Του Γεωργίου Παπασίμου
Δικηγόρου
Μια από τις πιο οδυνηρές της «οιονεί χρεοκοπίας» της Ελλάδος το 2010 και της ένταξής της στην μνημονιακή κηδεμονία, είναι το εκρηκτικό πρόβλημα των «κόκκινων δανείων», που εξαιτίας της μη λύσεώς του, όλα αυτά τα χρόνια, έχει διογκωθεί και έχει λάβει χαρακτηριστικά «μεταστατικού καρκίνου» για την Ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Το ακανθώδες αυτό ζήτημα δημιουργήθηκε από δύο αντιθετικές παραμέτρους. Η πρώτη ανάγεται στην επιθετική τραπεζική επεκτατική πολιτική κατά την περίοδο των «παχιών αγελάδων», όσον αφορά την λήψη φθηνού χρήματος, μετά την ένταξη της Χώρας στο Ευρώ (2001-2009), που συνδυάζονταν από την χρησιμοποίηση των αφειδώς παρεχόμενων δανείων από τις Ελληνικές τράπεζες, ως πλαίσιο και «όπλο» για να χρηματοδοτούνται πάμφθηνα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (από την οποία χρηματοδοτούνταν με 1% και, στη συνέχεια, έθεταν τοκογλυφικούς τόκους στα δάνεια που παρείχαν, από 6% έως 18%).
Αυτό και η έλλειψη επενδυτικής παιδείας στην Ελληνική κοινωνία, οδήγησαν στην μεγάλη «παγίδα» της «χρεοκρατίας», που αποτελεί, πλέον, «δαμόκλειο σπάθη στο κεφάλι» πολλών νοικοκυριών.
Η δεύτερη ανάγεται στην βίαιη εμφάνιση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης το 2008 στις Η.Π.Α. και την χρεοκοπία της Ελλάδος, ως «ασθενούς κρίκου», το 2010 και την «πολεμικού τύπου» ύφεση, η οποία έφθασε να ξεπεράσει και αυτή του Παγκόσμιου Κραχ του 1929.
Έτσι, με βάση τις εκρηκτικές συνθήκες, που δημιουργήθηκαν, όπως μείωση του ΑΕΠ κατά 25%, καταβαράθρωση της αγοραστικής δύναμης της πλειοψηφίας των πολιτών, εκτίναξη της ανεργίας, πλήρης κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας και της αξίας των ακινήτων σε ποσοστά, που άγγιξαν και το 60% κ.λπ., θα περίμενε κανείς, το θέμα της αδυναμίας των πολιτών να εξοφλήσουν τα δάνεια, που είχαν λάβει την προηγούμενη περίοδο, να αντιμετωπιστεί από το ελλειποβαρές πολιτικό προσωπικό εξουσίας και το ελλειμματικό πολιτικό σύστημα, ως μια από τις πρώτες προτεραιότητες για την σωτηρία της Κοινωνίας και την ισορροπία της οικονομίας. Ματαίως, όμως. Πλην της ψήφισης του Νόμου 3969/2010 περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών, όπου υπήρξε σημαντική προστασία σε πολλούς δανειολήπτες, τουλάχιστον την πρώτη περίοδο, αφού πλέον, τόσο με τις δυσμενείς τροποποιήσεις του Νόμου, όσο και με την συνεχώς αρνητική νομολογία των δικαστηρίων ως προς τις δυνατότητες ένταξης στον Νόμο αυτό, έχει περιοριστεί σημαντικά η κοινωνική εμβέλεια και προστασία αυτού, ουδέν άλλο έγινε.
Έτσι, ενώ βρισκόμαστε στον ένατο μνημονιακό χρόνο, οι κυβερνήσεις από το 2010 έως σήμερα, είτε αυτές που αντιμετώπιζαν φοβικά και τεχνοκρατικά αυτό το ζήτημα, είτε η τελευταία ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ., που απέκτησε σημαντική πολιτική «προίκα», με τα προεκλογικά συνθήματα περί «σεισάχθειας» και «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», για το κρίσιμο αυτό ζήτημα δεν έκαναν τίποτα θετικό, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, παρά την ύπαρξη Ευρωπαϊκών παραδειγμάτων, τα οποία, στην πράξη, έδωσαν σημαντικές αντίστοιχες λύσεις.
Αναφερόμαστε, πρωτίστως, στο παράδειγμα της Ισλανδίας, που μετά την χρεοκοπία της το 2010, το πολιτικό της σύστημα προχώρησε σε δίκαιη «σεισάχθεια» όλων των ληφθέντων δανείων («κόκκινων» και «πράσινων»), σε ποσοστό 30% – 70% τόκων και κεφαλαίου, ανάλογα με την οικονομική δύναμη κάθε δανειολήπτη, με συνέπεια να υπάρξει παροχή «οξυγόνου» στην κοινωνία και την οικονομία της Χώρας αυτής, που κατάφερε να βγει από την κρίση και την χρεοκοπία. Αλλά υπάρχει και το παράδειγμα της Κύπρου, η οποία νομοθέτησε την «ρήτρα προτεραιότητας του δανειολήπτη» έναντι των funds, στα οποία οι Τράπεζες σκόπευαν να πουλήσουν τα δάνεια, δίνοντας την δυνατότητα σε κάθε δανειολήπτη, προσφέροντας αυτός τιμή ελάχιστα μεγαλύτερη από το μειωμένο ποσοστό, με το οποίο πωλούνταν το δάνειό του σε αυτά, να αναλαμβάνει ο ίδιος το δάνειό του.
Όχι μόνο δεν έγινε τίποτα από αυτά, τα οποία θα αποτελούσαν μια λογική και ορθολογική αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά στη Χώρα μας διαπράχθηκαν διαρκή «οικονομικά εγκλήματα», τόσο με τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων, τα οποία έχουν εξαφανιστεί, αφού οι σημερινές τράπεζες είναι, στην κυριολεξία, «οικονομικά πτώματα», όσο και με την πώληση των δανείων αντί «πινακίου φακής» σε ξένα και ντόπια funds, σε συνδυασμό με τους επιθετικούς και μαζικούς ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, που πλέον αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της λαϊκής κατοικίας.
Μέσα σε αυτό το διαλυτικό και παραλυτικό περιβάλλον, δημοσιεύθηκε πρόσφατα το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για «λύση» των «κόκκινων δανείων». Από την μελέτη του σχεδίου αυτού, προκύπτει ότι πρόκειται για μια περαιτέρω επιβαρυντική για το Δημόσιο λύση, χωρίς καμία μέριμνα για τους δανειολήπτες. Με το σχέδιο αυτό προτείνεται να δημιουργηθεί μια εταιρία ειδικού σκοπού, όπου θα κατευθυνθεί το 50% των κόκκινων δανείων, ύψους 42 δις ευρώ, καθώς και ο «αμαρτωλός» αναβαλλόμενος τραπεζικός φόρος, που αποτελεί ένα τεράστιο σκάνδαλο απαλλαγής των τραπεζών από φόρους επί των κερδών τους για τα επόμενα 30 χρόνια. Τα «κόκκινα», δε, αυτά δάνεια, θα τα διαχειρίζεται ένας εξειδικευμένος «εισπράκτορας», όπως ονομάζεται (servicer), χωρίς καμία επιβαλλόμενη προστασία των δανειοληπτών.
Αντί δηλαδή, έστω και στο παρά πέντε, την ώρα που απειλείται η περιουσία των Ελλήνων φορολογουμένων, την ώρα που το τραπεζικό σύστημα καταρρέει και η κοινωνία «στενάζει», να υπάρξει μια τολμηρή και γενναία λύση του προβλήματος, συνδυασμού της Ισλανδικής και της Κυπριακής εμπειρίας, όπως προαναφέρθηκε, το βαθιά εξαρτημένο και ανίκανο πολιτικό προσωπικό εξουσία και η ντόπια οικονομική ολιγαρχία, επιχειρούν, για μια ακόμα φορά, να φορτώσουν το βάρος στις «πλάτες» των φορολογουμένων, χωρίς να δίνουν την παραμικρή ελπίδα και βοήθεια στις χειμαζόμενες κοινωνικές τάξεις της Χώρας.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!