Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΒΙΤΣΑ
Η θεωρία της ψυχανάλυσης διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε από τον Σίγκμουντ Φρόυντ (1856 – 1937), ο οποίος, σε συνεργασία και με τη συμβολή και άλλων μεγάλων επιστημόνων, άσκησε μεγάλη επιρροή στη θεωρία και έρευνα για την αγωγή και την κοινωνικοποίηση. Πιο συγκεκριμένα, δύο ήταν τα σημεία της θεωρίας της ψυχανάλυσης που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή: από τη μία, το θέμα της επίδρασης των πρώιμων παιδικών εμπειριών και, από την άλλη, το θέμα της δημιουργίας και της δομής του υπερ-Εγώ.
Σύμφωνα με το μοντέλο που ανέπτυξε ο Φρόυντ, ο άνθρωπος αναπτύσσει στην παιδική ηλικία μια πλούσια ζωή σε ορμές, κατεξοχήν ερωτικής φύσεως. Αυτές οι ορμές αποτελούν το «Αυτό» (στα γερμανικά έχει την ονομασία «es», και σημαίνει εκείνο, το απρόσωπο), κάτι χωρίς σταθερή δομή, που αγωνίζεται για την ικανοποίηση βασικά φανταστικών παραστάσεων.
Στην τριβή με τον έξω κόσμο, το περιβάλλον, αναπτύσσεται το «Εγώ», ένα άλλο επίπεδο του ανθρώπινου οργανισμού, στο οποίο ανήκουν οι λειτουργίες της αντίληψης, της συνείδησης, της μνήμης, του ελέγχου των κινήτρων και της σκέψης. Όπως γίνεται επομένως σαφές, το «Εγώ» βρίσκεται μεταξύ του «Αυτό» και του εξωτερικού κόσμου και διαπραγματεύεται μεταξύ των δύο, κατά την πραγματοποίηση των επιθυμιών του «Αυτό», με σκοπό να εκπληρωθούν εξωτερικές απαιτήσεις. Η λειτουργία του «Εγώ», λοιπόν, είναι αυτή που προστατεύει το άτομο από τους κινδύνους του εξωτερικού κόσμου.
Το παιδί, μέσω των συναισθηματικών δεσμών που αναπτύσσει στην οικογένεια, των επιθυμιών και της μη πραγματοποίησής τους, αντιλαμβάνεται ότι κάποιες επιθυμίες είναι αντικειμενικά μη εκπληρώσιμες και, ως εκ τούτου, μαθαίνει με βάση την εμπειρία του ανεκπλήρωτου της επιθυμίας και του φόβου της τιμωρίας σε μια συγκεκριμένη μορφή άμυνας, που είναι η ταύτιση με τον πατέρα, δηλαδή η συμβολική τοποθέτηση του εαυτού του στη θέση του πατέρα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός άλλου επιπέδου του υποκειμένου, του «υπερ-Εγώ», δηλαδή του εξιδανικευμένου ή ιδανικού εαυτού.
Το «υπερ-Εγώ» περιέχει τους κανόνες, τις αξίες και τους προσανατολισμούς με τους οποίους οργανώνεται η συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά σχηματίζουν το δικό τους «υπερ-Εγώ» από το «υπερ-Εγώ», κι όχι από το «Εγώ», των γονέων τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας, κατά τον Φρόυντ, παραδίδεται ταυτόχρονα από γενιά σε γενιά το κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα της οικογένειας και, ευρύτερα, της κοινωνίας.
Κλείνοντας, αξίζει να επισημάνουμε το γεγονός ότι το σημείο στο οποίο εφάπτεται η ψυχαναλυτική θεωρία με τη θεωρία της κοινωνικοποίησης είναι η εσωτερίκευση των αξιών και των κανόνων μιας κοινωνίας και της παρουσίας τους στο «υπερ-Εγώ» του ατόμου, διαδικασία η οποία εκκινεί από την πρώιμη παιδική ηλικία.
* Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!