Αν κάτι ξεχωρίζει στη συζήτηση για τον φετινό προϋπολογισμό, αυτό δεν είναι άλλο από την εμφανή ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονται οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, στην αγωνιώδη προσπάθεια τους να αντιπολιτευτούν τα επιτεύγματα της κυβέρνησης στο πεδίο της οικονομίας. Οι τελευταίες 100 και πλέον μέρες αποτελούν μία πραγματική βάσανο για την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βιώνει επώδυνα την έξοδο από τα μνημόνια, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να πιστέψει ότι η κυβέρνηση κατάφερε και την στήριξη των συντάξεων, αλλά και να εφαρμόσει τις ευρείες φοροαπαλλαγές που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό. Η μείωση της ανεργίας, η επίτευξη όλων των δημοσιονομικών στόχων, η διανομή του κοινωνικού μερίσματος, η μείωση του ΕΝΦΙΑ και των ασφαλιστικών εισφορών, η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων είναι μερικά από τα θέματα που στεναχωρούν φέτος τους συναδέλφους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και εκείνους της Δημοκρατικής Συμπαράταξης.
Η μνημονιακή αντιπολίτευση δεν χαίρεται, όμως, ούτε για τις προσλήψεις στην εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια, ούτε για την αύξηση των δαπανών του κοινωνικού προϋπολογισμού, ούτε για την κάλυψη των 300.000 πολιτών που λαμβάνουν κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, ούτε για τους πολίτες που θα λάβουν επιδότηση ενοικίου ή δανείου, ούτε για τους νέους των οποίων οι ασφαλιστικές εισφορές θα επιδοτηθούν, ούτε για τους αγρότες που δεν θα πληρώσουν τέλος επιτηδεύματος, ούτε για τους χαμηλοσυνταξιούχους που θα δουν, μικρές έστω, αυξήσεις στις συντάξεις τους.
Ο προϋπολογισμός, λοιπόν, του 2019 αντικατοπτρίζει στους αριθμούς του, αυτό που όλη η κοινωνία περίμενε και το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταστήσει κεντρικό στόχο του. Την έξοδο από τα μνημόνια. Μία έξοδο καθαρή, χωρίς πιστοληπτική γραμμή, χωρίς νέες δεσμεύσεις, ώστε να μην φορτωθεί η πραγματική οικονομία με κανένα νέο μέτρο, με κανένα νέο φόρο. Αυτός ο προϋπολογισμός έρχεται να επισφραγίσει μία πολύ μεγάλη προσπάθεια στην οικονομία και στη δημόσια διοίκηση. Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά η ανάπτυξη θα κινηθεί σε θετικούς ρυθμούς και για δεύτερη σε επίπεδα άνω του 2%. Το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να πέσει κάτω από το 17% το 2019, με 300.000 νέες θέσεις εργασίας να έχουν δημιουργηθεί από το 2015 μέχρι σήμερα, με το ασφαλιστικό σύστημα όρθιο, με τα σχολεία στελεχωμένα, με τα οικογενειακά επιδόματα αυξημένα, με την υγεία ενισχυμένη.
Αυτά τα επιτεύγματα στην οικονομική πολιτική, καλό θα ήταν να τα συγκρίνουν όλοι εκείνοι που σήμερα τα χαρακτηρίζουν ως ανεπαρκή και λίγα, με τα αντίστοιχα δικά τους κατορθώματα, όταν ενέγραφαν στον προϋπολογισμό του 2014 τις 15.000 απολύσεις, το πρωτογενές πλεόνασμα του 4,5%, τον ΕΝΦΙΑ, τον οποίο διαφήμιζαν στα τηλεοπτικά πάνελ ως δίκαιο φόρο και τόσα άλλα επαχθή μέτρα, για τους πολλούς, για την παραγωγική βάση της οικονομίας. Αυτοί που μιλάνε για ανάπτυξη, για πρόσβαση στις αγορές, για φοροελαφρύνσεις, αυτοί που θεωρούν την έξοδο από το μνημόνιο ασήμαντο ζήτημα, αυτοί που θεωρούν την προστασία της εργασίας και το οκτάωρο ξεπερασμένα, δεν μπορούν να κουνάνε το δάχτυλο σε μία κυβέρνηση που κατάφερε να τελειώσει με το μνημόνιο, που κατάφερε να μειώσει την ανεργία, που κατάφερε να διατηρήσει τις συντάξεις όρθιες και ταυτόχρονα να καταστήσει το ασφαλιστικό πλεονασματικό και βιώσιμο.
Αυτή η ένδεια πολιτικής ειλικρίνειας είναι και ο λόγος που σπρώχνει ορισμένους συναδέλφους της Νέας Δημοκρατίας στα θολά νερά του εθνικισμού και του εναγκαλισμού με την ακροδεξιά. Ακούσαμε σε όλη τη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2019, τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας να επιλέγουν την κινδυνολογία σε ένα εθνικό θέμα, νομίζοντας ότι έτσι μπορούν να μειώσουν την εθνική επιτυχία της εξόδου από το μνημόνιο. Όμως και σε σχέση με την μεγάλη προσπάθεια ενίσχυσης της Βαλκανικής φιλίας και σε σχέση με όλα τα εθνικά θέματα, η κυβέρνηση της αριστεράς μαζί με την μεγάλη πλειοψηφία του δημοκρατικού ελληνικού λαού, θα προχωρήσει για να τελειώσουν οι εθνικισμοί από την περιοχή μας και όλοι μαζί να βαδίσουμε στην κοινή ανάπτυξη και την ευημερία, προς όφελος των πολλών.