Ο λόγος του ευαγγελίου, ο λόγος των Πατέρων και η παράδοση μας, αποτελούν σταθερές αξίες, αναλλοίωτες και αμετάβλητες στο διάβα των αιώνων. Αυτό, επουδενί, δεν σημαίνει το στραγγάλισμα της εφευρητικότητας, του ανοίγματος, της σάρκωσης. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, σηματοδοτεί το ξεθώριασμα της σωτηρίας, τη νέκρωση ενός ζωντανού σώματος.
Η Εκκλησία από τα πρώτα χρόνια ανοίχτηκε. Αυτό υπήρξε μεγάλη επανάσταση, δεδομένου ότι ο χώρος στον οποίο άρχισε να αναπτύσσεται ο πυρήνας του χριστιανικού κόσμου ήταν το ιουδαϊκό περιβάλλον. Η φιλοσοφία του χριστιανικού πνεύματος εδώ και αιώνες παραμένει ίδια. Προσαρμογή του θείου λόγου στα δεδομένα της εποχής με τη χρήση των μέσων της κάθε εποχής. Έτσι, φτάνουμε στο σημείο, ο απόστολος Παύλος, αυτός ο ευφυής και εκσυγχρονιστής απόστολος, να ομολογεί πως έγινε σε όλους τα πάντα (Α’ Κορ. 9, 22).
Την ίδια φιλοσοφία, το ίδιο ανοιχτό πνεύμα, επαναστατικό και ρηξικέλευθο, για την εποχή τους, είχαν οι Τρεις Ιεράρχες. Αρνούμαι να δω την παρουσία τους, το έργο τους, στο παρελθόν. Αρνούμαι, επίσης, να εξορίσω την αντίληψη τους σε εποχές περασμένες. Τους βλέπω σήμερα. Βλέπω την ευφυΐα τους, τις ευαισθησίες τους, την αγάπη για τον Θεό και τον άνθρωπο, την ανατρεπτικότητα τους, το επαναστατικό τους πνεύμα. Τους βλέπω να έρχονται στην εποχή μας, αλλά και σε κάθε εποχή. Έχουν το ίδιο ύφος, ο καθένας τους διατηρεί τον ίδιο χαρακτήρα, κρατούν στα χέρια τους τα ίδια βιβλία, πιστεύουν στα ίδια που πίστευαν. Η εκφραστική τους, όμως, διάθεση αλλάζει! Δεν είναι η ίδια. Οι άνθρωποι που έχουν απέναντι τους δεν είναι οι ίδιοι. Βυθίζονται, πλέον, σε βαθύτερες σκέψεις, εκφράζουν ανέλπιστες ελπίδες, φλερτάρουν με την κατάθλιψη, γοητεύονται από τη μοναχικότητα.
Είμαι σίγουρος πως αν ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος, έρχονταν σήμερα ανάμεσα μας, δεν θα κλείνονταν μέσα στους ναούς, πίσω από τις βαριές πόρτες που θέλγονται από το απλησίαστο. Δεν θα είχαν την ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση πίσω από ένα γραφείο που θα αναδείκνυε με τραγικό τρόπο τη φτώχεια της υπαρξιακής εσωτερικότητας. Ποιός είπε ότι η Εκκλησία υπάρχει για να είναι; Υπάρχει για να γίνεται!
Βλέπω και τους Τρεις να σηκώνονται από τις βαριές καρέκλες που παρέχουν ασφάλεια, αυτοπροβολή, και να σπρώχνουν με δύναμη τις κλειστές πόρτες, βάζοντας τέλος σε ανασφάλειες και φοβικά σύνδρομα. Τους βλέπω, με πίστη στον Θεό και στο γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου, να βαδίζουν στους δρόμους, στις αγορές, στις πλατείες. Χαιρετάνε τον κόσμο. Χωρίς αλαζονεία, χωρίς ύφος που βεβαιώνει τίτλους, χωρίς κομπορρημοσύνες. Απλοί, ταπεινοί, ανυποψίαστα άγιοι! Δεν φοράνε μανικετόκουμπα, δεν προκαλούν με τον πλούτο, δεν γιορτάζουν με τους καθώς πρέπει, τους εκλεκτούς, τους ατσαλάκωτους. Όλους τους χαιρετάνε, στέκονται στους πονεμένους, ζορίζονται που δεν μπορεί εύκολα να ανατραπεί η εξουσία του μισάνθρωπου διαβόλου, που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα. Αλλά κι όταν είναι στους ναούς, κηρύττουν χωρίς επίδειξη. Απουσιάζει ο στόμφος, το έντονο καθεστωτικό συλλάβισμα λέξεων και φράσεων. Ο Γρηγόριος Θεολόγος, μάλιστα, συχνά τονίζει: «Πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις».
Ιδίως ο Γρηγόριος, έχει τάσεις φυγής. Δεν ικανοποιείται. Δεν ησυχάζει. Περνάει έξω από μία καφετέρια και δεν διστάζει να καθίσει και να συζητήσει. Ακούει τους προβληματισμούς των νέων, προβληματίζεται που οι μεταφυσικές τους αγωνίες έχουν ένταση. Σκέφτεται πως η εποχή αυτή εύκολα μπορεί να αναδείξει αγίους, μάρτυρες συνειδήσεως, σε σχέση με τη δική του εποχή. Τους μιλάει με ποιητική γλώσσα, αναδεικνύοντας αλήθειες και ομορφιές της πίστης μέσα από την ευαισθησία που δημιουργούν τα εκφραστικά μέσα της εποχής. Κάποιος από την παρέα πετάγεται και διαμαρτύρεται: «Εσείς μόνο για Θεό μιλάτε και απορρίπτετε κάθε τι που δεν είναι δικό σας. Πώς θα μιλήσετε στην εποχή μας όταν εξορκίζετε κάθε τι που μοιάζει ξένο;». Ο Γρηγόριος δεν σαστίζει, δεν εκπλήσσεται. Τους μιλάει για τον κυνικό φιλόσοφο και φίλο του Ήρωνα που έγινε χριστιανός και επαινεί κάθε τι που προάγει το ήθος, την αρετή. Όλα στην Εκκλησία μεταποιούνται.
Σε ένα άλλο σημείο της πόλης, βαδίζει ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Εισέρχεται μέσα σε έναν ναό και συναντά ιερείς σε μία σύναξη. Ακούει πως δεν χρειάζονται ιερείς με μόρφωση και προβληματίζεται για όσα ακούει. Αντιλαμβάνεται απ’ όσα ακούει πως η ιεροσύνη αναλώνεται στο λειτουργικό μέρος. Οι εποχές απαιτούν περισσότερα. Οι άνθρωποι απαιτούν περισσότερα. Υπάρχει Θεός; Γιατί το κακό υπάρχει στον κόσμο; Γιατί βασιλεύει η αδικία; Γιατί ο Θεός που είναι αγάπη αφήνει να εξουσιάζει ο θάνατος τις ζωές των ανθρώπων; Του απευθύνουν το λόγο στη σύναξη. Εσύ παππούλη, του λένε, τί έχεις να μας πεις γι’ αυτά; Πώς θέλει η εποχή μας τον ιερέα; Ο Χρυσόστομος αντλεί τα επιχειρήματα από τους λόγους του «Περί Ιεροσύνης». Χρειάζεται άριστη ηθική κατάσταση, τους λέει, αλλά «είναι μεγάλη η ανάγκη του λόγου, όχι μόνο για τη διασφάλιση της εσωτερικής ποίμνης, αλλά και για την απόκρουση των εξωτερικών εχθρών». Δεν παραλείπει να τονίζει πως ο ιερέας χρειάζεται να γνωρίζει ώστε να διαλέγεται με όλους.
Παραπέρα, ο Μ. Βασίλειος. Περνάει έξω από μία καφετέρια. Δεν αποστρέφει το βλέμμα του, κοιτάζει μήπως συναντήσει κάποιον που έχει αναζητήσεις και φιλοσοφήσει μαζί του. Μέσα στο βάθος κάθονται αγόρια και κορίτσια. Δεν είναι του στυλ του. Δίνει, όμως, ο ίδιος στυλ στη συνάντηση. Βαδίζει προς το μέρος τους. Κάθεται σε διπλανό τραπεζάκι και παραγγέλνει καφέ. Εκείνοι συζητάνε για το τι πρέπει να απορρίπτουν και τι να δέχονται στη ζωή τους. Ο Βασίλειος, γυρνάει προς το μέρος τους και με ήσυχο τόνο στη φωνή, τους λέει αυτά που είχε γράψει στην ομιλία του «Προς τους νέους…»: «Είναι πολλά αυτά που με παρακινούν, παιδιά μου, να σας συμβουλεύσω, όσα θεωρώ ότι είναι άριστα και όσα έχω την πεποίθηση ότι σας συμφέρουν, εάν τα προτιμήσετε… και να συναναστρεφόμαστε με ποιητές και λογογράφους και ρήτορες και με όλους τους ανθρώπους, από τους οποίους πρόκειται να προέλθει κάποια ωφέλεια για την επιμέλεια της ψυχής».
Η Εκκλησία βγαίνει στον κόσμο. Πάντοτε έβγαινε. Όμως, δεν γίνεται κόσμος. Υπάρχει για τον κόσμο, όχι για να γίνει κόσμος. Βλέπω τους Τρεις Ιεράρχες στην εποχή μας. Θέλουν να γνωρίσουν στον άνθρωπο το πρόσωπο του Χριστού. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Δεν εξορκίζουν την εποχή, τα μέσα της, δεν δαιμονοποιούν ότι δεν είναι «της εκκλησίας». Γίνονται για όλους όλα. Κάθονται στις καφετέριες, πίνουν καφέ, ακούνε μουσική, βιώνουν τον Θεό στην εποχή μας. Αγαπούν τον Θεό. Αγαπούν τον άνθρωπο.