Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΚΕΡΕΚΟΥ
Τακτοποιούσα προημερών μια στοίβα χαρτιών στο γραφείο μου, όταν το μάτι μου ξεχώρισε ένα παλιό, μικρό και καλαίσθητο περιοδικό, της ‘‘Ηπειρωτικής Εταιρείας’’. Την προσοχή μου τράβηξαν οι έγχρωμες φωτογραφίες περιοχών, που μοιάζει να διατηρούν ακόμη ανόθευτη από τον ‘‘πολιτισμό’’ (όσο γίνεται) την αγνότητά τους!
Και το μυαλό, αυτός ο τέλειος μηχανισμός και θαυμάσιος σύντροφος και συνοδηγός του ανθρώπου στις διαδρομές του χώρου και του χρόνου, πράγματι με γύρισε αρκετές δεκαετίες πίσω. Τότε που, ως νεαρός αξιωματικός (και βορειοηπειρώτης εξ Αργυροκάστρου στην μακρινή οικογενειακή μου καταγωγή) γνώρισα αυτό το θαυμάσιο κομμάτι της Ελλάδας μας, υπηρετώντας διαδοχικά σε μονάδες του πεδινού ή του ορειβατικού Ελληνικού Πυροβολικού.
Ξεκίνησα από τη Θεσπρωτία, πέρασα από Πρέβεζα, Άρτα, Φιλιππιάδα. Ροβόλησα προς Γιάννενα και ανηφόρισα προς Καλπάκι, Σανοβό, Μάζιο, γέφυρα Βίτου, Ηλιορράχη, Κόνιτσα και τα ψηλά πανέμορφα Ζαγόρια. Στη συνέχεια τράβηξα για Βούρμπιανη, Πυρσόγιαννη, Στράτσιανη και κατέληξα στο Κεράσοβο, πριν ξαναγυρίσω στη Σχολή Πυροβολικού στο Μεγάλο Πεύκο, για μετεκπαίδευση.
Σ΄ αυτήν τη δίχρονη περιπλάνησή μου, είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά όλη σχεδόν την ελληνικότατη, λεβεντογέννα και ‘‘εύανδρο’’ Ήπειρο. Την Ήπειρο με τους θαυμάσιους αγνούς ανθρώπους της! Την έπαλξη της Ελλάδος, η οποία στέκεται με τα ιστορικά και αιματοβαμμένα κακοτράχαλα βουνά της, προπύργιο και άγρυπνος φρουρός της πατρίδας μας.
Τα δύσκολα εκείνα χρόνια, λίγο μετά την Κατοχή και τον καταραμένο Εμφύλιο, δεν ήταν βέβαια για τον ηρωικό και άγιο ετούτο τόπο και τα καλύτερά του… Ξεκληρισμένες οικογένειες!… Φτώχεια!… Σπίτια πρόχειρα χτισμένα με πέτρες και λάσπη, που στέγαζαν πολυμελείς οικογένειες χωρίς τα στοιχειώδη μέσα για μια ανεκτή διαβίωση. Χωματόδρομοι, που μετατρέπονταν σε λασπότοπους με την πρώτη βροχή!… Σχολεία σε πρόχειρα καταλύματα, χωρίς ούτε καν τα βασικά εποπτικά μέσα διδασκαλίας…!
Ανύπαρκτο το τηλέφωνο! Πρόβλημα, ακόμη και η στοιχειώδης υγειονομική περίθαλψη των ασθενών…
Αυτά, κάποτε!… Σήμερα, παρά τις όποιες ακόμη δυσκολίες που υπάρχουν, η κατάσταση έχει σίγουρα βελτιωθεί, και μάλιστα σημαντικά!
Όμως, σ΄ αυτόν τον στερημένο και ταλαιπωρημένο τόπο που λέγεται Ήπειρος και που γέννησε φτωχούς ήρωες αλλά και σεμνούς εθνικούς ευεργέτες, περίσσευε και περισσεύει πάντα η καλοσύνη, η λεβεντιά, η ευγένεια και η φιλοξενία.
Περνούσαμε από σπίτια φτωχικά, κατάκοποι μετά από ασκήσεις και έβγαιναν, νοικοκυρές και νοικοκυραίοι, να μας υποδεχτούν με το χαμόγελο της καλοσύνης στα χείλη. Μ΄ ένα ποτήρι δροσερό νερό, ένα γλυκό του κουταλιού ή έστω ένα λουκούμι. Και, αν δεν το έπαιρνες, στενοχωριόταν η φιλόξενη Ηπειρώτισσα και στο εκδήλωνε με παράπονο!
-‘‘Στη Γιώργαινα τούφαγες! Γιατί σι μένα δεν του παίρν’ς; Α;;;(!)’’
Στο μοναδικό καφενείο του χωριού, με τα μεταλλικά του τραπέζια που στραβοπατούσαν και με το παραμικρό κούνημα χύνονταν οι καφέδες, υπήρχε η ‘‘πολυτέλεια’’ για ένα τσίπουρο με μαρουλόφυλλα ή στραγάλια ψημένα στη λαμαρίνα για μεζέ.
Κι αν ρωτούσες αν έχει κάτι καλύτερο για μεζέ, ο καφετζής έβαζε τη φωνή:
-‘‘Μουρή Λιφκουθέα, σι βρίσκιτ’ λίγου ψουμί κι μια στάλα τρί για τα πιδγιά ιεδώ;’’ (τα πιδγιά-παιδιά είμασταν εμείς)…
Κι εκείνη, μια γυναικάρα δυο μέτρα μπόι, που άρπαζε την αγελάδα από τα κέρατα και την έσερνε κοντά της με μια κίνηση σαν εκείνη ‘‘μουλάρωνε’’, κούναγε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, έτσι που δεν καταλάβαινες αν εννοούσε ‘‘ναι’’ ή ‘‘όχι’’ και αποκρινόταν χαμογελαστή ‘‘ιέχου κάτι τις’’ κι εξαφανιζόταν, για να γυρίσει σε λίγο μ’ ένα κομμάτι μπομπότα, ζεστό ψωμί από καλαμποκάλευρο που μοσχομύριζε κι ήταν σκέτο γλύκισμα, αράδιαζε μια χούφτα ελιές θρούμπες στο πιάτο και ένα κομμάτι φέτα, ενώ σκούνταγε με τρόπο και τον άντρα της και του μουρμούραγε στο αυτί:
– ‘‘Άιντε να πγίτε την τσιπουργιά κι να παγαίνουν τα πιδγιά στη δουλιά τους κι μις στα ζα μας, που μας πιριμένουν στου χουράφ…”
Ο τελευταίος μου σταθμός στο Κεράσοβο μου έχει αφήσει πάντως τις πιο ωραίες, μνήμες. Είναι ένα πανέμορφο μεγάλο χωριό με μια τεράστια πλατεία, στην οποία δέσποζε τότε στη γωνιά της και δεν γνωρίζω αν υπάρχει ακόμη μετά από τόσα χρόνια, ένα πελώριο-πανύψηλο δέντρο κάτω από το οποίο τα καλοκαίρια σύχναζαν για να πάρουν το ουζάκι τους τα βράδια “οι αρχές του τόπου”. Ο πρόεδρος του χωριού δηλαδή, ο ιερέας, ο μοναδικός του δάσκαλος, ο εκπρόσωπος της τάξεως χωροφύλακας και ένας καλοκάγαθος υπερήλικας γιατρός που προσέφερε με τις εμπειρίες του τις πολύτιμες συμβουλές του και φάρμακα για όλες τις περιπτώσεις.
Κι όταν κάτι τον ανησυχούσε και ‘‘ξεπερνούσε τις δικές του γνώσεις και δυνατότητες’’, τότε τον φόρτωνε σ΄ ένα μουλάρι τυλιγμένον προσεκτικά σε μια κουβέρτα και τον έστελνε, με έναν συνοδό, προς Κόνιτσα ή Γιάννενα, ανάλογα με τη σοβαρότητα της διάγνωσής του. Σπουδαίος άνθρωπος και άξιος μαθητής και υπηρέτης του Όρκου του Ιπποκράτη!
Τα γνώρισα όλα αυτά όταν, περαστικός ένα βράδυ από εκεί εν στολή, δέχτηκα από απλωμένα χέρια και χαμόγελα την πρόσκληση να καθίσω μαζί τους! Κάθισα λοιπόν, αποδεχόμενος με ευγνωμοσύνη την φιλόξενη πρότασή τους, και όντως δεν το μετάνιωσα!… Ευγενέστατοι όλοι τους! Ευχάριστη και πολιτισμένη η ατμόσφαιρα και ακόμη πιο νόστιμοι οι μεζέδες με το ουζάκι τους. Η ομορφιά της λιτότητας και η μαγεία της πηγαίας και ανεπιτήδευτης φιλοξενίας σε όλο της το μεγαλείο!
Τους αποχαιρέτησα δυο ώρες μετά με τις καλύτερες των εντυπώσεων για όλους και τις ευχαριστίες μου, έχοντας και το δικαίωμα να ισχυρίζομαι ότι συνέφαγα με τις Αρχές και τον Πρόεδρο του τόπου και άσε κάποιους να νομίζουν ότι συνέφαγα με τον Προκόπη Παυλόπουλο…
Πολλές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σιγοψιθυρίζει κάποια από τα τοπικά της Ηπείρου μας τραγούδια και νοιώθω σαν να βρίσκομαι πάντα εκεί!
● Να τσάκιζα το μαστραπά ● Έβγα στο παραθύρι σου να δεις τι γίνεται ● Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο ● Γιάννη μου το μαντήλι σου ● Μη με μαλώνεις μάνα ● Κλαίνε κι οι πέρδικες στα πλάγια ● Τι να σε κάνω Χάιδω μου, τι να σε κάνω γιέ μου ● και τα λεγόμενα τραγούδια της τάβλας. Έτσι ονόμαζαν τα τραγούδια, που ουσιαστικά έλεγαν ολόκληρες ιστορίες.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα, μια “βάβω”, άρχιζε να περιγράφει με στίχους μια ιστορία τραγουδιστά σαν να διηγείτο παραμύθι και, σε κάθε φράση, σταματούσε για να επαναλάβουν επίσης τραγουδιστά την ίδια φράση όλοι οι άλλοι της παρέας, συνήθως κοπελιές. Κι αυτό κράταγε ώρες…
Αυτή είναι η Ήπειρός μας!… Λεβεντογέννα, δοξασμένη, πάντα ανθρώπινη και πάντα φιλόξενη!
Κομμάτι της ζωής μου και της καρδιάς μου! Καμάρι όλων μας, με το θαυμάσιο σπήλαιό σου των Ιωαννίνων, με τους σταλακτίτες του των 1.500.000 χρόνων και το φαράγγι του Βίκου σου, ενός από τα ωραιότερα στον κόσμο, σ΄ έχω πάντα στην καρδιά μου, όπως και όλοι οι Έλληνες που σε έχουμε γνωρίσει!
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!