Θα τρομάξουν όσοι μανιχαϊστές αντιληφθούν το ισχυρό δέσιμο της άσκησης και του κόσμου, της μοναξιάς και της κοινωνίας. Θα εκπλαγούν, από την άλλη, όσοι διαπιστώσουν πως το πνεύμα της ορθόδοξης Ανατολής, δεν εξορκίζει, δεν εξορίζει, δεν δαιμονοποιεί. Ίσως, σε άλλες εποχές όλα αυτά να έμοιαζαν αλλόκοτα, ακατανόητα.
Πλέον, είναι εμφανές πως η ορθόδοξη σκέψη και πνευματικότητα είναι οι κατεξοχήν ρηξικέλευθες και ανατρεπτικές.
Τί δουλειά έχει ένας ασκητής μέσα στον κόσμο; Η άσκηση είναι για τις ερημιές, τη φύση, τα μοναστήρια. Μιλάς για άσκηση και ο νους σου πηγαίνει στην απομόνωση. Αποτάσσεσαι κάθε τι κοσμικό, γήινο και δραπετεύεις απ’ όσα σου θυμίζουν κίνηση, άκουσμα, φθορά.
Επομένως, δεν υφίσταται ασκητής στον κόσμο. Είναι άλλη η φιλοσοφία της άσκησης. Ο ασκητής αν βρεθεί στον κόσμο χάνεται. Είναι και το άλλο. Ένας που έχει μεγαλώσει στην ερημιά, στην έρημο και εκεί προσεύχεται, νηστεύει, αγωνίζεται κατά των ψυχοφθόρων παθών, ποιες εικόνες να έχει από τον κόσμο; Και πώς απευθύνεται στους μοναχούς ή στους κοσμικούς, χρησιμοποιώντας εικόνες από τον κόσμο;
Τα παραπάνω τα κατάφερε ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, τον οποίο φέρνουμε στη μνήμη μας αυτή την Κυριακή. Ο όσιος Ιωάννης μεγάλωσε μέσα στην κοινωνία, μορφώθηκε, αλλά ο κοινοβιακός μοναχισμός και κατόπιν η έρημος, κέρδισαν την καρδιά του. Έτσι, από νωρίς η ύπαρξη του στράφηκε προς τον Θεό. Το πιο γνωστό του έργο είναι η «Κλίμακα», το οποίο περιλαμβάνει τριάντα λόγους περί αρετής.
Σ΄ ένα σημείο του έργου, στον Λόγο Λ’, ο Ιωάννης γράφει για την αγάπη, την ελπίδα, την πίστη. Και καθώς διαβάζει κάποιος τους λόγους αυτούς, εκπλήσσεται. Συναντά λέξεις, φράσεις, εικόνες και του δημιουργούνται τα ανάλογα συναισθήματα, που δεν πιστεύει ότι απορρέουν από την Κλίμακα του Ιωάννη. Ποια είναι η απορία του αναγνώστη; Τί δουλειά έχει με τον κόσμο ένας ασκητής; Η αφορμή λαμβάνεται από τις παραγράφους ε’ και στ’.
Γράφει ο Ιωάννης: «Μακάριος και τρισευδαίμων είναι εκείνος, ο οποίος έχει τόσο πόθο προς τον Θεό, όσο έχει ένας μανικός εραστής προς την ερωμένη του, ο οποίος χάνει την νύχτα και την ημέρα τον νου γι’ αυτή, και λησμονεί όλες τις υποθέσεις του, και βρίσκεται βυθισμένος στην αγάπη της». Και αλλού, σημειώνει τα εξής: «Ο πραγματικός εραστής φέρνει πάντοτε στον νου του το πρόσωπο του αγαπημένου του και το εναγκαλίζεται μυστικά με ηδονή. Αυτός ποτέ, ούτε και στον ύπνο του δεν μπορεί να ησυχάσει, αλλά και εκεί βλέπει το ποθητό πρόσωπο και συνομιλεί μαζί του».
Σκανδαλίζει, με τα λόγια του, ο όσιος Ιωάννης. Δεν σκανδαλίζει επειδή χρησιμοποιεί εικόνες από την κοσμική ζωή και τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά επειδή οι λέξεις που χρησιμοποιεί έχουν ταυτιστεί με την αμαρτία. Και δεν είναι μόνο Ιωάννης της Κλίμακος που κινείται σ’ αυτή την κατεύθυνση. Σκανδαλίζουν ο όσιος Μάξιμος Ομολογητής, ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο όσιος Συμεών Ν. Θεολόγος. Όλοι αυτοί έχουν μιλήσει για τον έρωτα, την ηδονή. Μάλιστα τα παραπάνω λόγια του Ιωάννη της Κλίμακος μας φέρνουν στον νου τον περιπατητή των Ερώτων θείων ύμνων του Συμεών Ν. Θεολόγου, ο οποίος περιπατητής βαδίζει και φλέγεται η ύπαρξη του αφού δεν βρίσκει τον εραστή της ψυχής του.
Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος κάνει χρήση εικόνων από την κοινωνία, από τις σχέσεις των ανθρώπων, χρησιμοποιώντας αυτές τις εικόνες με σκοπό να περιγράψει τη σχέση ανθρώπου – Θεού. Φοβερή καινοτομία το παραπάνω για τη σύγχρονη ευσεβιστική και ηθικιστική γλώσσα που γνωρίζει να εργάζεται επιμελώς τους καλύτερους τρόπους υποκρισίας, κρύβοντας την ασχήμια της πίσω από το κάλυμμα της ηθικής πρόταξης.
Αλλά και το Άσμα Ασμάτων, ένα βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο η Εκκλησία φρόντισε να θάψει στη λησμονιά του χρόνου και του κόσμου, προκειμένου να παραλληλίσει τη σχέση ανθρώπου – Θεού, προβαίνει σε ευρεία χρήση εικόνων από την ερωτική ζωή ανδρός και γυναικός και τολμά όσα δεν τόλμησε η ευσεβοφανής καθεστηκυία πουριτανική διγλωσσία, η οποία αρέσκεται να εξορίζει Θεό και ανθρώπους και να αντικαθιστά το πρόσωπο του Χριστού με την αρετή.
Ο Ιωάννης της Κλίμακος, προφανώς και δεν φοβήθηκε το όνομα του έρωτα, όπως δεν το φοβήθηκε ο Μάξιμος Ομολογητής και άλλοι Πατέρες. Προκειμένου να περιγράψουν τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Θεού, οι Πατέρες δεν δίστασαν να φέρουν βγουν στην κοινωνία, όχι, όμως, να γίνουν κοινωνία. Δεν εκκοσμικεύεται η Εκκλησία, αλλά και δεν φοβάται τη συνάντηση, όταν αυτή διακονεί το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου. Οι Πατέρες υπήρξαν σαφείς, ανατρεπτικοί, άγιοι. Θα ακολουθήσουμε τη σκέψη τους ή θα εξορκίζουμε κάθε τι που πλάστηκε από χώμα;
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
π. Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)