Είναι αλήθεια πως το εκκλησιαστικό σώμα πέρασε πολλά δεινά ανά τους αιώνες. Και τα πέρασε, όχι γιατί δεν μπορούσε το ίδιο να προσαρμοστεί στον καιρό του ή να προσαρμόσει τη ζωή του πάνω στο ήθος του ορθόδοξου ανθρωπισμού, αλλά διότι οι συντηρητικοί και αιρετικοί της ιστορίας, ταλαιπώρησαν το σώμα αυτό. Εξάλλου, δεν είναι και λίγο ο ευσεβισμός και ηθικισμός να μάχεται το γνήσιο ήθος που συναντάται μέσα στον χώρο του ορθόδοξου πνεύματος, της ορθόδοξης ζωής.
Ένα τέτοιο βάσανο, για το εκκλησιαστικό σώμα, υπήρξε και το θέμα των ιερών εικόνων. Οι εικόνες σκανδάλιζαν για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς αφορούσε το γεγονός του προσώπου. Αφού ο Χριστός έχει θεότητα, πώς γίνεται να αναπαρίσταται; Πώς γίνεται στις εικόνες να αποτυπώνεται η μορφή του Χριστού; Αυτό, οι εικονομάχοι δεν το δέχονταν. Και ξέσπασε μία ταραχώδης περίοδος, με έριδες και διχασμούς∙ περίοδος που δεν άφηνε το εκκλησιαστικό σώμα να ησυχάσει και να απολαύσει των μεγίστων δωρεών της θείας Ενανθρώπησης. Γιατί περί τούτου πρόκειται. Εφόσον ο Θεός έγινε άνθρωπος, εφόσον γεννήθηκε από μία γυναίκα, εφόσον έλαβε σάρκα και οστά, επομένως ύλη, τότε τι εμπόδιζε στην αποτύπωση του προσώπου, του σώματος του Χριστού; Αποτελούσε, κάτι τέτοιο, βλασφημία; Μήπως δογματική απόκλιση, άρα και αίρεση;
Η ύλη σκανδάλιζε. Σκανδάλιζε τότε, σκανδαλίζει και σήμερα. Βλέπετε, η κληρονομιά των νεοπλατωνικών και γνωστικών είχε ιδιαίτερη βαρύτητα και ακόμη και σήμερα, απολαμβάνουμε αυτήν της την αμετροέπεια. Που να άκουγε ο Πλωτίνος για να αναπαράσταση του θείου; Εδώ λέγαμε να πάθουμε και να φύγουμε από τον μάταιο αυτό κόσμο για να λυτρωθούμε από τη σωματικότητα μας. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος αρνούταν την αναπαράσταση του προσώπου του. Αυτά όλα δεν είναι του παρελθόντος. Πέρασαν και στις μέρες μας. Ας μην κρυβόμαστε. Δεν κυοφορείται στους κόλπους της ορθοδοξίας μία τάση σωματοκτόνων και παθοκτόνων; Όλα αυτά πού αποσκοπούν; Στην αφαίμαξη της ανθρωπινότητας και στην εξύψωση του πνεύματος. Αυτό, όμως, και δεν έχει βάση και δεν έχει ισχύ μέσα στον ορθόδοξο πολιτισμό. Το σώμα δεν αντιμετωπίζεται ως τάφος της ψυχής, όπως έλεγε ο Πλάτωνας, μήτε είναι κατώτερο της ψυχής, όπως διατεινόταν ο Πλωτίνος. Η ιερότητα της σωματικότητας, εν τέλει της ανθρωπινότητας, σηματοδοτεί το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή. Κι αυτή είναι η φιλοσοφία του ορθόδοξου ανθρωπισμού, ενός ανθρωπισμού που δεν εγκλωβίζει την ύπαρξη του σε τάσεις αυτοάμυνας, αλλά σάρκωσης και αλληλοπεριχώρησης.
Σκανδάλιζε, λοιπόν, το γεγονός της αναπαράστασης του Χριστού. Για τους ευσεβιστές εικονοκλάστες, ο Χριστός δεν μπορεί να εικονίζεται. Δεν αναπαρίσταται η θεία Του φύση. Και η ανθρώπινη; Δεν σαρκώθηκε ο Θεός; Άρα, αυτή η κακότεχνη φιλοσοφία των εικονομάχων καταρρίπτει το γεγονός της σάρκωσης του Λόγου, επομένως και τη δυνατότητα σωτηρίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι πλέον φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα και πλήρεις της θείας χάριτος, αγάπησαν και υπερασπίστηκαν το μυστήριο της θείας ενανθρώπισης. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, έγραψε τρεις καταπληκτικούς λόγους, τους οποίους απευθύνει σε όσους διαβάλλουν τις ιερές εικόνες. Αφού θα χρησιμοποιήσει μία φράση του Μ. Βασιλείου, σύμφωνα με την οποία «η τιμή της εικόνας πηγαίνει στο πρωτότυπο», θα γράψει στον Α’ Λόγο, για όσους κατηγορούσαν τους χριστιανούς ως ειδωλολάτρες: «Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον δημιουργό της ύλης, αυτόν που για μένα έγινε ύλη και καταδέχτηκε να κατοικήσει στην ύλη και να εργαστεί τη σωτηρία μου διαμέσου της ύλης, και δεν θα σταματήσω να σέβομαι την ύλη, με αυτήν που συντελέστηκε η σωτηρία μου». Ο Θεόδωρος Στουδίτης θα πει πως εκείνο που εικονίζεται είναι η υπόσταση (άρα το πρόσωπο, κατά Καππαδόκες και Δαμασκηνό) και όχι η φύση του Θεού.
Δεν σκανδαλίζει, όμως, μόνο η ύλη ως προϊόν μιας κτιστής, επομένως, και τρεπτής δημιουργικότητας. Σκανδαλίζει το γεγονός ότι αναπαρίσταται το πρόσωπο του Χριστού και κατά τους εικονομάχους, «αλλοιώνεται» η θεία Του φύση. Μα αν δεν είχε συντελεστεί το γεγονός της σάρκωσης του Λόγου, δεν θα είχε λόγο ο Δαμασκηνός και ο Θεόδωρος Στουδίτης να υπερασπιστούν τις εικόνες. Η υπεράσπιση των εικόνων στηρίζεται, ακριβώς, στο γεγονός αυτό, της σάρκωσης, της υιοθεσίας, της κοινωνίας, της μετοχής. Σαρκώνεται ο Λόγος, υιοθετεί μία ξένη φύση, κοινωνεί με τη φύση αυτή και μετέχει στον αγιασμό της. Κι αυτή η φύση είναι η ανθρώπινη. Το γεγονός ότι η θεία ενανθρώπιση διακονεί τη μετοχή της κτιστής ανθρώπινης φύσης στο γεγονός της χαρισματικής αφθαρσίας και αγιαστικής ένδυσης κάθε πεπερασμένου και μεταφυσικού αδιεξόδου που δορυφορείται στην ανθρωπινότητα, σημαίνει τη σωτηρία του όλου ανθρώπου, τη λειτουργικότητα της ανθρωπινότητας υπό το πρίσμα του πιο μεταφυσικού οπτιμισμού που είναι η Ανάσταση. Αν τώρα, η θεία ενανθρώπιση είναι ουτοπία, δεν υπάρχει σωτηρία του ανθρώπου, και η αναπαράσταση του Λόγου στις εικόνες, είναι το λιγότερο.
Η ύλη πάντοτε σκανδάλιζε. Και πάντοτε άφηνε μετεξεταστέους όσους δεν πίστευαν στο μυστήριο που γεννάται στο χώρο της Εκκλησίας. Δεν είναι δύσκολα τα πράγματα. Και ο Θεός δεν είναι άσαρκος. Ευτυχώς, ειδάλλως θα μιλούσαμε για έναν Θεό που Του αρέσει να παίζει κρυφτό με την ανθρωπότητα. Όμως, δεν είναι έτσι. Αυτός ο Θεός έγινε άνθρωπος και μας εξέπληξε. Πλέον εικονίζεται. Και, όπως θα σημειώσει ο Χ. Γιανναράς, «η εικόνα είναι η βεβαίωση του προσώπου».
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
π. Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)