Ο άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης (335 – 395 μ.Χ.), γιος της αγίας Εμμέλειας, αδελφός του Μ. Βασιλείου και της αγίας Μακρίνας είναι ένας από τους τρεις Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης), οι οποίοι με τη θεολογική τους σκέψη άφησαν τη σφραγίδα τους στα θεολογικά γράμματα. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 10 Ιανουαρίου.
Υπήρξε έγγαμος αλλά έχασε νωρίς τη σύζυγο του. Αν και ακολούθησε τον έγγαμο βίο (έως τον 6ο αι. μ. Χ. επιτρεπόταν στους έγγαμους κληρικούς να εκλεγούν Επίσκοποι) αγαπούσε την μοναχική ζωή. Ο Νύσσης ήταν περισσότερο ένας φιλόσοφος παρά ένας θεολόγος ή καλύτερα ένας φιλοσοφημένος θεολόγος που χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία στη διακονία της ευαγγελικής αλήθειας. Εξάλλου, αυτό δείχνουν οι επιρροές του από την πλατωνική, αριστοτελική, στωική και νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Έγραψε αξιόλογα έργα (δογματικά, λόγοι, επιστολές, ερμηνευτικά, ασκητικά, πολεμικά) κάποια από τα οποία κατέχουν ιδιαίτερη θέση στην πατερική γραμματεία και την οποία κοσμούν λαμπρώς. Μερικά από τα σημαντικότερα του έργα είναι: Λόγος Κατηχητικός Μέγας, Περί του μη είναι τρεις Θεούς, Περί Ψυχής και Αναστάσεως, Περί Κατασκευής του ανθρώπου, Εις τον βίον του Μωυσέως, Εις το Άσμα Ασμάτων, Περί Παρθενίας, Εις τους αγίους τεσσαράκοντα μάρτυρας κ.τ.λ. Στα έργα του, συνδυάζοντας τη φιλοσοφία με τη θεολογία, καταφέρνει με αριστοτεχνικό τρόπο να ντύσει τη μοναδική αλήθεια του ευαγγελίου με φιλοσοφικούς όρους, σχήματα και θεωρήσεις. Αυτό εξάλλου, κάνει τον ίδιο να διατείνεται ότι «την αρετή της ευσέβειας αποτελεί συγχρόνως η ορθή γνώση της αλήθειας και η καθαρότητα του ήθους».
Δεν γράφει για να εντυπωσιάσει αλλά για να μυήσει τον άνθρωπο στην οντολογία του ορθόδοξου ήθους και στην αλήθεια του Χριστού που σώζει τον άνθρωπο. Δεν μιλάει για έναν τιμωρό Θεό που τιμωρεί το ανθρώπινο γένος για την αμαρτία, αλλά για έναν Θεό φιλεύσπλαχνο. Στη σκέψη του Νύσσης δεν συνυπάρχουν η κόλαση και η άπειρη αγάπη και το έλεος του Θεού, αφού κατά τον ίδιο «ἀγάπη πάλιν ὁ Θεός, καί ἀγάπης πηγή». Γράφει, σχετικά, ο Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας στο βιβλίο του «Η ανθρωπολογία του κακού»: «Ο Νύσσης θα κινηθεί στη λογική της άρνησης της πραγματικότητας και της αναγκαιότητας της κόλασης. Κυρίως, δε, αρνείται να δει την κόλαση με νομικό πνεύμα, ως τιμωρία, δηλαδή, η οποία τρομοκρατεί τον άνθρωπο με σκοπό να τον οδηγήσει, μέσα από το μονοπάτι του φόβου, στον Θεό». Είναι αισιόδοξος ο Νύσσης για το ανθρώπινο γένος και αναδεικνύει στα έργα του την φιλανθρωπία του Θεού. Δεν απογοητεύει τον άνθρωπο, αλλά του δείχνει τη Βασιλεία του Θεού.
Ο Νύσσης έχει ένα λόγο ιδιαίτερο, συχνά δύσκολο, πολύ φιλοσοφημένο, αφού ο ίδιος φιλοσοφεί θεολογώντας. Ο λόγος του διακρίνεται για το φιλοσοφικό του βάθος και την ωραιότητα των μυσταγωγικών του ρημάτων. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα, γνωρίζει άριστα τη σκέψη των φιλοσοφικών Σχολών και σε όλα του τα έργα δείχνει επηρεασμένος από αυτήν. Θέλω να σταθώ σε μερικά σημεία. Το γεγονός ότι μίλησε για την αποκατάσταση των πάντων, αυτό οδήγησε στον παραγκωνισμό του, καθώς εκείνος που είχε κάνει λόγο για τη θεωρία αυτή ήταν ο Ωριγένης (τον οποίο η εκκλησία καταδίκασε με πρωτοβουλία του Ιουστινιανού). Ανατρεπτικός είναι και στο «Περί Ψυχής και Αναστάσεως» (Μακρίνεια), όπου συζητώντας με την αδερφή του Μακρίνα για την ύπαρξη της ψυχής, τον θάνατο, και την ανάσταση, φαίνεται ξεκάθαρα ο φιλοσοφικός του στοχασμός.
Ο Νύσσης, από τα πρώτα κιόλας χριστιανικά χρόνια αντιμετωπίστηκε με καχυποψία. Κι ενώ η διεθνής θεολογική πραγματικότητα τον αναγνωρίζει ως έναν εκ των Τριών Ιεραρχών, επικράτησε στη θέση του ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, κάτι που αναφέρει ο Στεφανίδης Βασίλειος στην Εκκλησιαστική του Ιστορία. Γι’ αυτό, δεν αναφέρεται συχνά το όνομα του στους θεολογικούς κύκλους. Είναι σημαντικό, όμως, το γεγονός ότι η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787 μ.Χ.) τίμησε τον Νύσσης, αποδίδοντας του τον τίτλο «Πατέρα Πατέρων», έναν πράγματι μεγάλο τίτλο που επιβεβαιώνει το θεολογικό ύψος του ιδίου.
Ο Νύσσης είναι ένας άγιος με σκέψη ελεύθερη. Στοχάζεται. Φιλοσοφεί. Δεν εγκλωβίζει την κίνηση του νου. Η κίνηση της ψυχής, όμως, βρίσκεται στον Χριστό. Αναζητά. Θέλει να μάθει. Δεν θεωρεί πολλά δεδομένα. Αυτός είναι και ο λόγος που γράφει πως «εμείς, όσο μπορούμε, αναζητούμε την αλήθεια μέσα από στοχασμούς και υποθέσεις». Είναι ελεύθερος. Όπως ταιριάζει να είναι ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε χριστιανός. Διακονεί την αλήθεια του Χριστού μέσα από την φιλοσοφία, την μεγάλη του αγάπη.
Στη σύγχρονη εποχή, η σκέψη, η ανατρεπτικότητα και η συνδυαστική διάθεση του Νύσσης, κρίνονται απαραίτητα στοιχεία του τρόπου αντίληψης και ενέργειας. Μάλιστα δε, όταν τα παραπάνω λειτουργούν την αλήθεια στο πρόσωπο του Χριστού, τότε πρέπει να θεωρούνται δεδομένα. Η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, όπως κι ο Θεός δεν ενανθρώπισε από προσωπικό απωθημένο. Υπάρχει για τον κόσμο, αλλά όχι για να γίνει κόσμος. Ε, αυτός ο κόσμος, αυτός ο άνθρωπος που θλίβεται, ταλαιπωρείται, αποξενώνεται, έχει ανάγκη από την ορμητικότητα, την αλήθεια, τη ζωή, την πρωτοπορία, την ευρύτητα της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, από αυτά τα στοιχεία που κοσμούσαν το πρόσωπο του Γρηγορίου Νύσσης. Και χρειάζεται ανατροπή. Να βγει η Εκκλησία στον κόσμο, όχι να γίνει, όμως, κόσμος. Να βγει στις αγορές και στις πλατείες, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Εκεί απ’ όπου ένα μέρος του κλήρου έχει εξορίσει την παρουσία της.