Ο Χριστός πάντοτε συγκινεί. Έχω, βέβαια, την αίσθηση πως, ίσως, πρόκειται για κάτι βαθύτερο. Ίσως, πρόκειται, λοιπόν, για ένα συναίσθημα οντολογικής αναστάτωσης∙ μία εσωτερική αλλοίωση, μία ταύτιση, που μπορεί να νιώθει κάποιος από τη διδασκαλία και τα θαύματα του Χριστού.
Ο Χριστός ανασταίνει έναν νεκρό νέο. Έρχεται αντιμέτωπος με το νεκρό σώμα του. Η μητέρα του νέου δεν είχε άλλο παιδί. Ποιος αντέχει το βάρος της λύπης της; Ο Χριστός δεν στέκεται απαθής. Όπως διαβάζουμε στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής (Λουκ. 7, 11 – 16), την σπλαχνίζεται και της λέει «μην κλαις». Αμέσως, πλησιάζει το φέρετρο και λέει στον νέο «νεανίσκε, σου λέω, σήκω». Και ο νέος σηκώνεται. Η λύπη της μάνας λαμβάνει τέλος. Και όλοι δοξάζουν τον Θεό.
Ποιος έχει τη δύναμη να αντέξει μπροστά στον θάνατο ενός δικού του ανθρώπου; Πόσο δε μάλλον, στον θάνατο ενός παιδιού; Ακόμη και οι Πατέρες, δεν νίπτουν τα χείρας και δεν μένουν αλύγιστοι μπροστά στην πραγματικότητα του θανάτου. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός διερωτάται, μάλιστα, «πως είναι δυνατόν, να μην κλαις και να οδύρεσαι για τον νεκρό;». Δεν υπάρχει περίπτωση να μην λυγίζει τον άνθρωπο η εξουσιαστικότητα, αλλά μη φυσικότητα, κατά Νύσσης, του θανάτου. Αν από
Ο Γρηγόριος Νύσσης είναι αισιόδοξος. Θεωρώ πως είναι πολύ ανθρώπινος. Μάλιστα, τόσο ανθρώπινος, που η ευαισθησία και η φιλοσοφική θεώρηση του περί θανάτου, αναδεικνύει την αλήθεια των πραγμάτων. Και ποια είναι αυτή; Το γεγονός ότι θεωρεί τον θάνατο ένα γεγονός αφύσικο. Παραδέχεται μεν την πραγματικότητά του, αρνείται όμως να κλείσει το μάτι στην εξουσιαστικότητα και κυριαρχία του. Γι’ αυτό και τον χαρακτηρίζει «αφύτευτο» και «άρριζο».
Εντούτοις, σημειώνει σε έναν λόγο του, πως δεν πρέπει να εμποδίζουμε την λύπη. Είναι πολύ ανθρώπινος ο Νύσσης και η φιλοσοφική του θεώρηση στα θεολογικά πράγματα, μόνο απαισιόδοξη δεν είναι. Ας δούμε, όμως, αυτό το φιλάνθρωπο στοιχείο του χαρακτήρα του. Ένα από τα έργα του, φέρει τον τίτλο «Διάλογος περί ψυχής και αναστάσεως». Είναι γνωστό και ως «Μακρίνεια», καθότι στο έργο αυτό ο Νύσσης συναντά την αδερφή του Μακρίνα και συμμετέχουν μαζί στο γεγονός του θανάτου του αδερφού τους Μ. Βασιλείου.
Ας σταθούμε, όμως, στο γεγονός της λύπης. Λέει ο Νύσσης προς την αδερφή του: «Η ψυχή μου ήταν περίλυπος λόγω της μεγάλης αυτής απώλειας και ζητούσα κάποιον που θα δάκρυζε όπως εγώ, επειδή θα αισθανόταν, όπως και εγώ, το βάρος της λύπης». Η Μακρίνα είναι πιο συγκρατημένη και δεν παραδίδεται για πολύ στη θλίψη, υπενθυμίζοντας του τον αποστολικό λόγο, σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να λυπόμαστε για τους νεκρούς, διότι μόνον οι μη έχοντες ελπίδα παραδίδονται στο πάθος αυτός, όπως η ίδια θα πει. Ο Νύσσης, αφού της λέει πως αισθάνεται την λύπη να καίει μέσα του, διερωτάται: «Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσουν αυτό οι άνθρωποι, αφού αισθάνονται όλοι φυσική αποστροφή προς τον θάνατο;».
Οι άνθρωποι αισθάνονται λύπη και θρηνούν για τον θάνατο ενός ανθρώπου. Και για τον θάνατο ενός μικρού παιδιού; Εκεί υπάρχει μία αναπάντητη αβεβαιότητα. Τίποτε δεν είναι ικανό να διαπεράσει το σώμα του θανάτου και να καθησυχάσει υπό το πρίσμα οποιουδήποτε μεταφυσικού οπτιμισμού, τον θρήνο, τον σπαραγμό, τα δάκρυα. Ο Νύσσης, όμως, θέλοντας να μας δείξει πως ο θάνατος δεν έχει κυριαρχία και πως έχει νικηθεί από τον Αναστημένο Χριστό, ο Οποίος χαρίζει αιώνια ζωή στη Βασιλεία Του, λέει στους γονείς που έχουν χάσει μικρά παιδιά: «Λοιπόν, αν και από εσένα έφυγε το παιδί, προς τον δεσπότη πηγαίνει».
Ακόμη κι αν ο θάνατος κυριαρχεί στην ανθρώπινη περατότητα, εντούτοις, εκείνο που αναδεικνύει την αγωνία της Εκκλησίας για τους κεκοιμημένους, είναι αυτό που ψάλλουμε στα Νεκρώσιμα Ιδιόμελα του Ιωάννη Δαμασκηνού: «Ὄντως φοβερώτατον, τό τοῦ θανάτου μυστήριον… Διό σε ἱκετεύομεν· Τόν μεταστάντα ἀνάπαυσον, ἐν σκηναῖς τῶν Δικαίων σου. Ζωοδότα Φιλάνθρωπε». Η Εκκλησία αγωνία και προσεύχεται για τον κεκοιμημένο.
Ο Χριστός, όμως, δεν σώζει για να επαναφέρει τον νέο στην τραγικότητα της ζωής, αλλά για να δείξει πως Εκείνος είναι η όντως Ζωή! Και πως ο θάνατος δεν αποτελεί υπαρξιακό τέλος, το σφράγισμα ενός εαυτού στο ατελεύτητο οποιασδήποτε μεταφυσικής αισιοδοξίας, αλλά την κατάφαση του Θεού στην προοπτική του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που δεν πλάστηκε για να κληρονομήσει τις συνέπειες της κατάχρησης της αυτεξουσιότητάς του, αλλά για να βιώσει τη μοναδικότητα της κοινωνίας με τον Τριαδικό Θεό, έτσι ακριβώς όπως την βίωνε πριν από την πτώση. Και η Ανάσταση του Θεανθρώπου, αποτελεί την πιο ηχηρή απάντηση του Θεού στην φαινομενική εξουσιαστικότητα του θανάτου.
Στα έργα του Μ. Βασιλείου συγκαταλέγονται ορισμένες παραμυθητικές επιστολές. Σε μία από αυτές, ο ίδιος απευθύνεται προς τη σύζυγο του Νεκταρίου, η οποία είχε χάσει το μονάκριβο γιο της. Και την παρηγορεί: «…Έχασες γιο, τον οποίο, όσο ζούσε, μακάριζαν όλες οι μητέρες και εύχονταν τέτοιοι να είναι και οι δικοί τους γιοί. Και όταν πέθανε, έκλαψαν σαν να είχε θάψει κάθε μία τον δικό της…. Όταν έγινες μητέρα και είδες το παιδί σου και ευχαριστούσες τον Θεό, γνώριζες οπωσδήποτε ότι είσαι θνητή και ότι γέννησες θνητό. Τί το παράδοξο λοιπόν που ο θνητός πέθανε; Μήπως σε στενοχωρεί που πέθανε πρόωρα; Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν δεν ήταν τώρα ο κατάλληλος καιρός να φύγει. Γιατί εμείς δεν ξέρουμε τι συμφέρει την ψυχή μας ούτε ορίζουμε προθεσμίες στην ανθρώπινη ζωή. Επάνω δε από όλα έχω να σου πω εκείνο το σπουδαίο: Λυπήσου τον σύζυγό σου. Να παρηγορεί ο ένας τον άλλο. Μην του κάνεις σκληρότερη τη συμφορά, με το να σε βλέπει να καταστρέφεις από τη στενοχώρια τον εαυτό σου. Και με λίγα λόγια, έχω τη γνώμη ότι δεν υπάρχουν λόγια τέτοια που να μπορούν να χαρίσουν σ’ αυτό τον πόνο σας παρηγοριά. Πιστεύω ότι αυτή τη δοκιμασία θα την ξεπεράσετε μονάχα με την προσευχή. Εύχομαι λοιπόν ο Ίδιος ο Κύριος να αγγίξει την καρδιά σου με την ανέκφραστη δύναμή Του και να ανάψει με αγαθούς λογισμούς το φως στην ψυχή σου, ώστε να βρεις μέσα σου την παρηγοριά».
Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος