Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Δ. ΒΑΒΙΤΣΑ
Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889 – 1951) ήταν Αυστριακός φιλόσοφος με σημαντική συνεισφορά στον τομέα της αναλυτικής φιλοσοφίας και της λογικής. Θεωρείται ένας από τους πλέον επιδραστικούς φιλοσόφους, το έργο του οποίου διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης του 20ού αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του δημοσίευσε μόλις μία φιλοσοφική διατριβή, το Tractatus Logico-Philosophicus (Λογικο-Φιλοσοφική Πραγματεία), η οποία σήμερα θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενα του 20ού αιώνα, καθώς εγκαινίασε μία νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία, που αφορούσε στην ανάλυση της γλώσσας.
Τα κύρια θέματα που πραγματεύεται ο Βιτγκενστάιν είναι η λογική δομή των προτάσεων, η φύση του λογικού συμπερασμού και τα όρια της σκέψης και της γλώσσας. Η κεντρική θέση του έργου είναι η διάκριση ανάμεσα στο λέγειν και στο δεικνύναι, το περιττό της θεωρίας των τύπων στη λογική και το μη εκφράσιμο των ηθικών αληθειών. Αντιμετωπίζει τα θεμελιώδη προβλήματα της φιλοσοφίας, τα οποία, κατά την άποψή του, είναι αποτέλεσμα της παρανόησης της λογικής της γλώσσας.
Επιπλέον, εκφράζει τη θέση ότι το νόημα της Λογικο-Φιλοσοφικής Πραγματείας του συνοψίζεται στη φράση: «Ό,τι μπορεί γενικά να ειπωθεί, μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια και για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, για αυτά πρέπει να σωπαίνει». Ακόμη, μία από τις κεντρικές ιδέες του είναι πως ορισμένες αλήθειες είναι αδύνατο να εκφρασθούν, αλλά μόνο να διαφανούν.
Ο Βιτγκενστάιν αναζητά τους όρους εκείνους τους οποίους θα πρέπει να πληροί μία τέλεια, από την πλευρά της λογικής, γλώσσα. Σημειώνει πως κάθε πρόταση είναι μία εικόνα και συνεπώς αποτελεί ένα μοντέλο της πραγματικότητας, ενώ κάθε σκέψη είναι με τη σειρά της μία λογική εικόνα των γεγονότων και απεικονίζει τον κόσμο. Για τον Βιτγκενστάιν, μία πρόταση είναι ένα σύμβολο με νόημα, το οποίο αποκτά σημασία μόνο μέσα στην πρόταση.
Ωστόσο, η υπερτίμηση της σημασίας της γλωσσικής ανάλυσης, οδήγησε τον Βιτγκενστάιν στην προσπάθεια δημιουργίας μιας «γλώσσας» βασισμένης σε τέλειους κανόνες λογικής, σε μια ορθολογική σύνταξη. Όμως αυτό δε σημαίνει πως ενδιαφέρεται για τον βαθμό αλήθειας ή ψεύδους μιας πρότασης, αλλά μόνο για το εάν είναι ορθολογική, δηλαδή αν βγάζει νόημα ή αν, αντιθέτως, δημιουργεί συγχύσεις και παρανοήσεις.
Εν κατακλείδι, αυτό που δεν έλαβε υπόψη του ο Βιτγκενστάιν, εξαιτίας της προσκόλλησής του στη γλώσσα, είναι το γεγονός πως η γλώσσα είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη με τη σκέψη και τη συνείδηση, γεγονός που οδηγεί στη θέση ότι όπως η σκέψη είναι μια συνιστώσα της συνείδησης, έτσι και η γλώσσα αποτελεί μια ακόμη παράμετρο της συνείδησης, η οποία γλώσσα νοηματοδοτεί τις λέξεις, ώστε να επιτευχθεί μια αντιληπτική – ορθολογική αντανάκλαση της πραγματικότητας στη συνείδηση του ατόμου.