Η σάτιρα βασίζεται στην υπερβολή ώστε να επιτύχει τον εμπαιγμό ενός προσώπου, μιας κατάστασης, μιας έκφανσης της κοινωνικής πραγματικότητας, που κατά τον σατιρικό συγγραφέα αξίζει να μπει σε αυτή τη διάσταση, μέσω της οποίας θα στηλιτευτούν τα κακώς κείμενα, θα επιχειρηθεί μια πιο «λαϊκή» προσέγγιση διαφόρων σύνθετων κοινωνικών φαινομένων, θα προπαγανδιστεί ενδεχομένως μία προτεινόμενη εναλλακτική λύση ή ακόμη θα επιχειρηθεί η βελτίωση του αντικειμένου της σάτιρας
Η σάτιρα έχει όρια; Όταν επιτελεί τον φυσικό της ρόλο που είναι ο εμπαιγμός προσώπων και καταστάσεων με στόχο την βελτίωση των αρνητικών πτυχών της πολιτικής σκηνής της και της κοινωνικής συμβίωσης, την προαγωγή μέσω του αιχμηρού χιούμορ αρχών και, αξιών, σαφώς και δεν μπορεί να περιοριστεί. Όταν όμως χρησιμοποιείται ως μέσο κατασυκοφάντησης, φτηνής προπαγάνδας και προσβολής της υπόστασης ατόμων ή οργανωμένων ομάδων με δόλιο σκοπό, τότε πλέον δεν είναι σάτιρα, εκτρέπεται του σκοπού της και καταλήγει η ίδια «υπόλογη».
Η σάτιρα συχνά ξεπερνά τα όρια της απρέπειας, και τότε αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο: δεν πρόκειται βέβαια για ”ελευθερία της έκφρασης”, όπως παραμυθιάζεται ο κόσμος (και όπως περηφανεύονται οι θιασώτες της ανεμπόδιστης διακίνησης των ιδεών χωρίς όρια), αλλά κατά περίσταση είτε για ειρωνεία που εισβάλει στην περιοχή της χυδαιότητας, είτε για προπαγάνδα, είτε ακόμη για ρατσισμό που φοράει τον ”αθώο” μανδύα του χιούμορ. Που κάθε άλλο παρά αθώο είναι φυσικά.