Χριστός. Πρόσωπο υπαρκτό, ιστορικό, που για εμάς τους ορθόδοξους έχει μία προέκταση, δεν είναι, δηλαδή, ο ιστορικός Ιησούς, αλλά ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος. Αυτό, από μόνο του, έχει βαθύτατες οντολογικές σηματοδοτήσεις για την ανθρώπινη ύπαρξη. Γνωρίζεις τον Χριστό; Γνωρίζεις τον εαυτό σου. Γνωρίζεις, όμως, και τον συνάνθρωπο σου. Το λένε οι Πατέρες, το λέει η φιλοσοφία, το λέει ο Levinas, πως, δηλαδή, ο δρόμος για τον Χριστό περνάει μέσα από τον απόλυτα Άλλο, και το αντίστροφο.
Ο Χριστός γεννιέται. Δεν γεννήθηκε. Γεννιέται. Τουλάχιστον αυτό δηλώνει η λειτουργική έκφανση του ιερού μυστηρίου της αποκάλυψης, όπως αυτό ενσαρκώνεται διαχρονικά, αχρόνως μέσα στον χρόνο, ως σημειολογική αναφορά του παρελθόντος στην εκστατική ορμή του παροντικού που θέλγεται από την αλήθεια της αιωνιότητας. Ποια, λοιπόν, σημασία έχει η γέννηση του Χριστού; Ποιο είναι το όφελος του σύγχρονου ανθρώπου από τον ερχομό του Θεανθρώπου στην ιστορία;
Ο Χριστός δεν γεννήθηκε για τον Εαυτό Του. Γεννήθηκε σύμμορφος με τον άνθρωπο, για να κάνει την φύση Του πιο οικεία στην ανθρώπινη φύση. Δεν αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο από θέση ισχύος, μήτε ανέπτυξε μαζί του σχέση εξουσιαστική. Υποκλίθηκε στον άνθρωπο, με ευλάβεια στάθηκε απέναντι στην φύση του ανθρώπου που εξέπεσε. Δεν του είπε, κοίταξε να δεις, τώρα θα δεις και θα πάθεις που με αρνήθηκες. Ταπεινώθηκε. Εξευτέλισε τον Εαυτό Του για να ντύσει την ασχήμια του ανθρώπου. Ο Γρηγόριος Νύσσης, στον Κατηχητικό του Λόγο, κάνει λόγο για συναποθεοποίηση του ανθρωπίνου γένους μετά της θεότητος. Αυτά είναι φοβερά πράγματα για τον άνθρωπο, την ύπαρξη του. Υπάρχει υψηλότερη ανθρωπολογία από αυτή;
Έχω την αίσθηση, αλλά και την πίστη, πως η σύγχρονη πρόκληση της ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας είναι η απάλυνση του ανθρωπίνου πόνου. Κι αν η απάντηση στο ερώτημα περί κακού δείχνει αναπάντητη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, τόσο από πλευράς θεολογίας όσο και από πλευράς φιλοσοφίας, ο άνθρωπος εξακολουθεί να βιώνει την πιο ισχυρή του τραγικότητα∙ τη στροφή της ύπαρξης του σε κάθε αλλοίωση του αγαθού, την απομόνωση του, την εγκατάλειψη του, τη μοναξιά του, το θάνατο. «Απαξιωμένος, πλέον, δυστυχεί», όπως σημειώνει στην εγκύκλιο των Χριστουγέννων, ο Επίσκοπος μας, Σταγών και Μετεώρων, κ.κ. Θεόκλητος. Δεν είναι, λοιπόν, ειρωνία να ζεις σε μία κοινωνία ανθρώπων και να νιώθεις πως όλες αυτές οι υπάρξεις που ζουν και κινούνται δίπλα σου, μοιάζουν με τις σκιές του πλατωνικού σπηλαίου;
Ε, λοιπόν γεννιέται ο Χριστός. Αλλά, πάλι, ποια απήχηση έχει η δοξολογικής φύσεως «ἐπὶ γῆς εἰρήνη» και η «ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»; Δείχνουν αταίριαστα αυτά. Δεν αναπαύουν τον άνθρωπο. Κι όμως, παρά το γεγονός ότι η φθαρτότητα, αλλοίωση της όντως καλής φύσης των πραγμάτων έχει εισέλθει στην μεταπτωτική μας ζωή, εντούτοις, η γέννηση του Θεανθρώπου έρχεται να γιατρέψει και να απαλύνει τον αβάσταχτο πόνο της ανθρωπότητας. Ο Χριστός δεν είναι ένας πολιτικός ηγέτης, ένας φιλόσοφος, ένας πνευματικός ηγέτης που ήρθε να αποδώσει δικαιοσύνη, ηθική. Είναι Θεός! Άντε, τώρα, να το πείτε αυτό στους νοσταλγούς του υπεράνθρωπου.
Σκανδαλωδώς έρχεται να σώσει τον άνθρωπο. Δεν ζητάει την ανάλωση του ανθρώπου στους τύπους. Δεν θέλει υποταγή, υπακοή σε νόμους, εντολές, κανόνες. Ο Χριστός είναι υπεράνω όλων αυτών! Όλα αυτά είναι για να αποτελούν πυξίδα, επουδενί τον σκοπό. Και δίνει πολλά, λοιπόν, στον άνθρωπο. Διδάσκει την αγάπη, ελεημοσύνη, προσευχή, ταπείνωση, ησυχία, πραότητα. Και λέει στον πονεμένο, μοναχικό, απογοητευμένο, απαισιόδοξο: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι εσείς, που είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας δώσω ανάπαυση. Σηκώστε επάνω σας τον ζυγό μου και μάθετε από εμένα, ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας». Ε, λοιπόν, αυτό είναι το στοίχημα της Εκκλησίας και όχι οι πανηγυρικές φιέστες, οι επιπόλαιοι συναισθηματισμοί, οι φθηνοί εξουσιασμοί και η επίδειξη πλούτου.
Το πρόσωπο είναι εκείνο που υποστασιοποιεί τις λέξεις, τα νοήματα, ολόκληρες φράσεις. Αν η αλήθεια είναι εκτός Χριστού, τότε, ακόμη κι ο Ντοστογιέφσκι προτιμά τον Χριστό. Μία σημαντική παράμετρο στο θέμα, δίνει ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής, επιχειρώντας στα Θεολογικά και Οικονομικά Κεφάλαια να εξάρει την αξία του προσώπου και όχι της αρετής καθεαυτής. Γι’ αυτό και γράφει πως «αυτός που νομίζει ότι έχει καταλάβει το τέλος της αρετής, αυτός δεν θα ζητήσει ποτέ την πηγή της αρετής». Για παράδειγμα, αν για τον άνθρωπο του Διαφωτισμού έχει νόημα η δικαιοσύνη, για τον ορθόδοξο ανθρωπισμό, νόημα έχει το πρόσωπο του Χριστού που δίνει υπόσταση, ουσία, περιεχόμενο, στη δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη, όμως, εδώ, έχει και μία άλλη παράμετρο. Για τον άνθρωπο της αριστεράς δικαιοσύνη είναι να έχεις δέκα και να δώσεις τα πέντε στον συνάνθρωπο σου, κρατώντας εσύ τα άλλα πέντε. Γι’ αυτό, εξάλλου, επαίρονται όσοι λατρεύουν τον Διαφωτισμό και μιλούν για ηθική. Κι έρχεται, στο σημείο αυτό, ο Χριστός και κάνει ισχυρό υπαρξιακό σεισμό και λέει, δικαιοσύνη είναι να έχω δέκα, να σου δώσω τα οκτώ και να κρατήσω τα δύο! Τί έχει να πει ο κομμουνισμός γι’ αυτό;
Το πρόσωπο του Χριστού δεν είναι ένα ακόμη απωθημένο. Είναι το ζητούμενο, ο παράδεισος μου, ο παράδεισος του άλλου, του κάθε άλλου, που δεν χωράει σε όρια, σε μέτρα. Δεν γνωρίζω πόσοι ιερείς έχουν το ποιμαντικό βάσανο να γνωρίσουν, κοινωνήσουν, λειτουργήσουν, τον Χριστό τους ανθρώπους. Γνωρίζω όμως, πως στην πνευματική ζωή όλα είναι θέμα ποιότητας και όχι ποσότητας. Θέλει να είσαι μάγκας και αλήτης για να γνωρίσεις τον Χριστό στους ανθρώπους. Εξάλλου, ξένος και αλήτης, κατά ιερό Χρυσόστομο, έγινε ο Χριστός για να γίνει άρχοντας ο άνθρωπος.
Καλή χρόνια, ευλογημένη, ανυπόκριτη.