Ο Δρ. Χρίστος Χ. Λιάπης, αρθρογραφεί για την επιστροφή του Ζινεντίν Ζιντάν στη Ρεάλ Μαδρίτης, με αναφορές σε πολλές δυσπροσάρμοστες Αθλητικές προσωπικότητες, στον «Ξένο» του Καμύ και στην κεφαλιά του «Ζιζού» στον Ματεράτσι.
Στη ζωή πρέπει να ξέρεις πότε να φύγεις αλλά και πότε είναι καιρός να επιστρέψεις. Και να μη φοβηθείς να κάνεις ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Αυτό φαίνεται πως το ξέρει καλά ο Ζινεντίν Ζιντάν. Έφυγε από τη Ρεαλ έχοντας κατακτήσει ως προπονητής για 3 συνεχόμενες χρονιές το Champions League. Ίσως επειδή ένιωθε πως δεν υπήρχε πια κίνητρο παραμονής. Ίσως, πάλι, επειδή διορατικά έβλεπε την πτώση να έρχεται, ειδικά με την αποχώρηση και του Κριστιάντο Ρονάλντο. Τώρα, επιστρέφει ως μεσσίας, για να ανταποκριθεί στην πρόκληση της αγωνιστικής ανασύστασης και της νικηφόρου ανάκαμψης της ομάδας.
Στο τελευταίο του παιχνίδι ως ποδοσφαιριστής, στον τελικό του Μουντιάλ του 2006, όταν η Γαλλία αντιμετώπιζε την Ιταλία, ο Ζινεντίν Ζιντάν έδειξε πως δεν ήξερε ποιος ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να φύγει από την ενεργό δράση, ίσως επειδή ήξερε έναν….καταλληλότερο τρόπο για να αποχωρήσει από το γήπεδο, μια και δεν μπορούσε να φύγει νικητής. Ο τρόπος αυτός δεν ήταν άλλος από μια κεφαλιά, όχι προς το τέρμα, όπως έκανε συνήθως με επιτυχία, αλλά προς το στήθος του Ιταλού αμυντικού Ματεράτσι, ο οποίος τον είχε προηγουμένως προσβάλλει χυδαία.
Ήταν το τελευταίο παιχνίδι του Ζιντάν. Κι εκείνος ήθελε να κλείσει την καριέρα του με ένα ακόμα παγκόσμιο κύπελλο. Όπως το 1998 που οι κεφαλιές του συνέτριψαν τη Βραζιλία του Ρονάλντο (του Βραζιλιάνου και όχι του…Πορτογάλου). Όμως τώρα μια καρφωτή του κεφαλιά προς το ιταλικό τέρμα βρίσκει απέναντί της τα αιλουροειδή αντανακλαστικά του -τότε κάτω των 30- Μπουφόν. Ο Γάλλος άσσος νιώθει τα πόδια του να βαραίνουν. Όχι τόσο από την κούραση, όσο από αυτό το ασήκωτο φορτίο της διαρκούς επιβεβαίωσης που συνοδεύει σαν βασανιστικός σιαμαίος αδελφός την αξία, τη χαρισματικότητα και την υπεροχή.
Ξέρει πως στο ποδόσφαιρο, όπως και στη ζωή ισχύει απόλυτα η ρήση των Αμερικανών: «Είσαι τόσο επιτυχημένος, όσο το τελευταίο σου αποτέλεσμα». Θέλει να κλείσει την καριέρα του νικητής μέσα στο γήπεδο. Όπως νικητής υπήρξε και σε όλη του τη ζωή, όταν ξεκινώντας από τα αλγερινά γκέτο της Μασσαλίας κατέκτησε την ποδοσφαιρική υφήλιο. Εκείνη όμως τη βραδιά δείχνει να μην μπορεί να τα καταφέρει. Κάτι η κακή του τύχη, κάτι η καλή εμφάνιση του αντιπάλου, κάτι αυτές οι περίεργες βραδιές που ενώ ξέρεις ότι μπορείς κι ότι το παιχνίδι είναι δικό σου, όλα μοιάζουν να συνομωτούν εναντίον σου και στα γκολπόστ της ευτυχίας έχουν κατέβει τα ρολά της άρνησης, ο Ζιζού βλέπει τον χρόνο να κυλά και αγωνιά. Και όταν ο Ιταλός αμυντικός υπερβαίνει τα εσκαμμένα, βρίζοντας την αδερφή του, τότε τον ξαπλώνει στον χορτάρι. Ακολουθήσανε θυελλώδεις συζητήσεις για το fairplay και για το κατά πόσον αυτή η αντιαθλητική ενέργεια απάδει της μεγάλης προσωπικότητας του παίκτη.
Εννέα χρόνια μετά, όποτε σκέφτομαι αυτή τη φάση, στο μυαλό μου έρχεται ένα άρθρο του Αντώνη Πανούτσου, που το είχα διαβάσει ακόμη πιο παλιά, στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϋ. Το ανέφερα στον Αντώνη σε μία από τις πολλές πολιτικές συγκεντρώσεις όπου συναντηθήκαμε, εκείνος ως υποψήφιος Βουλευτής Πειραιά και εγώ διεκδικώντας το χρίσμα για κάθοδο στις Βουλευτικές Εκλογές στον νομό των Τρικάλων. Σε εκείνο το άρθρο του, ο κ. Πανούτσος, αναφερότανε σε όσους κατηγορούσανε τον Τούρκο αρσιβαρίστα Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου γιατί -παρά τα τρία προηγούμενα χρυσά ολυμπιακά του μετάλλια- είχε πραγματοποιήσει απογοητευτική εμφάνιση, λόγω της έξης και της αδυναμίας του στο ποτό και τις γυναίκες. Έκανε, λοιπόν, ο Αντώνης, έναν τολμηρό παραλληλισμό, λέγοντας πως και τον Μέγα Αλέξανδρο τον κατηγορούσανε ότι έπινε και μάλιστα πως πάνω στο μεθύσι του σκότωσε τον καλύτερό του φίλο. Και ο δημοσιογραφικός του σχολιασμός, στις δύο αυτές επικρίσεις ήτανε ο ακόλουθος: «Πολεμιστής ήτανε, τι θέλατε να πίνει, πορτοκαλάδα;»
Στη δύσκολη πολιορκία της Τύρου ο Αλέξανδρος τραυματίστηκε στον αριστερό του ώμο. Χάρηκε όμως γιατί έτσι θα εκπληρωνότανε μία σχετική προφητεία του μάντη Αρίστανδρου για την κατάληψη της πόλης. Σ’ εκείνον τον τελικό του 2006, ο Ζιντάν αγωνιζότανε και αυτός με τραυματισμένον τον αριστερό του ώμο. Δεν υπήρχε όμως καμία ευοίωνη προφητεία για να εκπληρωθεί. Μόνον οι αδηφάγες και ληστρικές προσδοκίες των εταιρειών και των συντελεστών στοιχημάτων. Κι έτσι, βλέποντας πως δεν θα κυρίευε αυτή την τελευταία πόλη της ποδοσφαιρικής του εκστρατείας, βλέποντας κλειστές τις πύλες της επίτευξης, έγινε ο ίδιος ένας ζωντανός πολιορκιτικός κριός, χτυπώντας με το γυμνό του μέτωπό τον Ιταλό προβοκάτορα.
Γιατί περισσότερο από αθλητικό πρότυπο καλής συμπεριφοράς, περισσότερο από παράδειγμα προς μίμηση, για τους μικρούς μετανάστες της Μασσαλίας και τους απανταχού φιλάθλους, περισσότερο από προσγειωμένος star και υποδειγματικός οικογενειάρχης, ο Ζιντάν ήτανε πολεμιστής. Ένας μοναχικός πολεμιστής της ερήμου της Αλγερίας αλλά και της εσωτερικής του ερήμου. Ξένος ως προς τους Μασσαλούς συμπατριώτες του, για τους οποίους ήτανε ο αγαπημένος τους μεν αλλά ο πάντα “Αλγερινός” δε. Ξένος και ως προς τους Αλγερινούς, μια και ο πατέρας του ανήκε σε μια φυλετική μειονότητα της ερήμου που κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας είχε πάρει το μέρος των Γάλλων αποικιοκρατών. Μόνος του σύμμαχος η χαρισματικότητα και το ταλέντο. Και όταν αυτά δεν επαρκούσαν για να τον στέψουνε για ακόμη μία φορά νικητή επέλεξε να φύγει μόνος απ’ την παγκόσμια ποδοσφαιρική σκηνή.
Επέλεξε να φύγει λέγοντάς μας, με τον τρόπο του, αυτό που ο επίσης “Αλγερινός” (ως προς τον τόπο γέννησης, αλλά εκ Γάλλου πατρός) Αλμπέρ Καμύ μας είπε με το στόμα του Μερσώ στο τελείωμα του Ξένου:
“Για να φτάσουν όλα σε μια τελείωση, για να αισθάνομαι λιγότερο μόνος, δεν μού μένει παρά να ευχηθώ να έρθουν πολλοί θεατές τη μέρα που θα εκτελεστώ και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους.”
Όπως ο αποκρουστικά δυσπροσάρμοστος αλλά και ανυπέρβλητα σαρωτικός Μάικ Τάισον που, βλέποντας πως δεν μπορούσε να ανακτήσει τον τίτλο του, δάγκωσε το…αυτί του Εβάντερ Χόλιφιλντ. Οι δυο τους είναι σαν να μας λένε το τόσο έξω από το αθλητικό ιδεώδες αλλά και τόσο μέσα σε κάθε χαρισματική ανθρώπινη φύση: «Καλύτερα ντισκαλιφιέ παρά υποταγή στη συγκυρία της ήττας, αφού να πάρει η οργή είμαι ο καλύτερος…».
Τώρα στη Ρεάλ υποδέχονται τον Ζιντάν ως παράκλητο, με το ποδοσφαιρικό “Ωσσανά” του σωτήρα-προπονητή. Ο Ζιζού όμως ξέρει πως υπάρχει ακόμη δρόμος “για να φτάσουν όλα σε μια τελείωση”, καθώς οι ζητωκραυγές αυτές μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε “κραυγές μίσους”. Παρόλα αυτά επέλεξε να κολυμπήσει για δεύτερη φορά στα χρυσοφόρα νερά του ποδοσφαιρικού ποταμού των Μερένχες.
Ίσως επειδή κρύβει μέσα του τη στόφα των “απροσάρμοστων”. Όπως Ντιέγκο, ο μεγάλος δυσπροσάρμοστος του Rio de la Plata. Του ποταμού από ασήμι, όπως λέγεται ο ποταμός που διατρέχει την πρωτεύουσα της Αργεντινής. Περνώντας από τις Φτωχογειτονιές της La Boca, τον γενέθλιο τόπο του tango αλλά και της ποδοσφαιρικής ιδιοφυίας του Μαραντόνα, πρωτού την κάψει με τα ναρκωτικά και τα ναπολιτάνικα μοντέλα. Με τις μελωδίες της κομπαρσίτα να ξεχύνονται από το μαντονεόν πλημμυρίζοντας τους λαβυρίνθους των αυτιών και της ψυχής. ‘Una esfera de plata’, ή αλλιώς ‘Ένας βώλος από ασήμι’, όπως μεταφράστηκε στα ισπανικά ο τίτλος ενός διηγήματός μου για τον Μέγα Αλέξανδρο (…άλλος απροσάρμοστος πολεμιστής αυτός…), το οποίο βραβεύθηκε το 2009 στο Μουένος Άιρες.
Γιατί ο ασημένιος ποταμός είναι τόσο πλατύς που δεν μπορείς να δεις την άλλη του όχθη, όπου είναι χτισμένο το Μοντεβιδέο, η πρωτεύουσα της Παραγουάης –που ίσως αυτήν και τα σκληροτράχηλα stopper της να υποστηρίξω στο επόμενο Mudial, αν εξακολουθεί να μας πιέζει η ανάγκη για έμφαση στην άμυνα. Δυο χώρες να μοιράζονται τις όχθες του ίδιου ποταμού, όπως η θνητότητα και η αθανασία που μοιράζονται τις δύο όχθες του ανθρώπου. Μα αυτός ο ποταμός είναι τόσο μεγάλος που τον μπερδεύεις με τον Ωκεανό. Δεν έχει βέβαια το γαλάζιο χρώμα της θάλασσας, ούτε το λαμπερό χρώμα του ασημιού, αλλά το χρώμα της αρχαίας σκουριάς, θαρρείς παρμένο από την πανοπλία του Φιλίππου που βρέθηκε στον τάφο του στη Βεργίνα, με τις χρυσοποίκιλτες κεφαλές των λεόντων στα σκουριασμένα της δεσίματα, να θυμίζουν το αλωτινό μεγαλείο του πατέρα του Μεγάλου Μακεδόνα Βασιλιά, του ορφανεμένου πρίγκιπα της Πέλλας, που ο ξεχωριστός ιστορικός συμβολισμός του ξεπουλήθηκε -κι αυτός, μαζί με τη γλώσσα και την εθνότητα της Μακεδονίας μας- στις Πρέσπες.
Ένας ποταμός με το όνομα του ασημιού και το χρώμα της τίγρης, που χύνεται στον Ατλαντικό. Όπως το ποτάμι της Στίγγας που χυνόταν στον Ωκεανό ο οποίος περιέβαλλε τον ασημένιο βώλο της γης, που τότε πίστευαν πως ήτανε επίπεδη. Στον Ωκεανό που δεν κατάφερε τελικά να φτάσει ο Αλέξανδρος, αν και πέρασε την έρημο της Γεδρωσιας. Όπως και ο Ζιντάν δεν ξέφυγε ποτέ από την εσωτερική έρημό του κι ας διάβηκε όλη τη θάλλασα της παγκόσμιας καταξίωσης, σαλπάροντας απ’ τη Μαρσίλια.
Όμως στο ποτάμι της Στίγγας θα ορκίζονται πάντα οι αρχαίοι θεοί μας που υποδέχονται παλιούς και σύγχρονους θεοποιημένους ήρωες της μάχης ή της μπάλας, στον Όλυμπο της δόξας. Γι’ αυτό γράφω. Για τους όρκους που έγιναν στης Στίγγας τα νερά. Για τα φλογισμένα λόγια του Αλέξανδρου προς τους στρατιώτες του που τους καλούσε να τον ακολουθήσουνε πιο πέρα από τις όχθες του Υφάση. Μέχρι τον μεγάλο Ωκεανό και τα όρια του γνωστού κόσμου των θνητών και ακόμη πιο πέρα, μέχρι τις όχθες της Στιγγός και την Αθανασία. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί όσα έχασα τα ξαναθέλω πίσω, όπως και όλοι οι νέοι της γενιάς μου. Οι νέοι της γενιάς της κρίσης. Οι αιώνια «ξένοι» στη χώρα μας και στις χώρες του “brain drain” ή καλύτερα του “brain gain”. Ίσως για αυτό να γύρισε και ο Ζιντάν στον πάγκο της Ρεάλ. Και ας έγραψε ο Ηράκλειτος πως ‘δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίνεις’».
Χρίστος Χρυσοστόμου Λιάπης
Ψυχίατρος – Διδάκτωρ Παν/μίου Αθηνών
chliapis@yahoo.gr
@Chris_Liapis
ΥΓ: Ένας άλλος μεγάλος απροσάρμοστος των γηπέδων, ο άσσος της Μάντζεστερ Γιουνάιτεντ Τζορτζ Μπέστ, ο πιο ταλαντούχος παίκτης όλων των εποχών στην Αγγλία, είχε δηλώσει πριν πεθάνει από κίρρωση του ήπατος, αναφερόμενος στο πάθος του για το ποτό και τις γυναίκες, το οποίο κατέστρεψε τη χαρισματικότητα του ταλέντου του: «αν είχα γεννηθεί άσχημος, ο κόσμος θα ξεχνούσε τον Πελέ!!….»
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!