Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΔΗΜ. ΒΑΒΙΤΣΑ*
Η στενή σχέση κοινωνίας και εκπαίδευσης ώθησε πολλούς παιδαγωγούς που είχαν κοινωνιολογικές ανησυχίες να αναπτύξουν μια σειρά προβληματισμών σχετικά με την αλληλεπίδραση αυτή: από τη μία, σε τι βαθμό επηρεάζει η κοινωνία την εκπαίδευση και, από την άλλη, ποια είναι η επίδραση που έχει η εκπαίδευση στην κοινωνία.
Στη σημερινή εποχή, η παραπάνω σχέση κοινωνίας – εκπαίδευσης εξετάζεται συστηματικά, μια που όλα τα Παιδαγωγικά Τμήματα και οι Σχολές Επιστημών Αγωγής περιλαμβάνουν το μάθημα «Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης» στο πλαίσιο των βασικών τους μαθημάτων που σχετίζονται με την αγωγή. Ειδικότερα, αν εξετάσει κανείς τα μαθήματα που περιλαμβάνονται στους οδηγούς σπουδών των Παιδαγωγικών Τμημάτων, θα διαπιστώσει πόσο σημαντική είναι η ανάλυση και η ερμηνεία της κοινωνίας στην οποία ζούμε στην προσπάθεια κατανόησης της λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος.
Κατά τη διαδικασία αναζήτησης των σχέσεων μεταξύ αγωγής και κοινωνίας, η Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης ερευνά τις γενικές βασικές έννοιες, όπως αυτές της κοινωνίας, του πολιτισμού, της κοινότητας, του κοινωνικού περιβάλλοντος, της κοινωνικής τάξης, της κοινωνικοποίησης, της κοινωνικής ένταξης κ.λπ. Επιπλέον, εμπλέκεται σε ερευνητικές αναζητήσεις που αφορούν την επιρροή της οικονομίας στην εκπαίδευση, την επίδραση κοινωνικών δυνάμεων και παραγόντων σε παιδαγωγικές και πολιτισμικές αλλαγές, τον ρόλο των κοινωνικών θεσμών που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία της μάθησης, τη λειτουργία του σχολείου ως οργανισμού που περιλαμβάνει ποικιλία διαδικασιών κ.λπ.
Σε διεθνές επίπεδο, η Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης έχει αναγνωριστεί ως ξεχωριστός κλάδος μετά τη δεκαετία του 1950. Με την ίδρυση του ΟΟΣΑ τη δεκαετία του 1960 εμφανίζονται νέες έρευνες και αναλύσεις όχι μόνο σε ό,τι αφορά το ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης και της οικονομικής αξίας της εκπαίδευσης, αλλά και έρευνες που στρέφονται στο ουσιαστικό ζήτημα των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και στο θέμα της ισότητας των ευκαιριών.
Στην Ελλάδα το 1960 ιδρύθηκε το «Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών» (το οποίο έχει μετονομαστεί σε «Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών») μέσω του οποίου προωθήθηκε η Κοινωνιολογία εν γένει, ως επιστήμη. Οι έρευνες και οι αναλύσεις των εκπαιδευτικών ανισοτήτων στον ελλαδικό χώρο λαμβάνουν χώρα μετά το 1974, όταν οι κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες επέτρεψαν να δημοσιευθούν αποτελέσματα ερευνών που καθιστούσαν σαφές ότι οι ταξικές ανισότητες στην κοινωνία αναπαράγονταν μέσα από τους σχολικούς μηχανισμούς και ότι η αποτυχία του παιδιού στο σχολείο δεν ήταν θέμα θέλησης ή χαρίσματος. Ακόμη, οι έρευνες κατέδειξαν ότι η σχολική επιτυχία εξαρτάται και από τις δυνατότητες που δίνει το σχολείο με βάση τον τρόπο δομής και οργάνωσής του αλλά και από την ίδια την κοινωνία, όταν επιδιώκεται η διασφάλιση και η διαιώνιση των συμφερόντων συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.
Η συμβολή και η συνεισφορά της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στον χώρο της εκπαίδευσης είναι αδιαμφισβήτητη. Αποτελεί ένα πολύ σημαντικό εργαλείο για τον εκπαιδευτικό, καθώς δίνει τη δυνατότητα ερμηνείας των εκπαιδευτικών φαινομένων στην αλληλεπίδρασή τους με το κοινωνικό γίγνεσθαι, κάτι που συμβάλλει καθοριστικά στην προσπάθεια εποπτείας της εκπαιδευτικής πραγματικότητας στην ολότητά της.
* Ο Θεόδωρος Δ. Βαβίτσας είναι Δάσκαλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών.
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!