Ένα σημαντικό ζήτημα έρχεται να διηγηθεί με μία παραβολή ο Χριστός, αυτή του άφρονος πλουσίου, η οποία θα διαβαστεί την Κυριακή στους ιερούς ναούς (Λουκ. 12, 16 – 21). Ο πλούσιος αυτός είχε συγκεντρώσει την μεγάλη σοδειά από τα χωράφια του σε μεγαλύτερες αποθήκες, ώστε να έχει να απολαμβάνει τον πλούτο για χρόνια και να μην νοιάζεται για κανέναν. Κι ο Θεός τί του είπε; «Ανόητε, αυτήν την νύχτα ζητούν από σε την ψυχήν σου. Εκείνα δε που ετοίμασες, ποιος θα τα πάρει;» (Λουκ. 12, 20). Και η παραβολή κλείνει ως εξής: «Αυτά παθαίνει εκείνος που θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν φροντίζει να γίνει πλούσιος ως προς τον Θεό» (Λουκ. 12, 21).
Διαβάζοντας κάποιος την παραβολή αυτή, αλλά και άλλες στις οποίες ο Χριστός επικρίνει τον πλούτο, του δημιουργείται η εντύπωση πως ο Θεός θα καταδικάσει όσους διαθέτουν πλούτο. Στο σημείο αυτό, χρειάζονται δύο επισημάνσεις. Αφενός μεν ο Θεός δεν καταδικάζει και δεν τιμωρεί, αλλά παιδαγωγεί, σε πείσμα όσων επιθυμούν να υπάρξουν μέσα από την τιμωρία του άλλου, αφετέρου δε ο Χριστός στις παραβολές, όπου αναφέρεται στον πλούτο, δεν καταδικάζει το γεγονός της ύπαρξης του πλούτου αλλά την πλεονεξία, εκείνη την κατάσταση της ακόρεστης δίψας για πλουτισμό. Γι’ αυτό και ο όσιος Μάρκος Ερημίτης, θα πει πως «ἡ ἐξ ἀδικίας ἐπιγενομένη πλεονεξία καί ἡ ταύτης μήτηρ ἀσπλαγχνία». Και φυσικά, η πλεονεξία, την οποία οι Πατέρες στηλιτεύουν στα κείμενα τους, δεν αφορά μόνο τα οικονομικά μεγέθη, το χρήμα, αλλά κάθε επιθυμία του ανθρώπου για το ακόρεστο, και αφορά σκέψη, θέληση, προαίρεση, τρόπους, σχέδια.
Η χριστιανική θεώρηση δεν στέκεται επικριτικά απέναντι στην ύλη. Επικριτικά στέκεται ο γνωστικισμός, ο νεοπλατωνισμός, που εξορκίζουν την ύλη ως κάτι το κακό. Για τον ορθόδοξο ανθρωπισμό όλα μεταποιούνται με τρόπο αγιοπνευματικό, λειτουργικό. Δεν εναντιώνεται ο Χριστός απέναντι στον πλούτο, αλλά απέναντι στην στάση του πλούσιου να κρατήσει όσα έχει αποκτήσει για τον εαυτό του και να τα κατευθύνει προς το πρόσωπο του, επουδενί, όμως, προς το πρόσωπο όλων εκείνων που πάσχουν και που έχουν ανάγκη. Κι αυτό, διότι στον συνάνθρωπο του, δεν βλέπει τον Θεό. Ενώ, κι αυτό το κάνει ξεκάθαρο σε κάθε παραβολή που σχετίζεται με τον πλησίον, ο δρόμος για τον παράδεισο περνάει μέσα από τον άλλον, στο πρόσωπο του οποίου βλέπουμε τον Χριστό. Για τον αθεϊστή, η υπόθεση του άλλου, ως νενομισμένη αντίληψη φιλανθρωπίας, αναλώνεται στα πλαίσια μιας δικαιικής αντιμετώπισης, ενός κοινωνικού δικαιώματος, όπου το πρόσωπο του Χριστού απουσιάζει και τη θέση του παίρνει ο νόμος.
Θα διερωτηθεί κάποιος και θα πει: Και ο κομμουνισμός δεν αναφέρεται στην κοινωνική δικαιοσύνη και, μάλιστα, δεν κάνει λόγο για ίση κατανομή του πλούτου; Μήπως και ο διαφωτισμός, διά στόματος Rousseau, δεν κάνει λόγο για δικαιοσύνη όλων απέναντι στον νόμο; Είναι αλήθεια κάτι τέτοιο. Πραγματικά ισχύει. Ακόμη και ο Marx, στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», θα γράψει πως «το ζωτικό κίνητρο του αποθησαυρισμού είναι η φιλαργυρία», κάτι που μας φέρνει στο νου την παραβολή του άφρονος πλουσίου. Υπάρχει μία διαφορά, η κατεξοχήν διαφορά που διαχωρίζει τη σκέψη των Πατέρων και τη σκέψη των πολιτικών, φιλοσοφικών, κοινωνικών και οικονομικών ρευμάτων που αγωνίζονται για την κοινωνική δικαιοσύνη και την διανομή του πλούτου. Ο Δ. Στεφανίδης, σε βιβλίο του, σημειώνει πως «τα αξίωμα στον χριστιανισμό είναι, ‘’καθετί που μου ανήκει είναι και δικό σου’’, ενώ το αξίωμα στον κομμουνισμό είναι, ‘’καθετί που σου ανήκει είναι και δικό μου’’». Για την ορθόδοξη θεώρηση και σκέψη, η κοινοκτημοσύνη στηρίζεται στην ελευθερία του άλλου, ενώ για την κομμουνιστική στον καταναγκασμό. Επίσης, διαφορά εντοπίζεται και στην πηγή της δημιουργίας των παραπάνω, καθότι για την ορθόδοξη θεώρηση τίθεται στο κέντρο ο Θεός, ενώ για την κομμουνιστική ο άνθρωπος.
Ο πλούσιος της παραβολής διακατεχόταν από πλεονεξία. Έπασχε η προαίρεση του, η σκέψη του, η θέληση του. Η Εκκλησία όλα τα παραπάνω τα γιατρεύει. Γιατρεύει την προαίρεση, τη σκέψη, και παιδαγωγεί το ανθρώπινο θέλημα, χωρίς να το καταπατεί. Δεν είναι κακή η φύση του πλούσιου. Αυτά είναι της Δύσης. Η προαίρεση νοσεί και αυτή χρειάζεται ίαση. Ο πλούσιος έλεγε στην ψυχή του «ψυχή, έχεις πολλά αγαθά, για πολλά χρόνια∙ αναπαύσου, φάε, πιες, ευφραίνου». Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, στον Μεγάλο Κανόνα, ζητά από την ψυχή επαγρύπνηση και όχι εφησυχασμό, σημειώνοντας: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι∙ ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Αυτό ικετεύει ο άγιος Ανδρέας, αυτό ικετεύει ο όσιος Εφραίμ Σύρος, αυτό ικετεύουν οι άγιοι∙ να πλουτίσει η ψυχή για τον Χριστό. Και πώς συμβαίνει τούτο; Μέσα από την μύηση στις αρετές της αγάπης, της ταπείνωσης, της απλότητας, της υπακοής, της πίστης, της διάκρισης.
Το γεγονός ότι η ορθόδοξη στάση δεν εξορκίζει τον πλούτο και την ύλη, διαφαίνεται σε μία ομιλία του Μ. Βασιλείου, με τίτλο «Περί τοῦ μή προσηλῶσθαι τοῖς βιοτικοῖς». Σ’ αυτήν, ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην χρησιμότητα του πλούτου και τοποθετεί την σκέψη του ως εξής: «Ας σκεφτούμε λοιπόν, αγαπητοί, για τους εαυτούς μας κάτι το φιλάνθρωπο. Και εάν γενικά θέλουμε το βάρος της ευπορίας να το κάνουμε κέρδος μας, ας το διαμοιράσουμε σε πολλούς, οι οποίοι και θα το βαστάξουν με πολλή χαρά και θα το εναποθηκεύσουν σε απαραβίαστα ταμεία, τους κόλπους του Δεσπότη … Ας επιτρέψουμε στον πλούτο που θέλει, να ξεχειλίσει προς αυτούς που τον έχουν ανάγκη. Ας μην περιφρονήσουμε τους Λαζάρους που ακόμη και τώρα κείτονται εμπρός στα μάτια μας».