Αν εστιάσουμε την προσοχή μας στην κοινωνία, εκείνο που αντιλαμβανόμαστε, πλέον, με πολύ μεγάλη ευκολία, είναι ο ανθρώπινος πόνος και η κούραση του ανθρώπου από τα πράγματα. Θεωρώ πως το στοίχημα της θεολογίας και της φιλοσοφίας, στη σύγχρονη εποχή, είναι η διαλεκτική με την αγωνία του πιο μεταφυσικού ανθρώπου, εκείνη του σύγχρονου ανθρώπου.
Έρχεται, λοιπόν, η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής (Λουκ. 8, 41 – 56) που θα διαβαστεί στους ιερούς ναούς, και αναδεικνύει το απροϋπόθετο του δεδομένου. Αυτό το δεδομένο είναι η πίστη. Είναι δεδομένη; Εμπίπτει σε προϋποθέσεις; Θεωρείται απαραβίαστη, σταθερή, αιώνια; Ανάμεσα στα δύο γεγονότα του ευαγγελίου, ας σταθούμε στο πρώτο. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτό, ο Χριστός θεράπευσε μία γυναίκα αιμορροούσα. Έπασχε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία σε γιατρούς. Κανείς δεν κατάφερε να την γιατρέψει. Εκείνη ήλθε κοντά στον Χριστό, άγγιξε την άκρη του ενδύματος Του και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της. Ο Χριστός ένιωσε πως κάποια δύναμη βγήκε από Εκείνον, και όταν Του παρουσιάστηκε, της είπε πως η πίστη της την έσωσε.
Ακούμε, συχνά, στα κηρύγματα πως πρέπει να έχουμε πίστη στον Θεό, να μην αμφισβητούμε και να είναι σταθερή η πίστη μας. Έχω την αίσθηση πως κάτι τέτοιο, αποτελεί δραπέτευση από τις ευθύνες που αναλαμβάνονται προς τον συνάνθρωπο, ένα ξεβόλεμα από τη δική μου τοποθέτηση απέναντι στον άλλον, μία ακόμη υπεκφυγή. Και γι’ αυτό η πίστη, εμφανίζεται ως κάτι το δεδομένο, απαραβίαστο, που ποτέ δεν πρέπει να λησμονηθεί από την υπαρξιακή λειτουργικότητα της ευθύνης του προσώπου.
Η πίστη δεν εμπίπτει σε λογικές αποδείξεις. Λογικές αποδείξεις απαιτεί η Δύση. Γι’ αυτό και οι Δυτικοί είναι θλιμμένοι, απαισιόδοξοι άνθρωποι, αφού έχουν απεμπολήσει το μυστήριο από της πίστη. Μπορεί να δείχνουν ευτυχισμένοι άνθρωποι, πετυχημένοι, να ζουν το δικό τους American dream, αλλά μόλις κλείσει η πόρτα, θρηνούν για το κενό, που η πίστη τους αδυνατεί να καλύψει. Η Δύση, είναι γνωστό, πως επιχείρηση να στηρίξει την πίστη στο νου και να αποδείξει, συνάμα, μέσα από λογικά επιχειρήματα, την ύπαρξη του Θεού. Αυτό, ακριβώς, είναι το αμάρτημα της Δύσης∙ η προσπάθεια της να θέσει τον Θεό υπό την κηδεμονία της ανθρώπινης λογικής.
Μιλώντας, λοιπόν, για την πίστη, η Δύση ερμήνευσε τον Θεό. Και Τον ερμήνευσε αιρετικά. Αυτός ήταν και παραμένει ο τρόπος της Δύσης. Εξάλλου, προς κάτι τέτοιο συνηγορεί η ιστορία της. Ο Άνσελμος Καντερβουρίας διατύπωσε το οντολογικό επιχείρημα περί Θεού, όπου αποδεικνύει την ύπαρξη Του, βασιζόμενος στο κατηγόρημα της τελειότητος του Θεού και κάνοντας λόγο για αναγκαίες λογικές αιτίες (rationes necessariae). Έρχεται, μετά από πέντε αιώνες, ο Καρτέσιος (Descartes) και διατυπώνει στο βιβλίο του «Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας», ανάμεσα στους έξι στοχασμούς, το οντολογικό επιχείρημα περί υπάρξεως του Θεού, κινούμενος πάνω στις προϋποθέσεις του Άνσελμου. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Κι αυτό, μεταξύ άλλων Πατέρων, το δείχνει με σαφή τρόπο, ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης στο «Περί Θείων Ονομάτων», καθώς στην αρχή του έργου, σημειώνει πως «οὐ τολμητέον εἰπεῖν οὔτε μήν ἐννοῆσαί τι περί τῆς ὑπερουσίου καί κρυφίας θεότητος».
Η πίστη, ας μου επιτραπεί η έκφραση είναι το παράλογο ζητούμενο. Δεν εννοώ πως είναι παράλογο να πιστεύεις. Απεναντίας. Είναι όμως, κι αυτό το αποδεικνύει απερίφραστα η αμφισημία της ζωής, το πιο δύσκολο, το να πιστεύεις στον Θεό. Το κακό, ο θάνατος, ο πόνος, καταστάσεις που έχουν την προέλευση τους από την φθαρτότητα που γεννά η κτιστή περατότητα, δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο, την άνεση της εύκολης συνάντησης με το πρόσωπο του Θεού, ο Οποίος γνωρίζεται δι’ Υιού. Η χριστιανική πίστη, όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ.κ. Ιωάννης, «δεν δέχεται τη λύση ενός ‘’από μηχανής Θεού».
Η υιοθέτηση της αισθητικής, άρα και αίσθησης, που κυοφορείται στο γεγονός της πίστης είναι γεγονός μετοχής στους θλιμμένους καιρούς των δοκιμασιών. Θέλω να πω πως η πίστη δεν αποτελεί βεβαιωμένη αίσθηση, που έρχεται απροϋπόθετα και χωρίς θλίψεις. Αποτελεί συναίσθηση των πραγμάτων σε περιβάλλον που απειλεί την προσωπική ελευθερία και τρομοκρατεί την υπαρξιακή αυτοτέλεια στην προοπτική της χαρισματικής ολοκλήρωσης στο πρόσωπο του Χριστού. Όταν η προσωπική σου ελευθερία απειλείται, όταν ο μισάνθρωπος διάβολος σε πολεμάει με λογισμούς, σκέψεις, όταν κινείσαι στα όρια του προσωπικού σου εκμηδενισμού, ενίοτε, και αφανισμού, για ποια ακλόνητη πίστη μπορούμε να κάνουμε λόγο; Πιστεύω πως η πίστη έρχεται ως ωρίμανση του προσώπου στις πιο ακατάληπτες συνθήκες του βίου∙ του θανάτου, της ασθένειας, του πόνου κ.ο.κ.
Η γυναίκα της ευαγγελικής περικοπής, έχει δοκιμάσει τα πάντα. Το σώμα της βιώνει τον πόνο, την αλλοίωση. Εκείνη, όμως, θέλει να το γιατρέψει, θέλει να αποκαταστάσει τη φύση της ασθένειας με τη φύση της ωραιότητος. Δεν θέλει να ζει έτσι και τρέχει στον Χριστό για να θεραπευθεί. Μόνο το πρόσωπο Του την ελκύει. Τίποτε άλλο. Αν ο Πλωτίνος την έβλεπε να τρέχει να γιατρέψει το σώμα της, θα της έλεγες, τί κάνεις εκεί γυναίκα, είσαι με τα καλά σου, το σώμα είναι κατώτερο μέρος, ανίερο, πρέπει να ντρέπεσαι που έχεις σώμα, κι εσύ θες να το γιατρέψεις;
Εδώ, είναι το σημείο που έχουμε διαφορετική αντίληψη περί σώματος, με τον νεοπλατωνισμό. Η ανθρωπολογία των Πατέρων δεν κάνει λόγο μόνο για ψυχή, αλλά και για σώμα. Ο χριστιανός, σέβεται το σώμα του που είναι «ναός του αγίου Πνεύματος» (Α’ Κορ. 6, 19). Νοιάζεται για το σώμα του, όχι μόνο για την ψυχή του. Δεν είναι μονοφυσίτης ο χριστιανός, αλλά ως χαλκηδόνιος διφυσίτης σέβεται και την ψυχή και το σώμα του, που για την χριστιανική ανθρωπολογία είναι κάτι το ιερό.
Θεωρώ πως δύο είναι τα πιο δύσκολα. Ο συμβιβασμός με την αλήθεια της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά και η πίστη στον Θεό. Δεν είναι δεδομένη η πίστη. Μήτε αποκτάται μηχανικά. Έχει εμπειρική εμβάθυνση, έχει πολύ βάθος η αναμέτρηση με το πρόσωπο του Θεού. Δεν είναι παίξε γέλασε. Δεν λες πιστεύω και τελείωσε. Ζεις και πεθαίνεις μαθαίνοντας να πιστεύεις. Οι δυσκολίες της ζωής. Ναι, αυτές οι δυσκολίες. Έχω την πίστη πως μόνο αυτές μπορούν να ψηλαφίσουν την αίσθηση της βεβαίωσης του προσώπου του Θεού. Εξαρτάται, πάλι, από το πως θα ερμηνευτούν…