Το ευαγγέλιο της Κυριακής κάνει λόγο για μία γυναίκα, την οποία ο Χριστός θεράπευσε την ημέρα του Σαββάτου. Όπως είναι γνωστό, για τους Ιουδαίους, το Σάββατο υπήρχε ευλογημένη ημέρα, ημέρα κατά την οποία προσεύχονταν και δοξολογούσαν τον Θεό. Εκείνη δε την ημέρα, απαγορευόταν οποιαδήποτε ενασχόληση με κάθε τι. Καμία εργασία δεν επιτρεπόταν το Σάββατο. Σύμφωνα με την ευαγγελική περικοπή (Λουκ. 13, 10 – 17), ο Χριστός θεράπευσε τη γυναίκα που για δεκαοκτώ χρόνια ήταν σκυμμένη και δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Αυτό, οδήγησε τον αρχισυναγωγό να ελέγξει τον Χριστό γι’ αυτή Του την ενέργεια.
Πολλοί άνθρωποι, σήμερα, που δεν έχουν συνάψει σχέση με την Εκκλησία, με το πρόσωπο του Χριστού, με τα θεία πράγματα, πιστεύουν πως η ζωή της Εκκλησίας στηρίζεται στον νομικισμό. Στέκομαι σε κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό. Δεν έχουν εξολοκλήρου άδικο οι παραπάνω. Έχουν δοθεί δικαιώματα. Έχουν υπάρξει αφορμές, που αδικούν την εκκλησιαστική φύση, το «είναι» των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Κι αυτές οι αφορμές δόθηκαν όταν και όπου επιτράπηκε να εισέλθει μέσα στην Εκκλησία το πνεύμα της Δύσης, δηλαδή η ηθική του προτεσταντισμού, η ηθική του Λούθηρου.
Η ηθική αυτή δίνει βάση στον νόμο, στους τύπους, όχι στην ουσία. Βλέπει τον άνθρωπο ως κάποιον που πρέπει να τσακιστεί από την οργή του Θεού, όπως έλεγε ο Λούθηρος, γιατί αρνήθηκε τον Θεό. Να πληρώσει για να επιτευχθεί η εξιλέωση και να κατευναστεί ο Θεός, να υπάρξει, η αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης, όχι για να οικονομήσει ο Θεός με τη φιλανθρωπία Του, τη σωτηρία του ανθρώπου. Προσέξτε το αυτό. Αφορά τη βάση της θείας οικονομίας. Όροι όπως τίμημα, νόμος, πληρωμή, δίκαιο, ενοχή, τιμωρία, είναι όροι σύμφυτοι με το προτεσταντικό δίκαιο. Επομένως, είναι αλήθεια πως η εικόνα μιας Εκκλησίας εμφορούμενης από κάθε νομικίστικη αντίληψη, που κλείνει το μάτι στους τύπους, στην απαγόρευση του πνεύματος της οικονομίας, αποβαίνει ειδωλοποιημένη εικόνα που αλλοιώνει την φύση και λειτουργικότητα του εκκλησιαστικού πνεύματος.
Οι Ιουδαίοι φωνάζουν στον Χριστό, κάτσε πού πας να γιατρέψεις το Σάββατο; Αγνοούν πως το ζητούμενο είναι η σωτηρία του ανθρώπου, η θεραπεία του νου, του σώματος, της ψυχής, της προαίρεσης, της ελευθερίας, του θελήματος του και η παιδαγώγηση όλων αυτών. Οι Ιουδαίοι στέκονται στους τύπους. Όπως στέκεται, σήμερα, ένα μεγάλο μέρος των χριστιανών. Δεν πρέπει αυτό, δεν πρέπει εκείνο, νήστεψε, προσευχήσου, κάνε μετάνοιες, πρέπει να κάνεις έτσι, πρέπει να κάνεις το άλλο κ.ο.κ.. Αυτά είναι το ζητούμενο; Ε, αυτό δεν είναι Εκκλησία. Αυτό είναι σύστημα, είναι κατάντια. Δεν είναι Χριστός. Φτάσαμε στην εποχή, που κρύφτηκε η ομορφιά, η ουσία, το βάθος και το αληθινό νόημα των πραγμάτων. Δεν λειτουργείται, όμως, ο Χριστός στους ανθρώπους. Το πνεύμα, η οντολογία των λειτουργικών σημαινομένων.
Με τα «πρέπει», τις απαγορεύσεις που καταδικάζουν τον Χριστό και Τον στέλνουν και πάλι στην εξορία, κατασυκοφαντείται ο Χριστός. Γράφει, πολύ όμορφα, ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, στην «Ιστορία της Αγάπης του Θεού»: «Η αντικειμενοποίηση της ταπεινής και λογικής αγάπης του Θεού σε θρησκευτικό νομικισμό είναι η χειρότερη κατασυκοφάντηση του Θεού, ένα πλήγμα κατά του πλούτου της θείας Οικονομίας. Όλος ο Χριστιανισμός στηρίζεται στην δραπέτευση από τον Ιουδαϊκό νόμο, στην “πλήρωση” του τελευταίου μέσα στην αγάπη του Χριστού». Ο Χριστός με όποιους συναναστράφηκε, έκανε σοβαρή εργασία.
Εργασία σε βάθος, ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα. Είδε τον όλον άνθρωπο. Δεν στάθηκε στους τύπους, στα εξωτερικά, στα «καθώς πρέπει». Ήταν παράλογος ο λόγος Του για τους Ιουδαίους και το ιερατείο. Όμως, Εκείνος διεισδύοντας στην εσωτερικότητα του ανθρώπου, ξεκινούσε μία διεργασία λειτουργικής ανάπλασης, μεταμορφωτικής πνευματικότητας, βγάζοντας το βάθος στην επιφάνεια. Δεν κοιτούσε τους τύπους, τα δεδομένα. Γι’ αυτό και έλεγε για το Σάββατο: «Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο» (Μάρκ. 2, 27).
Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός είναι εκείνος ο ανθρωπισμός που τιμάει την ελευθερία του ανθρώπου όσο κανένα φιλοσοφικό, πολιτικό, κοινωνικό σύστημα. Η ελευθερία είναι η αρχή των πάντων για τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό το βλέπουμε και στον απόστολο Παύλο, ο οποίος γράφει πως «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3, 28). Αυτή η ελευθερία αντιτίθεται στην τυποποίηση της ζωής. Δεν βλέπει αριθμούς, μέρες, συνήθειες. Βλέπει πρόσωπα! Αυτό το πρόσωπο, η γυναίκα του ευαγγελίου, για τον Χριστό ήταν πιο πάνω από κάθε ημέρα, πιο πάνω από το Σάββατο. Και θέλησε να δείξει με τον τρόπο αυτό πως η ασθένεια, το κακό, ο πόνος και κάθε φθοροποιός δύναμη, δεν έχει εξουσία στη Βασιλεία του Θεού.
Δυστυχώς, στον χώρο της Εκκλησίας ο χορός των τύπων, του ηθικισμού και του ευσεβισμού, καλά κρατεί. Όλα αυτά αντικαθιστούν το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά αν το δούμε σε βάθος, αλλοιώνουν το πρόσωπο του Χριστού. Κι αυτό, διότι ο Χριστός δεν υπάρχει για τον Εαυτό Του, για να επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα Του, τη θεότητα Του, την παρουσία Του στην τριαδικότητα, αλλά υπάρχει για τον άνθρωπο. Όσο στην Εκκλησία υπάρχει ζωή για τους τύπους, τόσο η σωτηρία του ανθρώπου θα υφίσταται ως ένα ακόμη απαγορευμένος καρπός και η Βασιλεία του Θεού θα μοιάζει ως υπόθεση ατομική, επουδενί ως συλλογιστικό και κοινωνικό γεγονός, ως γεγονός σχέσης.
Κάποτε ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ.κ. Αναστάσιος, θέλοντας να δείξει τη διαφορά ανάμεσα στους τύπος, στον νόμο και στην ουσία, ομολόγησε: «Πήγα στην Αφρική και με ρώταγαν τι είναι τα υποστατικά ιδιώματα της Αγίας Τριάδος. Πήγα στην Ασία και με ρώταγαν αν μπορούμε όντως να μετέχουμε εμείς οι κοινοί θνητοί στις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Επέστρεψα και στην Ελλάδα και με ρώταγαν αν η γυναίκα στην Εκκλησία κάνει να φορά παντελόνι…».