι πως νοσεί η προαίρεση και όχι η φύση μας. Αμαρτία είναι νόσημα της προαίρεσης, θα πει ο Νικόλαος Καβάσιλας.
Ο Rousseau και ο De Sade, όμως, μιλάνε, ο πρώτος για καλή φύση του ανθρώπου και ο δεύτερος για την κακή φύση του. Στη Δύση συναντάμε την ενοχοποίηση της φύσης. Στην Ανατολή δεν συμβαίνει το ίδιο. Στην Ανατολή, έρχονται ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Ιωάννης Χρυσόστομος και τινάζουν στον αέρα τη θεώρηση της Δύσης. Και τί μας λένε; Πως τίποτε δεν είναι κακό στη φύση του ανθρώπου. Επομένως, «το πρόσωπο, η φύση και όλη η ουσία μας», δεν είναι μετά την πτώση διεφθαρμένα, όπως λέει ο Λούθηρος. Γι’ αυτό και οι Δυτικοί είναι άνθρωποι καταθλιπτικοί, με τέτοιες θεολογικές σκέψεις.
Υπάρχει ελπίδα. Δεν έχει διαφθαρεί η ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη προαίρεση νοσεί κι εκείνη είναι που πρέπει να γιατρευτεί. Το πώς δηλαδή θα κινήσω την «βουλευτική όρεξη» κατά Μάξιμο Ομολογητή (δηλαδή την προαίρεση), η οποία δεν εμμένει στο κακό, αλλά είναι θέμα χρήσης του αυτεξούσιου. Πώς θα το χρησιμοποιήσω; Θα κινήσω την «όρεξη, σκέψη, κρίση», τα στοιχεία εκείνα της προαίρεσης πάλι κατά Μάξιμο, ώστε να τα φέρω στον Θεό ή θα τα στρέψω αλλού; Με τα παραπάνω, γίνεται ακόμη πιο σαφές πως είναι στο χέρι του καθενός, κι ας διαβάλλεται από τον διάβολο, να αποφασίσει εάν θέλει να αγαπήσει τον συνάνθρωπο του, τον εχθρό του, τον κάθε ξένο, ή να τον μισήσει, κακολογήσει κ.ο.κ.
Κάθε προσπάθεια για βίωση του συναισθήματος της αγάπης, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να υπολογίζεται το πρόσωπο του Θεού που είναι αγάπη (Α’ Ιω. 4, 8). Δεν έχει αγάπη ο Θεός. Είναι αγάπη. Η αγάπη Του δεν είναι μία ηθική ιδιότητα αλλά ο τρόπος της υπάρξεως Του. Είναι ο τρόπος του «είναι» του Θεού. Η απόλυτη κατάφαση Του στην δική Του υπαρξιακή αυτοτέλεια, στη δική του αυτό – ύπαρξη. Υπάρχει, ακριβώς επειδή είναι αγάπη και όχι επειδή έχει αγάπη. Αυτή η αγάπη του Θεού δεν είναι, φυσικά, κάτι που κρατάει ο Ίδιος για τον Εαυτό Του. Την παρέχει στον κόσμο, στον άνθρωπο, στον οποιονδήποτε άνθρωπο. Η σχέση Του με τον άνθρωπο είναι σχέση συνεργείας, σχέση αναλογική, όπως θα πουν οι Πατέρες.
Βγαίνει ο Θεός σε συνάντηση και ανάλογα με την δεκτικότητα και κίνηση του ανθρώπου, κινείται και ο Ίδιος. Δεν εκβιάζει ο Θεός. Δεν απειλεί ο Θεός. Δεν τρομοκρατεί ο Θεός. Δεν λέει στον άνθρωπο, κοίτα να δεις, κάτσε καλά, εγώ σου δίνω αγάπη κι εσύ την αρνείσαι, γι’ αυτό θα τιμωρηθείς. Αυτά είναι της Δύσης.
Δεν είναι εύκολο να αγαπήσεις τον εχθρό σου, όμως δεν είναι ακατόρθωτο. Δείχνει παράλογο αλλά όταν υπάρξει συνειδητή άσκηση των αισθητηρίων, όταν ο άνθρωπος σκέφτεται, προσεύχεται, παρακαλεί τον Θεό να του δώσει την αγάπη αυτή, εξομολογείται, γιατρεύει την προαίρεση του και την κινεί προς τον Θεό, κοινωνεί τον Ίδιο τον Χριστό μέσα του, τότε έρχεται η χάρη του Θεού και σκεπάζει τον άνθρωπο. Η πολύ δύσκολη αυτή κατάκτηση της αγάπης προς τους εχθρούς, δεν αποτελεί μαγική συνταγή, δεν έρχεται μέσα σε μία μέρα και σε ανθρώπους που επιλέγουν να εμμένουν στη συσκότιση του νου. Έρχεται σε ανθρώπους, οι οποίοι αυτογνωσιακά επιθυμούν να αγαπήσουν, να συμπαθήσουν τον εχθρό τους. Και, φυσικά, δεν είναι δική τους κατάκτηση αλλά ενέργεια του Θεού στη ζωή τους, το να αποκτήσουν μακροθυμία προς τους άλλους.
Υπάρχει και η περίπτωση του ανθρώπου που επιλέγει να μισεί τον άλλον, να θυμάται αυτό το μίσος και να το φυλάει μέσα στην καρδιά του. Κι αν έχει φωλιάσει μέσα στην καρδιά του και έχει συσκοτίσει το νου, τότε έχει εξορίσει, όχι εν αγνοία, αλλά εν γνώσει του, τον Θεό.
Αυτό, ομολογώ, πως είναι ακόμη πιο σκληρό όταν κάποιος λειτουργός του Θεού, κάποιος ιερέας, μισεί, μνησικακεί, εκδικείται, κακολογεί τον άλλον. Εκεί μιλάμε για έσχατη υποκρισία προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Για εκείνον τον άνθρωπο, συμβαίνει αυτό που έλεγε ο Sartre∙ «οι άλλοι είναι η κόλαση». Άνθρωποι που εκκλησιάζονται, αλλά και λειτουργοί που κρατούν στα χωμάτινα τους χέρια το Σώμα του Χριστού και ιερουργούν στο ιερό θυσιαστήριο, κάποιες στιγμές, φέρονται με εμπάθεια, κακότητα προς τον άλλον.
Άραγε, ποιο ηθικό πλεονέκτημα, ποια οντολογική ηθική καθαρότητα, τους επιτρέπει να υποτιμούν τον συνάνθρωπο τους, να βρίζουν, να κακολογούν, να διαβάλλουν και να κατακρίνουν τον συνάνθρωπο τους; Κι αν πρόκειται για ιερείς, άραγε, ο λόγος του ευαγγελικού αναγνώσματος, το οποίο θα διαβάσουν στους ναούς την Κυριακή, κρατώντας το ευαγγέλιο στα χέρια τους και με τη στροφή του σώματος τους προς τους πιστούς, δεν τους βαραίνει; Δεν ελέγχει τη συνείδηση τους; Δεν ενεργοποιεί την αλήθεια της συνειδητότητας; Ή μήπως δεν έχουν συνείδηση;
Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι γίνονται εμπαθείς. Ζηλεύουν τον άλλον, τον κακολογούν, τον διαβάλλουν, τον υποτιμούν, τον εχθρεύονται, αλλά υποκριτικά τον χαιρετούν. Ακόμη και η συμπάθεια, αν δεν θέλουμε να μιλήσουμε για αγάπη, είναι ακατόρθωτη. Τότε, είναι η στιγμή που έρχεται μία φωνή από την έρημο, σημειώνοντας:
«Όποιος δεν έχει αγάπη, χαίρει για τις αδικίες, τις οποίες υποφέρουν οι άλλοι∙ δεν συμπάσχει μετά του αμαρτάνοντος∙ δεν εκτείνει την χείρα προς τον κείμενον κατά γης∙ δεν συμβουλεύει τον πταίστη∙ δεν στηρίζει τον κλονιζόμενο. Όποιος δεν έχει αγάπη, είναι βεβλαμμένος κατά νου, είναι φίλος του Διαβόλου∙ είναι εφευρέτης πάσης πονηρίας∙ είναι αίτιος φιλονεικιών και ύβρεων∙ είναι σύντροφος των καταλαλούντων, σύμβουλος των υβριστών, διορθωτής των φθονερών, εργάζεται της υπερηφανίας, σκεύος της αλαζονίας, και εντελώς, όποιος δεν έχει αγάπη, είναι όργανο του Εχθρού, και πλανάται σε πάσα στενωπό, και δεν γνωρίζει ότι περπατάει στο σκοτάδι» (Εφραίμ Σύρου, Ασκητικά).