Κατ’ αρχάς θεωρώ δίκαιο να αναζητήσουμε τον όρο «θεολογία» στον Αριστοτέλη και συγκεκριμένα στο βιβλίο Λ των Μετά τα Φυσικά, βιβλίο που θεωρείται πως περιέχει τη θεολογία του. Ο όρος «θεολογία» μας είναι γνωστός σαν όρος που προέρχεται από τη βιβλική παράδοση, τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Εντούτοις, είναι ένας όρος φιλοσοφικός. Υπάρχει διάχυτη η εντύπωση, κάτι που βεβαιώνεται και σημαίνεται, εν τέλει, ως πίστη, πως η θεολογία που έχει παραχθεί έχει τελειώσει με τους Πατέρες της Εκκλησίας και τις Οικουμενικές Συνόδους και πως δεν υπάρχει πλέον χώρος για άλλη θεολογία. Κάθε, άλλη δε προσπάθεια διατύπωσης σύγχρονου θεολογικού λόγου, εμπίπτει στα πλαίσια της μετανεωτερικότητας, η οποία αρνείται τους Πατέρες και έχει την ισχύ της στην μεταπατερική εποχή. Δεν είναι απλά τα πράγματα, πολλές φορές.
Άλλες φορές είναι. Θέλω να πω πως, κάποιες φορές πέφτουμε μέσα στις λέξεις, βυθιζόμαστε στο νόημα των λέξεων, ενώ αγνοούμε την ουσία των πραγμάτων. Κατάσταση, με άλλα λόγια, που κάνει τον Μ. Αθανάσιο να γράφει στο «Κατά Αρειανών», πως «οὐ πρότεραι τῶν οὐσιῶν αἱ λέξεις, ἀλλ ̓ αἱ οὐσίαι πρῶται καὶ δεύτεραι τούτων αἱ λέξεις».
Θεολογία αποκομμένη από το γεγονός της θείας ενανθρώπισης, από τον πατερικό λόγο και τις Οικουμενικές Συνόδους, δεν είναι θεολογία, αλλά ένας ακόμη μεταφυσικός στοχασμός. Η άρθρωση λόγου, ακόμη και η κίνηση του σώματος ή μερών του, ως μέρος της σύνολης λειτουργίας της θείας αποκάλυψης, υφίσταται στο γεγονός της σάρκωσης του Θεού Λόγου και στο μυστήριο που κοινωνεί την παρουσία των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Όποιος θεολογεί χωρίς τους Πατέρες, όποιος παραγκωνίζει τον θεολογικό λόγο των φωτισμένων, από το Άγιο Πνεύμα, Πατέρων της Εκκλησίας, δεν έχει αντιληφθεί πως η θεολογία έχει την αρχή της κάπου.
Όμως, η θεολογία έχει και τη συνέχεια της. Τα παραπάνω, επουδενί, δεν καταργούν τη δυνατότητα παραγωγής σύγχρονου θεολογικού λόγου, ικανού να ανταποκριθεί στις σύγχρονες μεταφυσικές προκλήσεις και ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και ανθρωπολογίας. Το γεγονός ότι σε κάποια παρελθοντική εποχή ο θεολογικός λόγος παρήχθη, ακόμη και κατ’ ανάγκη ώστε να αντιμετωπιστεί κάθε αιρετική κακοδοξία που αρνούταν την αλήθεια των προσώπων της Αγίας Τριάδος, δεν σημαίνει το τέλος του θεολογικού λόγου. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στην παράδοση της Εκκλησίας, η οποία παράδοση, δεν συντηρεί απλά ένα γεγονός, μία ευεργεσία, αλλά την εξωθεί στην αιωνιότητα. Ο καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεολογίας Δρ. Ιωάννης Πλεξίδας, σε συνέντευξη στην Πεμπτουσία, έχει σημειώσει με σαφήνεια τα εξής: «Η πατερική εποχή έχει κάποια σημασία, αλλά δεν πρέπει να θεωρείται κλειστή εποχή, δεν θα πρέπει η σύγχρονη θεολογία να εγκλωβίζεται στη στείρα επανάληψη όσων ειπώθηκαν από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς».
Μήπως έχουν απαντηθεί όλοι οι προβληματισμοί και οι μεταφυσικές ανησυχίες του ανθρώπου; Η σύγχρονη εποχή δεν έχει αναδείξει ζητήματα, τα οποία οι Πατέρες δεν είχαν αντιμετωπίσει στην εποχή τους; Δεν έχει να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις ο άνθρωπος; Ε, λοιπόν, όλα αυτά έχουν μία συνέχεια. Η έκπληξη του απρόοπτου και η αποκαθήλωση του δεδομένου, φέρνουν τον ευαγγελικό και πατερικό λόγο στην εποχή αυτή. Παραμένει ίδιος ο λόγος, σταθερό το γεγονός της σωτηρίας, επίκαιρο το ζήτημα της σάρκωσης, όμως ο χρόνος έχει ξεφύγει και η αίσθηση του ανεκπλήρωτου, είναι εκείνη που καταθέτει ενώπιον της πιο μεταφυσικής σύγχρονης εποχής, τα αναπάντητα του ανθρώπου. Είναι αυτό που λέει ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, ότι δηλαδή στις μέρες μας η θεολογία οφείλει να χρησιμοποιήσει με «σεβασμό το παρελθόν… αλλά πρέπει επίσης να προσπαθήσει να προσαρμόσει το παρελθόν στο παρόν, συνδυάζοντάς το δημιουργικά με ό, τι ο σύγχρονος κόσμος έχει πετύχει ή προσπαθεί να πετύχει». Αυτό δεν σημαίνει άρνηση των Πατέρων, αλλά άπλωμα της θεολογικής σκέψης στο διάβα των εποχών, έκρηξη του θεολογικού λόγου στην αβεβαιότητα του χρόνου και στον χρόνο των αβεβαιοτήτων.
Όλα αυτά σχετίζονται με το πρόσωπο του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, η μνήμη του οποίου τιμάται στις 25 Ιανουαρίου. Ο Γρηγόριος Θεολόγος δεν θεωρούσε τίποτε δεδομένο. Είχε ανήσυχο πνεύμα και έντονες αναζητήσεις, όπως είχε και τάσεις φυγής. Για την εποχή του, θεωρώ πως είχε έντονο προοδευτισμό και αυτό φαινόταν όχι μόνο στα γραπτά του κείμενα, αλλά και στη σκέψη του. Για την εποχή του ήταν πολύ μπροστά. Ρίσκαρε. Δεν εγκλώβισε τα θεολογικά πράγματα σε αμιγώς θεολογικές αντιλήψεις, αλλά μέσα από την ευρεία χρήση της φιλοσοφίας, και την ανάδειξη της στα έργα του, ρίσκαρε. Εξάλλου, κατά Γρηγόριο Θεολόγο «θεολογεῖν ἀεὶ σχοινοβατεῖν». Ο Γρηγόριος δεν δραπέτευσε από την εποχή του. Την είδε κατάματα και την αντιμετώπισε. Δεν αναλώθηκε σε μία εκφραστική στείρας παραδοσιαρχίας, αλλά μεταμόρφωσε το κάθε τι μέσα στο φως της αγιοπνευματικής φύσης. Έπαιξε με τα όρια των αντοχών του.
Έτσι ενεργούσαν οι Πατέρες κι αυτό φαίνεται στα κείμενα τους. Ήταν ανατρεπτικοί, έπαιρναν το ρίσκο, δεν δείλιαζαν, κάτι που συναντάται στη σημερινή εποχή, η οποία εξορκίζει το ξένο, το άλλο, το πρωτόγνωρο. Ο Γρηγόριος Θεολόγος, σε πείσμα όσων μάχονται τη φιλοσοφία, στα έργα του χρησιμοποιεί την αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη. Δεν φοβάται γι’ αυτό του το εγχείρημα, αλλά πράττει όπως ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, το παράδειγμα της μέλισσας, ρουφάει από κάθε λουλούδι κάθε τι χρήσιμο. Αυτός είναι ο τρόπος του Γρηγορίου. Αυτός είναι ο τρόπος των Πατέρων. Πιο σύγχρονοι κι από την εποχή τους. Με πίστη στον Χριστό και αγωνία για την πορεία του ανθρώπου, μεταποιούν αντιλήψεις, ιδέες, όρους. Ρισκάρουν και αναμετρώνται με το χρόνο σε μία διαρκή σχοινοβασία.
Πιστεύω πως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, όπως και οι άλλοι Πατέρες, αν ζούσαν στη σημερινή εποχή, δεν θα εξόρκιζαν κανέναν άνθρωπο, καμία σκέψη και αντίληψη. Πιστεύω πως αν έρχονταν σήμερα, θα στους συναντούσαμε στις αγορές, στις πλατείες, στις καφετέριες. Δεν θα κλείνονταν μέσα στις βαριές πόρτες των Εκκλησιών και δεν θα βολεύονταν σε καμία θεολογική βεβαιότητα. Θα βρίσκονταν σε μία διαρκή αγωνιακή πάλη με το χρόνο, τους ανθρώπους, το περιβάλλον. Θα έπιναν freddo cappuccino, θα δοκίμαζαν ακόμη και caipirinha, αρκεί να βρίσκονταν δίπλα στον άνθρωπο. Εξάλλου, τί νόημα έχει ο θεολογικός λόγος αν δεν λειτουργεί την αλήθεια στο παρόν;