Πριν από λίγους μήνες η διαΝΕΟσις σε συνεργασία με το ΕΚΚΕ διεξήγαγε για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη World Values Survey (WVS), μια μεγάλη έρευνα αξιών, η οποία γίνεται κάθε πέντε χρόνια σε δεκάδες άλλες χώρες του πλανήτη.
Η έρευνα αυτή δεν μετρά εφήμερες απόψεις ή επίκαιρες ανησυχίες των πολιτών, αλλά φιλοδοξεί να καταγράψει τις βαθύτερες, διαχρονικότερες αξίες που κυριαρχούν στην κάθε κοινωνία. Προσφέρεται, δε, για συγκρίσεις ανάμεσα στις κοινωνίες. Οι επιστήμονες που επεξεργάζονται τα στοιχεία μπορούν έτσι να βγάζουν συμπεράσματα.
Υπάρχουν, για παράδειγμα, κοινωνίες οι οποίες είναι πιο παραδοσιακές. Ασπάζονται πιο συντηρητικές αξίες, υιοθετούν σε μεγάλα ποσοστά τις ιδέες που πρεσβεύουν θρησκείες και δόγματα. Άλλες κοινωνίες είναι πιο προοδευτικές, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση σε δικαιώματα μειονοτήτων και στην ατομική ελευθερία. Καθώς περνάν τα χρόνια, δε, οι αξίες αλλάζουν. Τάσεις διαμορφώνονται. Οι κοινωνίες εξελίσσονται και μεταμορφώνονται, προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση.
Η Ελλάδα συμμετείχε για πρώτη φορά στη World Values Survey πέρυσι, αλλά έχει συμμετάσχει στο παρελθόν και σε κάποιες άλλες παρόμοιες διεθνείς έρευνες, οπότε υπάρχει σε συγκριτικές καταγραφές που τοποθετούν τις αξίες των κοινωνιών σε διαγράμματα και χάρτες. Και παραδοσιακά είμαστε, για να το θέσω σχηματικά, στη μέση. Στο κέντρο. Οι αξίες μας δεν είναι ούτε πολύ προοδευτικές, αλλά ούτε και υπερβολικά συντηρητικές. Είμαστε πιο συντηρητικοί από τους σκανδιναβούς, αλλά πιο προοδευτικοί από πολλούς ανατολίτες, λατινοαμερικάνους ή αφρικανούς. Στην καταγραφή με στοιχεία των αρχών της δεκαετίας (στο ξεκίνημα της κρίσης μας, δηλαδή) τοποθετούμαστε στη μέση. Αξιακά, θα έλεγε κανείς, πριν από την κρίση ήμασταν λίγο-πολύ ο μέσος όρος της ανθρωπότητας.
Με μία εξαίρεση. Υπάρχει ένα αξιακό στοιχείο το οποίο μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τους περισσότερους άλλους λαούς. Μόνο ένα θέμα στο οποίο είμαστε αξιοσημείωτα αλλιώτικοι. Η εμπιστοσύνη.
Παραδοσιακά οι Έλληνες σε όλες τις έρευνες εμφανίζουν πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη σε σχεδόν όλους τους θεσμούς, από τα πολιτικά κόμματα και τα ΜΜΕ μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινοβούλιο. Αυτές οι αξιακές έρευνες όμως δείχνουν ότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη ούτε μεταξύ μας, ως άτομα. Σε βαθμό που δεν εμφανίζεται σε σχεδόν καμία άλλη χώρα του “δυτικού” κόσμου.
Στην ερώτηση αν “οι άλλοι άνθρωποι είναι άξιοι εμπιστοσύνης” το 2008 (αλλά και το 1999) μόλις το 21% των Ελλήνων απαντούσε “ναι”. Το αντίστοιχο ποσοστό στην πιο πρόσφατη WVS (2012-2014) στη Νέα Ζηλανδία, ας πούμε, ήταν 55%. Στη Γερμανία, 44,6%. Στην Υεμένη, εν μέσω πολέμου, ήταν 38,5%. Στο Καζαχστάν ήταν 38,3%. Πριν αρχίσει η κρίση, λοιπόν, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων απέναντι στους άλλους Έλληνες ήταν κοντά στα επίπεδα που βρισκόταν η εμπιστοσύνη των Πακιστανών απέναντι σε άλλους Πακιστανούς (22% το 2012) και η εμπιστοσύνη των Τούρκων απέναντι σε άλλους Τούρκους (20%). Αυτά, πριν αρχίσει η κρίση.
Το 2017, το δικό μας ποσοστό είχε υποχωρήσει κι άλλο, στο εντυπωσιακό και μονοψήφιο 8,3%. Ένα ποσοστό αντίστοιχης τάξης μεγέθους με τα ποσοστά χωρών όπως η Κολομβία (4,1% το 2012), η Γκάνα (5%), η Ζιμπάμπουε (8,3%) και η Λιβύη (10%).
Νομίζω πως αυτή είναι σημαντικότερη αιτία των δικών μας προβλημάτων. Χωρίς εμπιστοσύνη δεν υπάρχει σεβασμός, δεν υπάρχει συναίνεση, δεν υπάρχει συνεργασία, δεν υπάρχει συμβιβασμός, δεν υπάρχει διάλογος. Δεν υπάρχει συνύπαρξη.
Κάθε μέρα τις βλέπουμε τις εκφάνσεις του φαινομένου, κάθε λεπτό της ύπαρξής μας. Το βλέπουμε στον δρόμο, στο πώς οδηγούμε, πού παρκάρουμε, πώς συμπεριφερόμαστε στους άλλους. Το βλέπουμε στο δημόσιο χώρο, στις καρέκλες που βάζει ο άλλος έξω από το σπίτι του, για να καπαρώσει τη θέση, στους βρωμερούς ακάλυπτους χώρους των πολυκατοικιών, στις συμπεριφορές στον χώρο εργασίας, στην αγένεια, στον ταξιτζή που έβγαλε την αιμόφυρτη για να μη του λερώσει το ταξί, στις εισαγωγές αίματος για μεταγγίσεις από την Ελβετία, διότι δεν έχουμε αρκετούς αιμοδότες, στο πόσοι ελεύθεροι επαγγελματίες και πόσες επιχειρήσεις των δύο ή τριών ατόμων (συγγενών μεταξύ τους) υπάρχουν στη δική μας οικονομία σε σχέση με το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Το βλέπουμε στον δημόσιο διάλογο. Στη σπουδή και την όρεξη να κοροϊδέψουμε και να “θάψουμε”, στη δυσπιστία απέναντι στην επιτυχία του άλλου, στον φθόνο.
Αν υπάρχει κάτι ενθαρρυντικό, είναι ότι αυτό το φαινόμενο μάλλον δεν είναι ένα εγγενές πρόβλημα των Ελλήνων. Δεν είναι γενετική ασθένεια. Πρώτα απ’ όλα, κι άλλοι λαοί τό ‘χουν, και οι Κολομβιάνοι και οι Γκανέζοι, και πιθανότατα κι αυτοί αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα ως εκ τούτου. Οι Έλληνες, απ’ ό,τι φαίνεται δε μια χαρά μπορούν να προσαρμοστούν, να υπακούσουν σε κανόνες και να συμπεριφερθούν πολιτισμένα σε κοινωνίες άλλες, όπου οι κανόνες επιβάλλονται. Δεν είναι βιολογικά ανίκανοι να υπακούσουν. Δεν είναι κλινικά απείθαρχοι.
Ο ίδιος Έλληνας που βρίζει και προσπερνά από δεξιά και τρέχει στη ΛΕΑ, όταν πλησιάζει στο αεροδρόμιο ξαφνικά θυμάται να σέβεται τις διαβάσεις των πεζών. Ο ίδιος άνθρωπος είναι. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι μετανάστες της δεκαετίας του ’90 που ζουν στη χώρα εδώ και δεκαετίες, όπως και τα παιδιά τους, έχουν γίνει ολόιδιοι με τους γηγενείς στη συμπεριφορά. Οπότε, δεν φταίει το μυαλό μας ούτε “το DNA μας”. Φταίει το μέρος – όχι το γεωγραφικό μέρος, αλλά το κοινωνικό μόρφωμα που έχουμε κατασκευάσει μαζί. Φταίει η συνύπαρξή μας η ίδια.
Δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ένα εγγενές πρόβλημα σε ατομικό, ανθρώπινο επίπεδο, θα υπέθετε κανείς ότι η κατάστασή μας θεραπεύεται. Το πώς είναι ένα σοβαρό θέμα.
Κάποιος μπορεί να πει ότι είναι θέμα πολιτικής βούλησης και παιδείας. Ότι ξαφνικά πρέπει κάποιος (ποιός; πώς;) να αρχίσει να επιβάλλει τους κανόνες για όλους, και ταυτόχρονα να αρχίσουμε να διδάσκουμε τις αξίες του αλληλοσεβασμού και της συνεργασίας στις επόμενες γενιές. Αυτό όμως δεν είναι λύση, είναι ευχή. Τέτοιες προσπάθειες στην πράξη καταλήγουν στην ελληνική εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου και στους γονείς που κάνουν παράπονα στους δασκάλους διότι έβαλαν κακό βαθμό στα παιδιά τους.
Κάποιος άλλος μπορεί να πει ότι το πρόβλημα ενδέχεται να λύνεται με έμμεσους τρόπους. Να συνεχίσουμε να μισούμαστε μεν, αλλά να καταφέρουμε να διεισδύσουμε στην κοινωνία, ακόμη και κρυφά και υπόγεια, μικρές ενέσεις συνεργατικότητας, νομιμότητας και σεβασμού σε μεμονωμένες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Μπορεί αυτό να φτάνει, ενδεχομένως.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει κάνει η Κύπρος, όπου οι άνθρωποι εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον σε παρόμοιο ποσοστό με εμάς (σχεδόν καθόλου -7,7% το 2014) αλλά η κοινωνία λειτουργεί κάπως καλύτερα απ’ ό,τι η δική μας. Βεβαίως, είναι ένα πολύ μικρό μέρος, με άλλες ιδιαιτερότητες και εξωγενείς παράγοντες πίεσης.
Εγώ νομίζω πάντως ότι πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και την περίπτωση το δικό μας το πρόβλημα να μη λύνεται καθόλου – σε εύλογο χρονικό διάστημα τουλάχιστο. Ίσως απλά να μην μπορούμε να το κάνουμε αυτό το πράγμα. Να μην γίνεται να συνυπάρξουμε μεταξύ μας, βρε αδερφέ. Καθόλου. Μπορεί πια να έχουμε φτιάξει ένα πλέγμα τόσο τοξικών ανθρώπινων σχέσεων και μια τόσο συμπαγή κουλτούρα επιφυλακτικότητας και δυσπιστίας και μίσους, που δεν αλλάζει με τίποτε. Μεμονωμένα θεραπευόμαστε όταν βρισκόμαστε σε άλλο, υγιέστερο περιβάλλον, αλλά ο εγχώριος κοινωνικός μας οχετός ίσως να μην καθαρίζεται με τίποτε. Ίσως η ιδέα ενός ελληνικού εθνικού κράτους που να λειτουργεί σωστά να είναι μια ουτοπία. Σκεφτείτε το. Διακόσια χρόνια προσπαθούμε.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!