Ημέρα μνήμης και τιμής η σημερινή Κυριακή, για την Καλαμπάκα. Μνήμης και τιμής για την πυρπόληση και την απελευθέρωσή της, που έλαβαν χώρα με 1 χρόνο διαφορά, στις 18 Οκτωβρίου 1943 και στις 18 – 20 Οκτωβρίου 1944. Γιατί έτσι το θέλει η ιστορία της Φυλής μας, πάντα η Έλλαδα, ως άλλος Φοίνικάς, να αναγεννάται εκ της τέφρας της. Ελπίζοντας πως ο υψηλός συμβολισμός της σημερινής ημέρας θα μας εμπνεύσει στη συνολική μας προσπάθεια για αναγέννηση και ανάκαμψη της χώρας, αντί επιπλέον πατριωτικών κελευσμάτων, παραθέτω απόσπασμα, από το διήγημά μου «Ο Λειρίος», εμπνευσμένο από εκείνους τους δύσκολους, αλλά και τόσο ηρωικούς καιρούς.
«Ο Λειρίος»
Το είχε πει και ο Πριγκοζίν, ο μεγάλος Ρώσος μελετητής του Χάους: « η Φυσική είναι πρώτα απ’ όλα μια αφήγηση. » Γι’ αυτό και εκείνος είκοσι χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή του, αφού σταμάτησε να διδάσκει στο γυμνάσιο της μικρής επαρχιακής πόλης όπου είχε περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του εκτός από τα χρόνια των σπουδών, αφηγούταν. Με τα ολόασπρα μουστάκια του να εκτείνονται υπερμεγέθη στο άνω χείλος, πελεκημένα μυτερά στις άκρες τους σαν χαυλιόδοντες, καθόταν ώρες στη βεράντα του σπιτιού του, σαν λιπόσαρκος θαλάσσιος ελέφαντας σε ερημική ακτή του Νότιου Πόλου, σαν κάποιο ξεχασμένο μαστόδοντο που –ζωντανό απολίθωμα- παραμόνευε να περάσει κανένας ανυποψίαστος διαβάτης για να τον πιάσει στην παγίδα των αφηγήσεών του. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο πως κάποιοι, πειρακτικώς κακοήθεις, τον φωνάζανε ‘ψευτάρη’ και ‘τερατολόγο’.
Αγαπημένο ‘θύμα’ του ήταν τα παιδιά. Όταν τα έβλεπε να κατηφορίζουνε πότε μόνα τους και πότε κατά ομάδες απ’ το γειτονικό δημοτικό, θυμότανε τις μέρες που ήτανε και ο ίδιος δάσκαλος –καθηγητής- και τα φώναζε να μαζευτούνε γύρω του.
Άρχιζε τότε να τους λέει για τις γιγαντοκαύκαλες χελώνες που λυμαίνονταν τον κήπο του και που τις είχε –δήθεν- κληρονομήσει από τον παππού του και εκείνος από τον δικό του παππού και που μπορούσες να βρεις την ηλικία τους μετρώντας τις πλάκες στο καύκαλό τους, φτάνει να μη φοβόσουνα να τις αγγίξεις. Του άρεσε ακόμα να τα τρομάζει με τον ‘Λειρίο’, το μυθικό τέρας με τα τέσσερα κεφάλια, τις 10 ουρές και τα μαλλιαρά χέρια που εγκαταβιούσε στο σκοτεινό υπόγειο του σπιτιού του.
Ήταν το ίδιο τέρας με το οποίο φόβιζε και εκείνον η μητέρα του, η κυρα-Αφροδίτη, σαν ήτανε μικρός για να μην κατεβαίνει στο κελάρι και που, βαθιά μέσα του, δεν το ξεπέρασε ποτέ, ας σπούδασε την επιστήμη της Φυσικής που καταλύει όλες τις δεισιδαιμονίες, ας ζύγωνε στην όγδοη δεκαετία της ζωής του κι ας είχε κατεβεί αμέτρητες φορές στο υπόγειο.
Όπως τα μεγαλύτερα παιδιά που μπροστά στους μικρότερους κάνανε τους νταήδες, κορόιδευαν τον ‘Λειρίο’ και αμφισβητούσανε την ύπαρξή του αλλά ποτέ δεν απαντούσαν στις προκλήσεις του γερο-καθηγητή να κατεβούνε μόνα τους στο υπόγειο και σαν σουρούπωνε περνούσανε τρέχοντας από το δρόμο, φοβούμενα μήπως το μαλλιαρό χέρι του τέρατος πεταχτεί από τα καγκελόφραχτα παράθυρα και τα γραπώσει.
Αυτό όμως που δε χόρταινε να αφηγείται, σε παιδιά σε νέους και σε συνομηλίκους αξεδιάλεχτα, η ιστορία που ξεδίπλωνε σε αμέτρητες παραλλαγές, πιότερες και από τις φοβερές μεταμορφώσεις του ‘Λειρίου’, ήτανε ο θάνατος του πατέρα του, του Ανέστη, στην κατοχή. Η Γερμανική διοίκηση είχε επιτάξει το σπίτι τους, ένα μεγάλο ξύλινο διώροφο, για αρχηγείο και έτσι μένανε στο μικρό σπίτι του θείου του. Αυτός, οι δύο μικρότερές αδερφές του, η μάνα, ο πατέρας και η γιαγιά στριμωγμένοι σ’ ένα δωματιάκι.
Ο καιρός κυλούσε δύσκολα, βαρύς σαν χειμώνας του 43 αλλά τώρα, καθώς ζύγωνε η άνοιξη, όλοι διαισθάνονταν πως έφτανε το τέλος, το ακούγανε απ’ την παράνομη φωνή του ραδιοφώνου που περνούσε νύχτα τη Μάγχη, κύμα ραδιομαγνητικό που διέσχιζε τη σκλαβωμένη Ευρώπη πάνω απ’ τις λόγχες και τα τροχιοδεικτικά των Ναζίδων, έφτανε στην Ελλάδα, βουτούσε στα πηγάδια όπου κρύβονταν τα ραδιόφωνα κι ανέβαινε κάθε βράδυ γεμάτη παράσιτα, σαν τους τριγμούς της τροχαλίας που κατέβαζε –ύστερα- τον κουβά με το πολύτιμο φορτίο προσεκτικά, σταματώντας λίγό πάνω απ’ τη στάθμη του νερού.
Σκόρπιζε στον πρωινό αέρα, γάργαρος σαν το τρεχούμενο νερό, ο ψίθυρος της νίκης, μαζί με τους χιλιάδες γυρόκοκκους των ανθισμένων λουλουδιών, μαζί με τα ανήσυχα αρώματα της φύσης που ξυπνούσε.
Οι Γερμανοί υποχωρούσανε παντού, στη Ρωσία ο κόκκινος στρατός προήλαυνε, στην Αφρική ο Μοντγκόμερυ κυνηγουσε τον Ρόμμελ σαν φοξ τεριέ στο επίσημο κυνήγι της αλεπούς. Οι γερμανοί, αργά ή γρήγορα θα έχαναν, το ήξεραν και οι ίδιοι φαινότανε απ’ το ακόμη πιο σκοτεινιασμένο ύφος των αξιωματικών, απ’ τα ακόμη πιο νευρώδη παραγγέλματα των βαθμοφόρων, από τα θολωμένα μάτια των στρατιωτών που είχανε υποχωρήσει βυθισμένα στις κόγχες τους.
Ήτανε και οι αντάρτες που είχανε ξεθαρέψει και κατεβαίνανε όλο και χαμηλότερα, όλο και συχνότερα απ’ τα βουνά κρατώντας τους σε μια αδιάκοπη νευρική αναμονή μα πιο πολύ, εκείνο που έκανε τους κατακτητές να λυσσούνε, θαρρούσες πως ήτανε οι ελπιδοφόρα συνομοτικές ματιές των χωριανών που φανέρωναν πως ήξεραν τον ερχομό της νίκης. Τώρα οι γερμανοί ήταν ακόμη πιο επικίνδυνοι για τους ανυπεράσπιστους.
Εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό το σήμα έφτασε στο γερμανικό αρχηγείο ψυχρό και κοφτό, όμως όλα τα θανατηφόρα αγγέλματα. Ήτανε για τον υπολοχαγό Όττο, τον σύνδεσμο των Ες – Ες στη διοίκηση, έναν ξερακιανό με κατακόκκινο πρόσωπο που η ολόμαυρη στολή το έκανε ακόμη πιο αντιπαθητικά ερυθρόμορφο.
Διάβασε ο γερμανός τις τυπωμένες αράδας και λύσσαξε. Ο αδερφός του ο μικρός, ένας αμούστακος δεκαεξάρης που από τη χιτλερική νεολαία βρέθηκε να πολεμάει στη Ρωσία είχε σκοτωθεί από τους ‘μπολσεβίκους’, το άνθος της φυλής των ‘Αρίων’ θα γινότανε τώρα λίπασμα για να καρπίσουνε τα σταροχώραφα των Ρώσων. Τρελός απ’ το θυμό του –το μόνο συναίσθημα που γνώριζε η καρδιά του εκτός απ’ την αδελφική αγάπη- παρουσιάστηκε στον διοικητή και γύρευε εκδίκηση. Ο διοικητής δεν ήθελε μπλεξίματα με τα Ες – Ες, ειδικά τώρα που τέλειωνε ο πόλεμος.
Κοίταξε απ’ το παράθυρό του την πλατεία γεμάτη κόσμο. Δεν μπορούσε να αφήσει εκεί ελεύθερο το θηρίο που είχε μπροστά του. Αν πάλι τον άφηνε ανικανοποίητο φοβότανε τη δυσμενή αναφορά του, αφορμή ζητούσανε οι Ναζί που κάνανε άνω κάτω τη Βέρμαχτ για ‘προδότες’….