Του Σπυρίδωνος Βλιώρα
Στη συνοικία Σοποτός στη βορειοανατολική Καλαμπάκα[1] βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Σοποτού, που εορτάζει κάθε χρόνο στις 23 Απριλίου, εκτός αν η ημερομηνία αυτή πέσει μέσα στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή της Μεγάλης Εβδομάδας (όπως φέτος), οπότε μετατίθεται η εορτή την επόμενη μέρα του Πάσχα (Δευτέρα της Διακαινησίμου).
Σοποτός
Ο Σοποτός είναι μια παλιά συνοικία της Καλαμπάκας, στην οποία υπήρχε μια όμορφη ‑κατά καιρούς!‑ βρύση, απ’ την οποία έπαιρναν νερό οι κάτοικοι τα παλαιότερα χρόνια. Σώζεται μια παλαιά φωτογραφία του 1926 που απεικονίζει Καλαμπακιώτισσες να παίρνουν νερό από τη βρύση, Καλαμπακιώτες να περνούν με τα γαϊδούρια τους φορτωμένα καθώς και διάφορους κατοίκους να στέκουν μπροστά απ’ τα σπίτια τους, σε μια αρκετά αλλαγμένη συνοικία σε σχέση με σήμερα.
Στο λεύκωμα «Καλαμπάκα: Ταξίδι στο παρελθόν» διαβάζουμε: «Μια από τις γραφικές συνοικίες της πόλης ήταν και ο Σιποτός (sic). Στη συνοικία αυτή κατοικούσαν κατά το πλείστον γεωργοί, γεωργοκτηνοτρόφοι και τα περισσότερα μέλη της συνοικίας των μαστόρων. Στα γύρω της βρύσης σπίτια κάθονταν οι Κοντογουλαίοι, Παζιούλης, Τακαίοι, Σουλιώτης. Η βρύση του Σιποτού είχε το καλύτερο νερό. Δροσερό, εύγευστο, χωνευτικό και το καλοκαίρι περιζήτητο. Από το πίσω μέρος της βρύσης περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στα μοναστήρια της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Στεφάνου. (…) Η βρύση του Σιποτού, με το θαυμάσιο και αστείρευτο γάργαρο νερό της, που εύφραινε τους συμπατριώτες μας, ιδίως τους θερινούς μήνες, πριν αλλάξει το σύστημα υδροδότησης της πόλης. Με τα περίσσια νερά της ποτίζονταν οι κήποι του ρέματος, που σχημάτιζαν το καλοκαίρι μια όαση πρασίνου και δροσιάς. Δυστυχώς σήμερα (2002), στο όνομα του εκσυγχρονισμού, αντικαταστάθηκε από ένα κακόγουστο τσιμεντένιο κατασκεύασμα.» [2]
Στο λεύκωμα «Καλαμπάκα: Διαδρομή στο χρόνο», διαβάζουμε: «Η συνοικία Σωποτού (sic) ήταν ταυτισμένη με την ομώνυμη βρύση της, η οποία αποτελούσε πηγή ζωής, όχι μόνο για τους κατοίκους της περιοχής, αλλά κι ολόκληρης της πόλης. Η αφθονία του νερού κάλυπτε όλες τις ανάγκες ύδρευσης. Έδινε πόσιμο νερό, ξεκούραζε διψασμένους και πότιζε κήπους και περιβόλια, με πλούσια βλάστηση, που άρχιζαν από το πλάτωμα της βρύσης κι έφθαναν μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό. Τα βράδια του καλοκαιριού τραβούσε σαν μαγνήτης, μέχρις εκεί, ρομαντικούς περιπατητές και κανταδόρους, που έρχονταν να θαυμάσουν την ομορφιά και να αισθανθούν τη μαγεία της νύχτας. Να δουν το φεγγάρι να ξεπροβάλλει από την Μυλόντζα. Ν’ ακούσουν τη φωνή του γκιώνη. Να νιώσουν με το ρίγος της δροσιάς τα σκιρτήματα της καρδιάς και να πιουν το δροσερό νερό της βρύσης Σωποτού.»[3]
Δυστυχώς, η βρύση αυτή δεν σώζεται σήμερα. Γύρω στα 1960 κατεδαφίστηκε, ενώ 20 χρόνια αργότερα το νερό έτρεχε σε μια φριχτή υπόγεια τρύπα, η οποία τελικά φράχτηκε με μπετόν, ώστε σήμερα τίποτα να μην θυμίζει την ύπαρξη της βρύσης στο σημείο εκείνο.
Ετυμολογία[4]
Τη λέξη Σοποτός οι Καλαμπακιώτες την γράφουν με διάφορους τρόπους, π.χ. Σωποτός, Σοπωτός, Σιποτός κ.ά. Λαμβάνοντας υπόψη πως προέρχεται από τη πρωτοσλαβική λέξη *sopotъ, που σημαίνει «ρεύμα, πηγή», πιστεύουμε πως η σωστή ορθογραφία είναι με ‑ο‑: Σοποτός. Άλλωστε, και ο βυζαντινός αυτοκράτορας και ιστορικός Ιωάννης Ϛ´ Καντακουζηνός που αναφέρει τον 14ο αιώνα διάφορα τοπωνύμια της Ηπείρου, με ‑ο‑ τον γράφει: «Ἦσαν δὲ οὐκ ὀλίγαι πόλεις, τό τε Μεσοπόταμον ὀνομαζόμενον, καὶ ὁ Σοποτὸς καὶ ἡ Χειμάῤῥα· πρὸς τούτοις τε τὸ Ἀργυρόκαστρον καὶ ἡ Πάργα καὶ ὁ Ἅγιος Δονάτος καὶ Ἀγγελόκαστρον καὶ Ἰωάννινα, ὅ τε Εὐλοχὸς καὶ τὸ Βάλτον καὶ ἕτερ’ ἄττα φρούρια οὐκ ὀλίγα».
Στην Ελλάδα συναντούμε ακόμη το χωριό Σοποτό (ή Αροανία), 32 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Καλαβρύτων, που «φημίζεται για την πληθώρα καθώς και την ποιότητα των πηγών του», και το βουνό Σοποτό, με ύψος 1242 μέτρα κοντά στο σημερινό χωριό Ραψάνη, ενώ στα Βαλκάνια μπορούμε να αναφέρουμε την πόλη Sopot στη βόρεια Πολωνία και τον ποταμό Sopot στην νοτιοανατολική πλευρά της χώρας, το χωριό Šopot στη νοτιοδυτική Κροατία, την πόλη Сопот στην κεντρική Βουλγαρία κ.ά.
Ναΰδριο Αγίου Γεωργίου
Πρόκειται για έναν μικρό ναό με «διαστάσεις 11,50 X 5,85 μέτρων».[5] Είναι μια «κεραμοσκέπαστη με τετράκλινη στέγη μονόχωρη βασιλική (…) με πεντάπλευρη κόγχη ιερού που διατρυπάται από φωτιστική σχισμή και με δύο τοξωτές εισόδους προς Δυσμάς και Νότο. Εκατέρωθεν της νότιας εισόδου είναι σκαλισμένα έξεργα δύο μυθολογικά τέρατα. Στο ανώφλι λιθανάγλυφος ρόδακας. Ψηλότερα, σε ορθογώνια εσοχή, είναι εντοιχισμένη λιθανάγλυφη πλάκα με σταυρό και βλαστούς.»[6] «Η αψίδα του ιερού είναι διακοσμημένη με ανάγλυφους ψευδοκίονες, όπως και του Ναού της Αγίας Βαρβάρας, πράγμα που δείχνει ότι φιλοτεχνήθηκε ίσως από τους ίδιους τεχνίτες.»
Επιγραφή
Δεξιά και πάνω από την νοτιοανατολική είσοδο του ναού βρίσκεται εντοιχισμένη πώρινη πλάκα με εγχάρακτη την εξής κεφαλαιογράμματη επιγραφή: «Tὸ πρῶτον θεμέλιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ͵ζπʹ (7080 από κτίσεως κόσμου=1571/2). Ἡ μετακαίνισις τοῦ ἀρχιερέα καὶ θεοφιλεστάτου αὐθέντος καὶ δεσπότου κυρίου Παϊσίου Σταγῶν καὶ Κωνσταντούλα τοῦ Γιαννάκη, Παπαθεοδόση, συνδρομή Στάθης καὶ πίτροπος Γιώργου τοῦ Δημήτρη καὶ τῶν ἐπιλοίπων χωριανῶν, ἔτει 1798, Μαρτίου πρώτη.»
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο ναός πρωτοκτίστηκε τον 16ο αιώνα, και συγκεκριμένα στα 1571/2. Την εποχή αυτή επίσκοπος Σταγών ήταν ο Ιωάσαφ.
Επίσκοπος Σταγών Ἰωάσαφ[7]
Μετά από τα μέσα του 16ου αιώνα επίσκοπος Σταγών έγινε ο δραστήριος ιεράρχης Ιωάσαφ. Στην επιλογή του αρχιερατικού του ονόματος πρέπει να έπαιξε ρόλο, εκτός του Ιωάσαφ Βʹ, του επονομαζόμενου «Μεγαλοπρεπούς», που ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως την ίδια περίπου εποχή, και ο δεύτερος κτίτορας της μονής του Μεγάλου Μετεώρου, ο πρώην βασιλιάς Ιωάννης Ούρεσης (Јован Урош) Άγγελος Κομνηνός Δούκας ο Παλαιολόγος που έγινε μοναχός με το όνομα Ιωάσαφ και διαδέχτηκε στην ηγουμενία τον όσιο μεγαλομετεωρίτη Αθανάσιο στο τέλος του 14ου αιώνα καθώς και ο ομώνυμος κτίτορας της μονής Ρουσάνου, αυτάδελφος του κτίτορος Μαξίμου.[8]
Ο «εξαίρετος και φιλευσεβής ποιμενάρχης»[9] Σταγών Ιωάσαφ ήταν συγγενής (μικρανιψιός) του Αγίου Βησσαρίωνος και ανιψιός του διαδόχου του Βησσαρίωνος στο επισκοπικό θρόνο των Σταγών, του Νεοφύτου Αʹ.[10] Ήταν επίσης αδελφός του Επισκόπου Ελασσόνος Αρσενίου (1550‑29 Απριλίου / 9 Μαΐου 1625).
Ο «δραστήριος και μεγαλοπράγμων» Ιωάσαφ στα 1571/2, σύμφωνα με την εντοιχισμένη επιγραφή που είδαμε, θεμελίωσε τον ναό αυτό προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, 250 μέτρα περίπου βορειοανατολικότερα του μητροπολιτικού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου των Σταγών.
Δεν γνωρίζουμε αν αγιογραφήθηκε ο ναΐσκος, υποθέτουμε όμως πως ναι, καθώς μέχρι τις 24 Απριλίου του 1972 διακρίνονταν υπολείμματα τοιχογραφιών στο πάνω μέρος της κόγχης του ιερού του, πίσω από την Αγία Τράπεζα: «Και το εκκλησάκι τούτο ήταν, φαίνεται, τοιχογραφημένο ολόκληρο, μα απ’ τις εικονογραφίες του μόνο ένα μικρό τμήμα κι αυτό σε κακή κατάσταση, χωρίς να μπορεί κανείς να ξεχωρίσει κάτι της τεχνοτροπίας του, διακρίνεται στο πάνω μέρος της κόγχης του ιερού του, πίσω απʹ την Άγια του Τράπεζα.»[11] Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν οι αγιογραφίες ήταν του 16ου αιώνα ή του 18ου.
Ο Ιωάσαφ Σταγών υπήρξε επίσης, την ίδια περίπου εποχή ο ανακαινιστής και κύριος χορηγός για την τοιχογράφηση του μητροπολιτικού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας, όπως διαβάζουμε στη σχετική επιγραφή[12] πάνω από την είσοδο του κυρίως ναού· ο Κρητικός ζωγράφος Νεόφυτος Μπαθάς, γιος του «ἀρίστου ἁγιογράφου» Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά, που στις 12 Οκτωβρίου του 1527 είχε ολοκληρώσει την αγιογράφηση του καθολικού της αγιομετεωρίτικης μονής Αγίου Νικολάου Αναπαυσά,[13] και ο Καλαμπακιώτης ιερέας Κυριαζής, επί αρχιερέως Σταγών Ιωάσαφ και μητροπολίτου Λαρίσης (με έδρα τα Τρίκαλα) Δανιήλ, τον Δεκαπενταύγουστο του 1573 ολοκλήρωσαν την αγιογράφηση του ναού.
Μάλιστα, στον εσωνάρθηκα του ναού, πάνω από τη «λεκάνη αγιασμού»,[14] «στο μέτωπο του νοτιοδυτικού πεσσότοιχου εικονίζεται η κτιτορική παράσταση. Στο κέντρο παριστάνεται ο Χριστός στον τύπο του Παντοκράτορα, να κάθεται με συστροφή του σώματος σε ξυλόγλυπτο θρόνο με ημικυκλικό ερεισίνωτο, να κρατάει ανοιχτό ενεπίγραφο κώδικα ευαγγελίου και να ευλογεί με το δεξί χέρι. Φοράει πορφυρό ορθόσημο χιτώνα και γκριζογάλανο ιμάτιο. (…) Δεξιά εικονίζεται η Παναγία, όρθια σε στάση τριών τετάρτων στραμμένη προς τον Χριστό, να κρατάει ανοιχτό ενεπίγραφο ειλητάριο. Αριστερά σε μικρότερη κλίμακα εικονίζεται ο επίσκοπος Σταγών Ιωάσαφ, στραμμένος σε στάση τριών τετάρτων προς τον Χριστό, να κρατάει ανοιχτό ενεπίγραφο ειλητάριο. Φοράει μοναχικό χιτώνα και κουκούλιο.»[15] Πάνω από τον επίσκοπο είναι γραμμένη η φράση «Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰωάσαφ ἀρχιερέως».
Σώζεται κι ακόμη μία απεικόνιση του Ιωάσαφ σε εικόνα: «Ήταν αδελφός του περίφημου Αρσενίου Ελασσόνος (1550-1626). Σε φορητή εικόνα του έτους 1591/92, που ο Αρσένιος από τη Ρωσία είχε δωρίσει στη Μονή Δουσίκου και σήμερα φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, παρίσταται στο κέντρο η Θεοτόκος ένθρονος και βρεφοκρατούσα, ενώ την παραστέκουν, σε στάση δεήσεως, ντυμένοι όμοια, με τις αρχιερατικές τους ενδυμασίες, ο άγιος Βησσαρίων Βʹ Λαρίσης και ο Νεόφυτος Βʹ Λαρίσης. Γονυπετείς, σε στάση πάλι δεήσεως, στα πόδια της Θεοτόκου, εικονίζονται, κάτω από τον άγιο Βησσαρίωνα ο Σταγών Ιωάσαφ και κάτω από τον Νεόφυτο ο Αρσένιος Ελασσόνος.»
Ν’ αναφέρουμε τέλος ότι έξω από την κόγχη, στο νότιο τοίχο της πρόθεσης του ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας, αναγράφονται σε τρίστηλη κεφαλαιογράμματη εντοίχια παρρησία τα ονόματα των κτιτόρων του ναού και των άλλων δωρητών που μνημονεύονται κατά την Προσκομιδή. Δυστυχώς η επιγραφή δεν διαβάζεται καλά, μπορούμε όμως να αναγνώσουμε τα ονόματα των «Νεοφύτου Ἀρχιερέως, Σεργίου Ἀρχιερέως, Ἰωάσαφ Ἀρχιερέως, Μάρκου Ἀρχιερέως, Σταματίου ἱερέως, Παχωμίου ἱερέως…».
Παΐσιος Βʹ εκ Κλινοβού
Την εποχή της ανακαίνισης του ναού του αγίου Γεωργίου Σοποτού, την πρωτομαρτιά του 1798, επίσκοπος Σταγών ήταν ο Κλινοβίτης[16] Παΐσιος.
Από τις 12 Μαΐου του 1784 επίσκοπος Σταγών έγινε ο «πολύς Παΐσιος, (…) που υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους και δραστηριότερους ιεράρχες των Σταγών και της Εκκλησίας γενικότερα κατά τους δύσκολους εκείνους χρόνους της δουλείας.»
Το κοσμικό όνομα του Παϊσίου ήταν Ιωάννης. Ο πατέρας του λεγόταν Ευστάθιος και η αδερφή του Μαρία. Καταγόταν από τον Κλινοβό. Αρχικά, έγινε διάκονος δίπλα στον χιώτη επίσκοπο Λαρίσης Μελέτιο Γʹ τον Καλλιάρχη (1769-1792).
Στις 26 Μαρτίου του 1784, την Μεγάλη Τρίτη, πέθανε ο Σταγών Παρθένιος. Στις 12 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε επίσκοπος «ὁ νῦν Σταγῶν Κλινοβίτης κὺρ Παΐσιος». Οι άλλοι δύο συνυποψήφιοι του ήταν ο ιεροδιάκονος Σάββας και ο ιερομόναχος Κωνστάντιος.[17]
Η προσφορά του Παϊσίου ως μητροπολίτη Σταγών ήταν σημαντική, τόσο στην Εκκλησία όσο και στην Παιδεία. Οργάνωσε με έξοδά του σχολεία στον Κλινοβό και άλλες περιοχές, όπως στις Καρυές του Αγίου Όρους, ανακαίνισε ναούς και αναφέρεται ως δωρητής κάθε λογής εκκλησιαστικών ειδών και εικόνων. Μάλιστα ο Τρύφων Ευαγγελίδης αναφέρει ότι «Σχολή Μετεώρων κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους ἱδρύθη ὑπὸ τοῦ ἐκ Κλινοβοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου, ἐπικαλεσθέντος τὴν συνδρομὴν τῶν ἡγεμόνων Βλαχίας καὶ Μολδαβίας τῷ 1818· διετηρεῖτο ἐπὶ Τουρκοκρατίας πρὸς διδασκαλίαν τῶν μοναχῶν καὶ χάριν ἀντιγραφῆς χειρογράφων, ὧν πληθὺς σώζεται ἐν ταῖς Μοναῖς. Σχολή Κλινοβοῦ: καὶ αὕτη ἱδρύθη τῷ 1818 ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ Παϊσίου ἐξ ἰδίων δαπανήσαντος.»[18]
Είχε σημαντικές σχέσεις με την αγιομετεωρίτικη μονή της Αγίας Τριάδας και δώρισε σ’ αυτή την πλούσια βιβλιοθήκη του, ανάμεσα στα βιβλία της οποίας υπήρχε κι ένα αντίτυπο της Ελληνικής Νομαρχίας σχολιασμένο από τον ίδιο[19] καθώς κι ένα αντίτυπο του βιβλίου Πραγματεῖαι τῶν μαθηματικῶν στοιχείων του Ανδρέου Ιωάννη Σεγνέρου[20] σε μετάφραση του Ευγενίου Βούλγαρη, στο οποίο βρίσκουμε, σημειωμένες από τον ίδιο, ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον εαυτό του. Δυστυχώς, τα περισσότερα απ’ όσα κληροδότησε ο Παΐσιος στη μονή Αγίας Τριάδας χάθηκαν ή κλάπηκαν κατά την περίοδο της κατοχής: «Τὸ ἀρχεῖον τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐν ᾧ καὶ πολλὰ γράμματα τοῦ ἐκ Κλινοβοῦ καταγομένου Παϊσίου, κατεστράφη σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου κατὰ τὴν περίοδον τῆς Κατοχῆς.»[21]
Στα 1801 τοποθετήθηκε ως έξαρχος στη μονή της Ολυμπιώτισσας, «διὰ νὰ καταγράψῃ τὰ κινητὰ καὶ ἀκίνητα, τὰ κτήματα, τὰ εἰσοδήματα καὶ γενικῶς νὰ διαπίστωσῃ τὴν οἰκονομικὴν κατάστασιν τοῦ μοναστηριοῦ».
Στα 1808 παραιτήθηκε από τη μητρόπολη Σταγών, όπως μαθαίνουμε από τον Κώδικα 1472 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος που αναφέρεται στη Μητρόπολη Λαρίσης: «τοῦ ἀρχιερατεύοντος κὺρ Παϊσίου οἰκειοθελῶς καὶ ἀβιάστως παραιτησαμένου».
Στη συνέχεια διορίστηκε Σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής, έγινε επίσκοπος Σηλυβρίας (21-8-1816) και Φιλιππουπόλεως (1818), όπου και πέθανε στα τέλη του 1821 ή στις αρχές του 1822.
Με διαθήκη του άφησε πολλά κληροδοτήματα στην επαρχία Σταγών, σε σχολεία και σε μοναστήρια.
Στα αρνητικά του Παϊσίου προσγράφεται δυστυχώς «η αντιδραστική στάση του στα γεγονότα της Μάνης. (…) Στα 1797, σταλμένος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πήγε έξαρχος στη Μάνη να πείσει τους Μανιάτες να μη σηκώσουν τα όπλα κατά του σουλτάνου, παρά να μείνουν ήσυχοι.[22] Κι όταν άρχισε το επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, ο Παΐσιος σύναξε τους προκρίτους χριστιανούς της Φιλιππούπολης, [ώστε] να είναι όλοι πιστοί ραγιάδες και σκλάβοι του υψηλοτάτου δουβλετίου.»
Στον εξωνάρθηκα του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, «στο εικονογραφικό πρόγραμμα του οποίου αναπτύσσονται σκηνές από την Δευτέρα Παρουσία στον ανατολικό τοίχο, ενώ στον βόρειο, νότιο και δυτικό τοίχο κυριαρχούν δεκάδες σκηνές Μηνολογίου αγίων» βρίσκουμε δύο επιγραφές (1782 και 1792), απ’ τις οποίες μαθαίνουμε ότι ο Παΐσιος είχε καλέσει τον Καλαριτινό αγιογράφο Δημήτριο και τον μαθητή του Γεώργιο,[23] προκειμένου να αγιογραφήσει τον εξωνάρθηκα: «Δεκτὴ Λιτή σοι, ἣν Παΐσιος φέρει, τῆς σῆς πρόσω Δέσποινα ἐνδόξου τιμῆς, γένοιτο (…) Ἐπὶ ἀρχιερέως Σταγῶν Παϊσίου τοῦ ἐκ Κλινοβοῦ. Διὰ χειρὸς ταπεινοῦ Δημητρίου Καλαρίτου, 1782, Ἰανουαρίου 25» και «Ἡ παροῦσα ἱστορία τῶν τριῶν ἁγίων ἐγράφη διὰ χειρὸς μαθητοῦ Δημητρίου Καλαρίτου, δι’ ἐξόδων τοῦ τιμιωτάτου κυρίου Κωνσταντίνου Ἰωάννου. Ἐπὶ ἀρχιερέως Σταγῶν κυρίου Παϊσίου ἐκ κώμης Κλινοβοῦ, 1792.»
Δυστυχώς, οι επιγραφές είναι πλέον εξίτηλες και η κατάσταση των αγιογραφιών είναι κακή, καθώς ο εξωνάρθηκας κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής χρησιμοποιούνταν ως μαγειρείο!
Στα 1798 ο Παΐσιος φρόντισε για την ανακαίνιση του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου Σοποτού σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Ιωάννου που βλέπουμε να τον συνέδραμε και στην Κοίμηση της Θεοτόκου (Κωνσταντούλα τοῦ Γιαννάκη αναφέρεται εδώ), τον ιερέα Θεοδόσιο (Παπαθεοδόση) και τη συνδρομή των επιτρόπων του ναού και των άλλων Καλαμπακιωτών: «(…) τοῦ ἀρχιερέα καὶ θεοφιλεστάτου αὐθέντος καὶ δεσπότου κυρίου Παϊσίου Σταγῶν καὶ Κωνσταντούλα τοῦ Γιαννάκη, Παπαθεοδόση, συνδρομή Στάθης καὶ πίτροπος Γιώργου τοῦ Δημήτρη καὶ τῶν ἐπιλοίπων χωριανῶν, ἔτει 1798, Μαρτίου πρώτη.»
Τη συμμετοχή του Παϊσίου σε ανακαινίσεις ναών και δωρεές εικόνων στην περιοχή της Καλαμπάκας τη βρίσκουμε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπως (ενδεικτικά) σε εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης του ναϊδίου των Αγίων Πάντων που αγιογραφήθηκε από τον Καλαριτινό Δημήτριο Ζούκη την 1 Μαρτίου 1790,[24] σε εικόνα των αγίων Ιωακείμ και Άννης στο δίδυμο ναΰδριο Αγίου Βασιλείου και Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, «διὰ χειρὸς Γεωργίου τοῦ ἐξ Ιωαννίνων» στις 26 Ιουλίου 1790,[25] στην αγιογράφηση του νάρθηκα της μονής Υπαπαντής Μετεώρων, σε ναούς στα χωριά Δέση και Πύρρα Τρικάλων και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων πρέπει να αναδειχθεί η μακροσκελής μικρογράμματη επιγραφή, στην κόγχη του Διακονικού του ναού των Αποστόλων στον Κλινοβό, με τη βιογραφία του Παϊσίου, αντίγραφο του ιδιόχειρου βιογραφικού σημειώματος που έγραψε ο Παΐσιος στον Κώδικα της Μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως στις 21 Μαΐου 1818.[26]
Νεότερες αγιογραφίες
Σύμφωνα με επιγραφή που υπάρχει εσωτερικά στον ναό πάνω από την βορειοδυτική είσοδο το 2003, επί αρχιερατείας Σταγών και Μετεώρων Σεραφείμ και επί ιερατείας του ιερέα Ελευθερίου Κουκουράβα ο αγιογράφος Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος αγιογράφησε τον ναό σε όλες του τις επιφάνειες: «Ὁ πάνσεπτος οὗτος ἱερὸς ναὸς ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ τὸν ἁγιογράφο Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, ἀρχιερατεύοντος τοῦ μητροπολίτη Σταγῶν καὶ Μετεώρων Σεραφεὶμ καὶ ἱερατοῦντος πρωτοπρεσβυτέρου Ἐλευθερίου Κουκουράβα, ἐν ἔτει σωτηρίῳ 2003».
[1] Για την πλήρη μελέτη, με τις υποσημειώσεις και όλες τις φωτογραφίες, δες www.academia.edu/38967680.
[2] Καλαμπάκα: Ταξίδι στο παρελθόν, επιμέλεια: Δημήτριος Μακεδόνας, Λιλίκα Λιάπη-Κιλμπασάνη, Ναπολέων Δαμασκηνός, εκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2002, σελ. 50.
[3] Καλαμπάκα: Διαδρομή στο χρόνο, επιμέλεια: Νίκος Ιωνάς, Βούλα Τσιάρα, Γιώργος Φίκας, Καλαμπάκα 2004, σελ. 75.
[4] Βλιώρας Σπυρίδων, Τοπωνύμια της (ευρύτερης περιοχής) Καλαμπάκας με σλαβική ή τουρκική ετυμολογική προέλευση, εφ. Τα Μετέωρα, 4/3/2016, 11/3/2016 & 18/3/2016. (www.academia.edu/24217447)
[5] Νημάς Θεόδωρος, Τα μνημεία της Καλαμπάκας: από το αρχαίο Αιγίνιον και τους βυζαντινούς Σταγούς στη σύγχρονη Καλαμπάκα, 1° Γυμνάσιο Καλαμπάκας, εκδ. Έκτυπος, Καλαμπάκα 2002, σελ. 62.
[6] Παπαζήσης Τριαντάφυλλος, Πολιτιστικός Τουριστικός Οδηγός επαρχίας Τρικάλων (Ιστορία, αρχαιότητες, μνημεία, διαδρομές), εκδ. Τρικαλινό Ημερολόγιο – Πολιτιστικός Οργανισμός Δήμου Τρικκαίων, Τρίκαλα 1997, σελ. 57.
[7] Τα πλήρη βιογραφικά στοιχεία των επισκόπων Σταγών Ἰωάσαφ και Παϊσίου, που μας είναι γνωστά, θα παρατεθούν σε προσεχές άρθρο μας.
[8] Βλιώρας Σπυρίδων, Ιερά Μονή Ρουσάνου – Άγια Μετέωρα: Οι ουρανογείτονες βράχοι, εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2017, σελ. 178. (www.academia.edu/35534349)
[9] Σοφιανός Δημήτριος, Η Επισκοπή Σταγών. Σύντομο ιστορικό διάγραμμα, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών και Μετεώρων, Καλαμπάκα 2004, σελ. 43.
[10] «γιος της αδελφής του Χρυσάφης, μετέπειτα μοναχής Χριστοδούλης». Σοφιανός, ό.π.
[11] Θανασούλας (Αθανασούλας) Στέφανος, Της Καλαμπάκας εκκλησίες, παρεκκλήσια, εξωκλήσια, σταυροί και εικονοστάσια, επιμέλεια Παναγιώτης Καρασίμος, Καλαμπάκα 2016, σελ. 201. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Μετέωρα, στις 24/4/1972.
[12] Αναλυτική παρουσίαση της επιγραφής και άλλες πληροφορίες για την ανακαίνιση και αγιογράφηση του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου τον 16ο αιώνα θα αναφέρουμε σε προσεχές άρθρο μας.
[13] Βλιώρας Σπυρίδων, Μετεωρίτικες μονές, εφ. Τα Μετέωρα, 26/5/2017, 2/6/2017 & 9/6/2017. (www.academia.edu/33262144)
[14] Που σε μεταγενέστερες εποχές χρησιμοποιήθηκε ως κολυμπήθρα και εντός της οποία κι εγώ ο ίδιος βαπτίστηκα στις 28/4/1970!
[15] Αναγνωστόπουλος Αλέξανδρος, Ανδρούδης Πασχάλης, Η βυζαντινή καθέδρα των Σταγών, εκδ. Ιερά Μητρόπολις Σταγών και Μετεώρων – Μέλισσα, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 154.
[16] Για την ετυμολογία της λέξης Κλινοβός βλέπε Βλιώρας Σπυρίδων, Τοπωνύμια. (www.academia.edu/24217447)
[17] Ντρογκούλης Γιώργος, Επίσκοποι Σταγών κατά τον 17ο και 18ο αιώνα κατά τον Κώδικα Μητρόπολης Λαρίσης, σελ. 161. Να πρόκειται για τον ομώνυμο ηγούμενο του Αγίου Στεφάνου; Πιθανόν όμως να είναι ο μετέπειτα μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Κωνστάντιος, που από το 1870-1873 ήταν σχολάρχης στο Σχολαρχείο Κλεισούρας Καστοριάς. Ευαγγελίδης Τρύφων, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1936, σελ. 122.
[18] Ευαγγελίδης Τρύφων, ό.π., σελ. 231-232. Βλ. και Καρασίμος Παναγιώτης, Τα Σχολεία μας, 1898-1997, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννενα 1998, σελ. 51 & 143.
[19] Ήταν ένας από τους 15 περίπου, μέχρι σήμερα, γνωστούς κατόχους του βιβλίου Ελληνική Νομαρχία του Ανωνύμου. Ντρογκούλης, ό.π., σελ. 162.
[20] Segner Johann Andreas von (1704-1777), «Τῶν μαθηματικῶν στοιχείων αἱ πραγματεῖαι αἱ ἀρχοειδέσταται».
[21] Βέης Νικόλαος, Τέσσαρες ἐκθέσεις περὶ τῶν εἰς τὰ Μετέωρα καὶ τὴν λοιπὴν Θεσσαλίαν ἀποστολῶν μου, Θεσσαλικά Χρονικά, 7-8, 1959, σελ. 35.
[22] «διδάσκων καὶ στηρίζων τὸν χριστεπώνυμον λαόν, καὶ ὑποτελῆ ἐπ’ εὐνομίᾳ, εἰρήνῃ καὶ ὀφειλομένη ὑποταγῇ ἐπὶ τὸ βασίλειον κράτος» [των Οθωμανών!], όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του, που έχει αντιγραφεί και στην κόγχη του Διακονικού του ναού των Αποστόλων στον Κλινοβό· βλ. Μυρτίλος Αποστολίδης, Ο από Σηλυβρίας Φιλιππουπόλεως Μητροπολίτης Παΐσιος, Θρακικά, 3, 1932, σελ. 17-35.
[23] «Φρονώ ότι πρόκειται για τον Καλαριτινό Δημήτριο Ζούκη κρίνοντας από την υπογραφή του Ζούκη στην κτιτορική επιγραφή του νάρθηκα της μονής Υπαπαντής Μετεώρων». Παπαζήσης Τριαντάφυλλος, ό.π., σελ. 46.
[24] Αγίων Πάντων: Στην εκκλησία υπήρχε και εικόνα με την επιγραφή: «Ἡ παροῦσα τῶν ἁγίων ἱστορία Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης καὶ Δημητρίου ἐγράφη διὰ χειρὸς Γεωργίου μαθητοῦ Δημητρίου Ζούκη Καλαριώτου δι’ ἐξόδων τοῦ τιμιωτάτου κυρίου Κωνσταντίνου Ἰωάννου ἐπὶ ἀρχιερέως Σταγῶν Παϊσίου, τοῦ ἐκ κώμης Κλινοβοῦ· 1790, Μαρτίου αʹ»· Παπαζήσης Τριαντάφυλλος, ό.π., σελ. 48.
[25] Γιαννόπουλος Νικόλαος, Το χωριό Βοεβόδα της κυράς Βασιλικής, Ηπειρωτικά Χρονικά, 1930, σελ. 15 & Παπαζήσης Τριαντάφυλλος, ό.π., σελ. 31.
[26] Πασαλή Αφροδίτη, Το Καθολικό της μονής Κλεινού Καλαμπάκας, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδος Δʹ, τόμος ΚΑʹ (2000), σελ. 88-91.
——–
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Ναΐδιο του Αγίου Γεωργίου, Γκραβούρα του Tavy Notton
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!