Ποιος είναι ο «άλλος»; Ποιος είναι αυτός ο «άλλος»; Ποιος είναι αυτός ο ξένος που δεν είμαι εγώ; Τα ερωτήματα αυτά απασχόλησαν θεολογία, φιλοσοφία και άλλες επιστήμες, οι οποίες μέσα από το δικό τους περιβάλλον αναζήτησαν τον άλλον, τον οποίο είδαν υπό διαφορετικές προϋποθέσεις.
Έρχεται ξανά ο Χριστός και ο λόγος του γίνεται, για μία ακόμη φορά, σαφής, ξεκάθαρος.
Έρχεται να δείξει τον άλλον, τον απόλυτα άλλον. Και χρησιμοποιεί μία παραβολή, αυτή του καλού Σαμαρείτη, που αποτελεί και το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής (Λουκ. 10, 25 – 37). Σύμφωνα με το τελευταίο, ένας νομικός, ρωτάει τον Χριστό πώς να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ο Χριστός τον παραπέμπει στον νόμο, όπου σημειώνεται: «Να αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου και με όλη την ψυχή σου και με όλη την δύναμη σου και με όλη τη διάνοια σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Λουκ. 10, 27 – 28). Και ο νομικός ρωτάει τον Χριστό, «και ποιος είναι ο πλησίον μου;» (Λουκ. 10, 29). Ο Χριστός, τότε, αρχίζει να διηγείται την παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Ο νομικός ρωτάει τον Χριστό και ο Χριστός απαντάει μέσα από ερωτήσεις. Δεν δίνει μονολεκτικές, μήτε καταφατικές απαντήσεις στον νομικό, αλλά ως αληθινός Παιδαγωγός οδηγεί σταδιακά τις αναζητήσεις του νομικού στα αγιογραφικά μονοπάτια. Θα έλεγα, πως ο Χριστός ερεθίζει τη σκέψη, την αγωνία, του νομικού και αφήνει με διαλεκτικό τρόπο να φανεί το ξετύλιγμα της φιλανθρωπίας του Θεού, το οποίο υπάρχει στην παραβολή.
Στη σύγχρονη εποχή, αυτός ο άλλος είναι σημαντικός. Έχει υψηλή σπουδαιότητα να καθοριστεί, ποιος είναι, επιτέλους, αυτός ο άλλος. Είναι εχθρός; Είναι συγγενής; Είναι απόμακρος; Είναι δικός μου άνθρωπος; Φίλος; Ποιος είναι και τί σημαίνει αυτός ο άλλος για τη δική μου παρουσία; Έχω την αίσθηση, πως στο θέμα μας, δύο δρόμοι έρχονται σε δημιουργική συνάντηση, συνάντηση που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε πως ο άλλος σχετίζεται με τον Θεό. Είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας και ο δρόμος της θεολογίας. Θεωρώ, βέβαια, καταλυτική τη συμβολή του δεύτερου δρόμου ως προς τη διεισδυτικότητα στην ουσία των πραγμάτων.
Ο Χριστός δεν καταργεί τον νόμο. Είναι ξεκάθαρος ο Χριστός. Η αγάπη προς τον Θεό περνάει μέσα από τον συνάνθρωπο και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο περνάει μέσα από τον Θεό. Θεός και άνθρωπος. Άνθρωπος και Θεός. Δεν μπορείς να μισείς τον άλλον και να λες πως αγαπάς τον Θεό. Δεν μπορείς να εχθρεύεσαι τον Θεό και να πιστεύεις πως αγαπάς τον άλλον. Αυτά είναι αταίριαστα μεταξύ τους, ασυμβίβαστα. Θες να αγαπήσεις τον Θεό; Θα τον δεις στον άλλον. Θες να αγαπήσεις τον άλλον; Θα τον δεις στον Θεό. Έχει ειπωθεί πως ο δρόμος για τον παράδεισο περνάει μέσα από τον άλλον. Και είναι αλήθεια τούτο. Η σωτηρία, πράγμα μεγάλο και ανεξερεύνητο, δεν αποτελεί ατομική υπόθεση για τον ορθόδοξο ανθρωπισμό. Απεναντίας, στον ανθρωπισμό της δυτικής θεολογίας, η σωτηρία είναι ατομική και ο άλλος γίνεται η κόλαση, όπως επεσήμανε ο Sartre. Δεν είναι έτσι τα πράγματα στην ορθοδοξία. Στην ορθοδοξία ο άλλος είναι η γέφυρα για να συναντήσω τον Θεό. Δεν υφίσταται παράδεισος χωρίς τον άλλον.
Κι αυτός ο άλλος, δεν είναι εύκολος. Αποτελεί απλησίαστο, απρόσιτο, δύστροπο πρόσωπο. Εξάλλου, «εάν αγαπήσετε εκείνους που σας αγαπούν, ποια ανταμοιβή έχετε;» (Ματθ. 5, 46). Ο άλλος μπορεί να είναι ο κάθε ένας εκτός εμού, ο απόλυτα Άλλος, όπως θα πει ο Levinas. Καθοριστική, όμως, είναι και η θέση του Derrida ως προς το ζήτημα της φιλοξενίας του άλλου, της απροϋπόθετης φιλοξενίας του κάθε άλλου και ξένου. Σύμφωνα, πάλι, με τον Levinas (κι εδώ συναντιούνται οι δύο δρόμοι που αναφέρθηκαν), «δεν μπορεί να υπάρξει ‘’γνώση’’ του Θεού αποχωρισμένη από τις σχέσεις με τους ανθρώπους». Συνηγορεί και ο Sartre προς τούτο, αφού «βλέπω τον εαυτό μου επειδή κάποιος με βλέπει».
Το πρόσωπο του άλλου για την ορθόδοξη θεώρηση δεν αποτελεί ένα πρόσωπο που πρέπει να εξαφανιστεί, καταπολεμηθεί, στα πλαίσια μιας ετερότητας που απειλεί. Το πρόσωπο του άλλου συνάδει με μία διαπροσωπική λειτουργικότητα που υπάρχει αφενός μεν στον εαυτό του, αλλά και τους άλλους. Η ατομικότητα μιας εκφραστικής έπαρσης δεν αποτελεί ίδιον γνώρισμα για τα μονοπάτια της ορθόδοξης ασκητικής που συνδέει τους ανθρώπου μεταξύ τους, αλλά και με τον Θεό. Εκείνο, που διασώζει η ασκητική αυτή, είναι η ολοκλήρωση της υπαρξιακής μου περατότητας στο πρόσωπο του Χριστού, μέσα από την αμφισημία των πραγμάτων, που εντοπίζεται στο κάθε πρόσωπο του κάθε άλλου. Έτσι, ο ορθόδοξος χριστιανός φτάνει στον παράδεισο μέσα από συνθήκες που δεν του επιτρέπουν το κλείσιμο στον εαυτό και τον εξορκισμό του άλλου, αλλά μόνο μέσα από τον άλλον. Και ο Χριστός, αυτό το διδάσκει στην επί του Όρους ομιλία, στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη, στο ευαγγέλιο της Κρίσεως κ.α., χωρίς να αφήνει περιθώρια παρερμηνειών.
Για τον ορθόδοξο ανθρωπισμό, ο άλλος είναι ακόμη και αυτός που με βλάπτει, με κακολογεί, μνησικακεί, γίνεται εμπαθής. Αυτό δείχνει παράλογο, αλλά βαθύτατα λογικό για τον Χριστό, αφού υπάρχουν οι προϋποθέσεις κάθαρσης του ανθρώπου από κάθε φθοροποιό στοιχείο που τον εμποδίζει να δει τον Θεό καθώς ἐστί. Γράφει, ο καθηγητής Γ. Μαντζαρίδης: «Ο τέλειος πιστός δεν αγαπά τον πλησίον του ‘ως σεαυτόν’ επειδή τον αισθάνεται ψυχολογικά ή κοινωνικά ως όμοιο του, αλλά επειδή είναι οντολογικά ενωμένος μαζί του με την κοινή ανθρώπινη φύση, που ανακεφαλαίωσε ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία».
Ο Θεός έγινε τα πάντα για τον άνθρωπο, τον οποιοδήποτε άνθρωπο, τον άλλο, τον απόλυτα άλλο, τον ξένο. Κι ο άνθρωπος για τον συνάνθρωπο του; Για τον Θεό; «Ἐγὼ πατήρ, ἐγὼ ἀδελφός, ἐγὼ Νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφεύς, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος. Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ δουλεύσω. Ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος καὶ ξένος καὶ κεφαλὴ καὶ ἀδελφὸς καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ, καὶ ἀλήτης διὰ σέ, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ διὰ σέ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ, ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρί, κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ καὶ ἀδελφὸς καὶ συγκληρονόμος καὶ φίλος καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τόν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον; Τοῦτο γάρ ἐστιν εἰς τὸν παρόντα βίον πονεῖσθαι. Τί εἰς πῦρ ξαίνεις; τί τῷ ἀέρι πυκτεύεις;» (Ιω. Χρυσοστόμου, Ὁμιλία (76) εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον).