Στο παραπάνω ερώτημα απαντάει ο Χριστός μέσα από την παραβολή του ασώτου υιού (Λουκ. 15 11 – 32). Η παραβολή αυτή είναι γνωστή σε όλους. Είναι μία παραβολή, που μαζί με όλη τη διδασκαλία του Χριστού έρχεται να διδάξει στον άνθρωπο την αγάπη, την μετάνοια, τη συγχώρηση, την καλοσύνη.
Αν ο άσωτος υιός της παραβολής, τελούσε υπό τους νόμους ενός κράτους, μιας οργάνωσης, ενός συστήματος, σίγουρα θα τιμωρούταν για την παρακοή στον πατέρα του και το ξόδεμα όλης της περιουσίας που του αναλογούσε. Ακόμη κι αν κάποιος υιός έφευγε από το σπίτι του, ζούσε άσωτη ζωή, χωρίς να έχει σχέσεις με τους γονείς του, ίσως, αν επέστρεφε κάποτε στο σπίτι, οι γονείς να μην δέχονταν το παιδί τους. Όλα αυτά, όμως, συνάδουν με ένα καθαρά δικανικό πνεύμα, μία τιμωρητική αντίληψη. Έσφαλες; Πρέπει να πληρώσεις. Αμάρτησες; Ο Θεός οργίσθηκε μαζί σου και πρέπει να ξεπληρώσεις το χρέος σου. Αυτά δεν υπάρχουν στους Πατέρες, δεν συνάδουν με το πνεύμα του ορθόδοξου ανθρωπισμού. Μάλιστα, το πνεύμα της τιμωρίας και η επιβαλλόμενη τιμή για την προσβολή κατά του Θεού, συναντούνται στο δυτικό θεολογικό κομμάτι, όπου ο άνθρωπος πρέπει να πληρώσει για την αμαρτία του. Όπως σημειώνει ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, ««ο νόμος θέλει να σου μάθει να αγαπάς και να σε οδηγήσει στη σχέση∙ όχι να βάλεις τον νόμο στη θέση τη σχέσης».
Ο Θεός παίζει αλλού το παιχνίδι. Σε μία άλλη αντίληψη, ακατανόητη για όσους αδικούνται. Δεν εκφράζεται το θέλημα του Θεού μέσα από τιμωρίες και ποινές. Δεν αναπαύεται ο Θεός στην καταδίκη του ανθρώπου. Γράφει, κάπου, ο Μάξιμος Ομολογητής πως ο Θεός, τον φαύλο «δι᾿ ἀγαθότητα ἐλεεῖ, καί ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ παιδεύων ἐπιστρέφει» και παρακάτω πως «πάντας ἀνθρώπους ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ• τόν μέν ἐνάρετον, διά τε τήν φύσιν καί τήν ἀγαθήν προαίρεσιν• τόν δέ φαῦλον, διά τε τήν φύσιν, καί τήν συμπάθειαν ἐλεῶν ὡς ἄφρονα καί ἐν σκότει διαπορευόμενον». Ο Θεός δεν καταδίκασε ποτέ και κανέναν μέσα στην ιστορία. Εξάλλου, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν (Α’ Τιμ. 2,4).
Ο άνθρωπος εύκολα μπορεί να γίνει αγνώμων, άσωτος. Όμως, αυτό δεν αποτελεί μία απόλυτη κατάσταση. Κάτι τέτοιο, θα σήμαινε άρση της αγαθής φύσης, επικράτηση της αλλοίωσης του καλού, αδυναμία σωτηρίας. Το κακό, εξάλλου, δεν έχει υπόσταση. Και δεν έχει οντολογία. Μπορεί, λοιπόν, η ασωτία να γίνει μετάνοια. Είναι απογοητευτική η κατάσταση της ασωτίας. Εμείς κρίνουμε πολύ εύκολα. Αν δούμε έναν άσωτο, αμέσως στη συνείδηση μας έχει καταδικασθεί. Όπως καταδικάζεται, με την ίδια ευκολία η πόρνη, ο μοιχός, ο εγκληματίας, ο κάθε τσαλακωμένος άνθρωπος. Σ’ όλα αυτά υπάρχει η μετάνοια, που ως αυτογνωσιακή εμβάθυνση στην υπαρξιακή εσωτερικότητα, βεβαιώνει πως ο εαυτός δεν απολύτως κακός, διεστραμμένος και πως η δυνατότητα της μεταστροφής, υπάρχει.
Ο άσωτος άνθρωπος είναι δυστυχισμένος άνθρωπος. Φαινομενικά, απολαμβάνει τις ανέσεις, την καλοπέραση. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν φιλοσοφεί καθόλου τη ζωή. Δεν έχει ανάγκη να γνωρίσει τον εαυτό του, πολλές φορές, τον Θεό. Ο Θεός έχει εξοριστεί, στην περίπτωση του, και έχει αντικατασταθεί από τις απολαύσεις της ζωής. Οι απολαύσεις, βέβαια, αυτές έχουν ένα κρυφό χάρισμα, το οποίο αποκαλύπτεται εντός των τοιχών της ζωής. Έχουν τέλος. Η περατότητα τους δε, κάθε φορά υπενθυμίζει στον άνθρωπο πόσο ασήμαντος είναι για τις απολαύσεις τις ίδιες. Εκεί, ο άσωτος συνειδητοποιεί την τραγικότητα του εαυτού του, που επέτρεψε στις απολαύσεις να υπάρξουν και να μην υπάρχει ο ίδιος στην προοπτική μιας ηθικής και χαρισματικής τελείωσης. Προκύπτει, όμως, ένα ερώτημα. Ποια η συμπεριφορά μας απέναντι στον άσωτο όταν αναγνωρίζει την ασωτία του και επιστρέψει κοντά μας;
Λαμβάνω αφορμή από τον όρο επιστροφή. Σίγουρα, ο όρος αυτός, κουβαλάει στις πλάτες του πολλές ελπίδες. Γνωρίζει από δύσκολες στιγμές, απογοητεύσεις, αποτυχίες, δοκιμασίες. Όμως, δεν στέκεται σ’ αυτές. Αν στεκόταν, δεν θα ασκούσε αυτοσυνειδησία στο περιεχόμενο του. Για την Εκκλησία, επιστροφή σημαίνει μετάνοια. Ριζική αλλοίωση μιας φύσης που μεταμορφώνει τον εαυτό της στο πρόσωπο του Χριστού. Πάντα υπάρχει η δυνατότητα της επιστροφής, η δυνατότητα της μετάνοιας, της συγχώρησης και της ειλικρινής διάθεσης του ανθρωπίνου προσώπου. Αν όλα αυτά δεν υπήρχαν, τότε το κακό θα είχε οντολογία. Επειδή, όμως, δεν έχει, κάτι τέτοιο βεβαιώνει την αδυναμία του κακού και το ανίσχυρο της φύσεως του. Ο άνθρωπος με τη χάρη του Θεού μπορεί να μετακινήσει και βουνά, να αλλάξει τα δεδομένα και αναποδογυρίσει τις ανθρώπινες αντιλήψεις και κρίσεις, αναδεικνύοντας, σε δυνατό βαθμό, την αίσθηση της διάκρισης των πραγμάτων και της αγαπητικής ισχύος.
Ας το φωνάξουμε δυνατά και ας κλείσουμε τ’ αυτιά όσων δεν δέχονται τη σωτηρία των τσαλακωμένων και ακατάστατων. Δεν υπάρχουν συνταγές σωτηρίας και οι τρόποι του Θεού παραμένουν ανεξερεύνητοι. Τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Το «άλλοθι» του ανθρώπου είναι η αγάπη του Θεού, αυτό το ανυποψίαστο ξεχείλισμα φιλανθρωπίας, ακατανόητης για τους ανέραστους χριστιανούς που αγαπούν τον νόμο, όχι, όμως το πνεύμα, την αρετή, όχι, όμως, τον Θεό, αντικαθιστώντας, με περισσό θράσος, στη θέση θείου προσώπου, έναν φετιχιστή Θεό. Μην χαθεί η ελπίδα. Μην απογοητευτεί ο άνθρωπος. Μην λυγίσει την αγκαλιά του στη θλίψη της απελπισίας και δώσει χώρο στον μισάνθρωπο διάβολο. Υπάρχει μετάνοια, υπάρχει επιστροφή, υπάρχει Θεός, υπάρχει αγάπη. Ο Θεός όλα τα συγχωρεί εκτός από την αμετανοησία. Αν δεν είχε αναστηθεί, εξάλλου, το παιχνίδι δεν θα είχε δεύτερο ημίχρονο.
Σύμφωνα με το γεροντικό, πήγε κάποτε, στεναχωρημένος, στον όσιο Ποιμένα ένας αρχάριος μοναχός. Του εξομολογήθηκε πως έπεσε σε μεγάλο σφάλμα και πως χρειάζεται τρία χρόνια για να μετανοήσει. Ο όσιος, του είπε πως είναι πολλά. Τότε, είπε στον όσιο εάν τρεις μήνες είναι αρκετοί για να μετανοήσει. Εκείνος, αποκρινόμενος, πως πάλι είναι πολλοί μήνες, του είπε: «Εγώ σου λέω πως, εάν ειλικρινά μετανοήσεις και πάρεις σταθερή απόφαση να μην επαναλάβεις ποτέ το ίδιο σφάλμα, σε τρεις μέρες σε δέχεται η αγαθότητα του Θεού».
διάκονος Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων
π. Ηρακλής Αθ. Φίλιος
(Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)