«Όταν κοιτάζω ψηλά προς τα αστέρια, καταλαβαίνω πως είμαι μικρός, αλλά επίσης πως είμαι μεγάλος. Είμαι μεγάλος επειδή είμαι συνδεδεμένος με το σύμπαν και το σύμπαν είναι συνδεδεμένο μαζί μου» (Νιλ ντεΓκρας Τάισον, Αμερικανός αστροφυσικός)
Κάποτε όλοι βρεθήκαμε καταμεσής του πελάγου, χαθήκαμε σε ένα δάσος που δεν ξεχωρίζαμε που αρχίζει και που τελειώνει, ξαπλώσαμε σε ένα απέραντο λιβάδι – πεδιάδα που τα χρώματα των λουλουδιών θόλωναν την όρασή μας, αφεθήκαμε μια φεγγαρόφωτη βραδιά στην αναζήτηση του πιο φωτεινού αστεριού και σίγουρα βρεθήκαμε κάποτε μαζί με πολλούς χιλιάδες συνανθρώπους μας και νιώσαμε τόσο δυνατοί αλλά και τόσο «μόνοι».
Οι παραπάνω εμπειρίες συνοδεύτηκαν – ονται από αντικρουόμενα συναισθήματα και από έναν προβληματισμό για τη θέση μας στο σύμπαν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ενεργοποιούμε τους νοητικούς μας μηχανισμούς για να προσδιορίσουμε με ευκρίνεια το περιεχόμενο των συναισθημάτων μας, που τείνουν να αυτονομηθούν και να απελευθερωθούν από τα δεσμά της λογικής. Πάντοτε τα συναισθήματα αυτά είναι δύσκολο να περιγραφούν, να ερμηνευτούν και να αποδοθούν με μια έννοια – λέξη που να τα καθιστά κατανοητά, τόσο από το υποκείμενο (Εγώ) όσο κι από το αντικείμενο (οι άλλοι…).
Η μικρότητα και η μεγαλοσύνη του ανθρώπου
Αυτή η υπερβατική εμπειρία βίωσης συναισθημάτων που καταδεικνύουν τη μικρότητα αλλά και τη μεγαλοσύνη του ανθρώπου είναι μοναδική και συγκλονίζει συθέμελα την ύπαρξή του. Γιατί αναδεικνύει τόσο την ατομικότητά μας αλλά και την εξάρτηση σύνδεση με τον περίγυρο φυσικό – κοινωνικό (συλλογικότητα). Είναι ένα συναίσθημα απροσδιόριστο εννοιολογικά αλλά τόσο έντονο και βαθύ αφού διαχέεται και διαποτίζει κάθε πτυχή των υποστάσεων του ατόμου.
Είναι το λεγόμενο «ωκεάνιο συναίσθημα» (oceanic feeling). Ένα συναίσθημα ηρεμίας και ευτυχίας. Ένα συναίσθημα πληρότητας και αγαλλίασης. Σε αυτό η αίσθηση του χρόνου και του χώρου χάνονται. Τα όρια μεταξύ της περατότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της απεραντοσύνης και αιωνιότητας του σύμπαντος δεν γίνονται κατανοητά. Το συναίσθημα αυτό μοιάζει ή βιώνεται ως ένα κύμα που μας γεμίζει με εσωτερική γαλήνη και ευφορία.
Είναι, επίσης, ένα συναίσθημα ενός ισχυρού δεσμού με τον εξωτερικό κόσμο και το «όλον». Ταυτιζόμαστε με αυτό κι αδυνατούμε να υπάρξουμε βιολογικά και συναισθηματικά ως μονάδες. Συνειδητοποιούμε την απεραντοσύνη του «ωκεανού» που μας περιβάλλει τη στιγμή που ταυτιζόμαστε με αυτόν. Αυτός μας υπερβαίνει και μας περιέχει.
Το μέγεθος αλλά και το περιεχόμενο αυτής της κοσμικής σύνδεσης αποτύπωσε με την ποιητική του γλαφυρότητα ο Ουίλιαμ Μπλέικ «Για να δεις τον κόσμο σ’ έναν κόκκο άμμου/ και τον παράδεισο σ’ ένα αγριολούλουδο/ κράτα το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου/ και την αιωνιότητα σε μια ώρα».
Φρόιντ και Ωκεάνιο συναίσθημα
Γεννήτορας του όρου «ωκεάνιου συναισθήματος» θεωρείται ο Ρομαίν Ρολάν. Πρώτος ο Φρόιντ στο έργο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» περιγράφει το συναίσθημα αυτό ως «ένα συναίσθημα, που θα ήθελε να το ονομάσει αίσθηση της «αιωνιότητας», ένα αίσθημα σαν για κάτι απεριόριστο, άπειρο, θα λέγαμε «απέραντο».
Ο Φρόιντ συνέδεσε το «ωκεάνιο συναίσθημα» με τη θρησκεία «πηγή θρησκευτικής ενέργειας». Προχωρώντας στα έσχατα της ανθρώπινης ψυχοδομής διαπίστωσε πως ο άνθρωπος αδυνατεί να συνειδητοποιήσει τα όρια του Εγώ προς το Αυτό (id) αλλά και προς εκείνο το πρόσωπο που συνιστά αντικείμενο του έρωτά του. «Στο ανώτατο σημείο του έρωτα τείνει να εξαλειφθεί το σύνορο ανάμεσα στο Εγώ και στο αντικείμενο. Παρά τις μαρτυρίες των αισθήσεων ο ερωτευμένος ισχυρίζεται πως το Εγώ και το Εσύ είναι ένα».
Έτσι αυτή η συνειδητοποίηση της στενής σύνδεσης με το «όλον» καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια του Εγώ με τον εξωτερικό κόσμο. Σύμφωνα με τους ειδικούς το συναίσθημα αυτό κατακλύζει τον άνθρωπο κατά τη βρεφική ηλικία, όπου καθίσταται δύσκολη η διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου. Η σχέση του βρέφους με τη μητέρα είναι απόλυτη και ιδιαίτερα, το στήθος. Η σχέση Μητέρας – Βρέφους λειτουργεί ως μια «συμβιωτική μεμβράνη». Κι αυτή η εμπειρία συνοδεύει το άτομο σε όλη του τη ζωή, γιατί όπως είναι γνωστό δεν χάνεται κανένα ψυχικό στάδιο.
Και όταν ο άνθρωπος αποκοπεί από το «μητρικό στήθος» νιώθει τόσο ανασφαλής που ασυνείδητα και με ποικίλους τρόπους αναζητά επιστροφή στην εστία, στο χαμένο παράδεισο. Έτσι κάθε ρήξη – αποδέσμευση από τη μητέρα αναζητά μια νέα σχέση – δεσμό (φύση, θεό, κοινωνία, ομάδα, ιδεολογία). Γιατί ο άνθρωπος όταν απουσιάζει η σύνδεσή του με κάτι ευρύτερο ή μεγαλύτερό του, νιώθει πως έχει χαθεί ένα κομμάτι της ψυχής του.
«Ο μοναχός είναι ένας άνθρωπος που έχει αποκοπεί από τα πάντα και βρίσκεται σε αρμονία με τα πάντα» (Ευάγριος Σχολαστικός).
Αξίζει να σημειωθεί πως το «ωκεάνιο συναίσθημα» δεν έχει γίνει δεκτός ως όρος από όλες τις γλώσσες, άσχετα αν όλοι οι άνθρωποι το βιώνουν. Στην Ιαπωνία αντίστοιχος όρος είναι το amae και υποδηλώνει την «άνεση λόγω της απόλυτης αποδοχής μας εκ μέρους ενός άλλου ατόμου». Το κινέζικο ιδεόγραμμα «παρίστανε ένα μωρό να θηλάζει, πράγμα που υποδηλώνει μια απώλεια διαχωρισμού, μια επιστροφή στην αίσθηση ενότητας ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί» (Dylan Evans «Συναίσθημα»).
Η απουσία αντίστοιχου όρου στα Αγγλικά πιστοποιεί το διαφορετικό αξιακό σύστημα. Στον Αγγλόφωνο κόσμο δεσπόζει η αξία της ανεξαρτησίας, της αυτοπροβολής και της αυτονομίας – ατομικότητας, ενώ στην Ιαπωνία η συνύπαρξη και η συλλογικότητα.
Το Ωκεάνιο συναίσθημα και η θάλασσα
Το «ωκεάνιο συναίσθημα», λοιπόν, «ως η απόλυτη αίσθηση αρμονίας με το σύμπαν, την απόλυτη αρμονία με έναν άλλο άνθρωπο» μόνο μια θαλασσινή λέξη θα μπορούσε να την περιγράψει, γιατί μόνον μέσα στη θάλασσα το σώμα μπορεί να θυμηθεί την αγαλλίαση που ένιωσε ως έμβρυο. Γιατί μόνο η θάλασσα σε αναγκάζει να βιώσεις το απέραντο και το συνεχές που σε εξουσιάζει αλλά και σε εμπνέει, σε κρατά αλλά και σε απελευθερώνει.
Όσο κι αν ο σύγχρονος ναρκισσισμός μας εμποδίζει τη βίωση αυτού του συναισθήματος, τίποτα δεν μπορεί να μας αποκόψει από την απεραντοσύνη του σύμπαντος. Είμαστε τέκνα του συνεχούς χρόνου (Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον) αλλά και του ενιαίου συμπαντικού χώρου.
«Τα ανθρώπινα πράγματα είναι ένα απειροελάχιστο σημείο στην απεραντοσύνη του σύμπαντος» (Πιέρ Σντό, Γάλλος Φιλόσοφος)
Εκείνος, όμως, που απέδωσε – περιέγραψε με ένα συγκλονιστικό τρόπο το «ωκεάνιο συναίσθημα» είναι ο εξερευνητής Τζον Μιούιρ, που εξερευνούσε το φιόρδ και τα βραχώδη τοπία του Εθνικού Πάρκου Γκλέισερ Μπέι κι ένιωσε ξαφνικά ένα πολύ δυνατό συναίσθημα.
«Νιώθουμε τη ζωή και την κίνηση γύρω μας, όπως και την ομορφιά του σύμπαντος: οι παλίρροιες πάνε κι έρχονται με ακούραστη φιλοπονία, βρέχοντας τις όμορφες ακτές και κάνοντας τα σκουροκόκκινα φύκια στα ατέλειωτα λιβάδια της θάλασσας να χορεύουν ρυθμικά, εκεί όπου τα ψάρια βρίσκουν τροφή, τα άγρια ποτάμια καταλήγουν σε λευκούς καταρράκτες, πάντα σε άνθιση, πάντα τραγουδώντας, κι απλώνοντας τους χειμάρρους τους σε χίλια βουνά˙ τα τεράστια δάση τρέφονται από τις ηλιαχτίδες που πέφτουν πάνω τους, κάθε κύτταρο σε μια δίνη απόλαυσης˙ σμάρια από έντομα στροβιλίζονται στον αέρα, άγρια πρόβατα και κατσίκες στις καταπράσινες πλαγιές πάνω από τα δάση, αρκούδες χωμένες σε θάμνους με μούρα, μινκ και κάστορες και ενυδρίδες στο βάθος ενός ποταμού και μιας λίμνης˙ Ινδιάνοι και εξερευνητές που συνεχίζουν τον μοναχικό τους δρόμο˙ πουλιά που σκύβουν προσφέροντας τροφή στα μικρά τους – παντού, παντού ομορφιά και ζωή, και ευτυχισμένη, χαρούμενη δράση» (Πηγή «Το Εγώ είναι ο εχθρός» Ryan Holiday)
Αυτή η σύνδεση του εαυτού μας με τον κόσμο συνιστά και το βαθύτερο περιεχόμενο του «ωκεάνιου συναισθήματος» , αυτό που οι Στωικοί αποκαλούσαν «συμπάθεια» (η αλληλεπίδραση όλων των όντων του κόσμου).