Αν δεν ήταν απόστολος του Χριστού, σίγουρα, θα μπορούσε να υπάρξει ως ο εκπρόσωπος του εμπειρισμού και σε μία άλλη εποχή να συνδιαλέγεται με τον Berkeley, συμφωνώντας πως η πραγματικότητα είναι όσα αντιλαμβανόμαστε μέσα από τις αισθήσεις. Το γνωστό, δηλαδή «esse est percipi», για το οποίο ο τελευταίος έκανε λόγο.
Τον γνώρισε, περπάτησε μαζί Του, άκουσε τον λόγο Του, πίστεψε στη θεότητα Του. Ε, και; Μόλις Τον αντίκρισε μετά την Ανάσταση, δεν πίστεψε ότι Αυτός που στεκόταν μπροστά του είναι ο Θεάνθρωπος. Πίστευε στον Χριστό, στη θεότητα Του, απλά, δεν πίστεψε ότι Εκείνος που εμφανίσθηκε ενώπιον του ήταν ο Χριστός. Ήθελε να πειστεί, να δει, να αγγίξει, να χρησιμοποιήσει τις αισθήσεις του, που θα του επέτρεπαν να εξάγει το συμπέρασμα περί της αλήθειας των πραγμάτων. Για τον Θωμά, όπως και για κάθε εμπειρικό φιλόσοφο, η αλήθεια των πραγμάτων είναι οι αισθήσεις.
Εάν δεν δω, δεν πιστεύω. Αυτό είπε ο Θωμάς. Κάθε βεβαιότητα του ενέπιπτε στη δυναμική που μπορούσε να προκαλέσει η κάθε αίσθηση του ανθρωπίνου σώματος του. Εκτός των αισθήσεων, η αλήθεια είναι αδύναμη, η αλήθεια δεν υπάρχει εκτός των αισθήσεων, αλλά εντός της νενομισμένης αντίληψης των συμβατικών με την ύπαρξη δεδομένων. Εάν δεν δω, δεν πιστεύω.
Έχω την αίσθηση πως εδώ εντοπίζεται το όλο θέμα∙ στο «ἰδεῖν», στο πως βλέπουμε τον Θεό∙ με τα μάτια του νου ή της καρδιάς; Αυτό είναι που δημιουργεί και την ανάλογη εικόνα περί Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη, συναντάμε τη φράση «οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ πρόσωπόν μου καὶ ζήσεται» (Έξ. 33, 20), δηλαδή αν κάποιος θνητός δει τον Θεό, θα πεθάνει. Έρχεται, τώρα, ο μεγάλος Νίτσε και αντιστρέφει τη θέση αυτή και λέει πως αν ο άνθρωπος δει τον Θεό, τότε είναι ο Θεός που πεθαίνει! Αυτό το «βλέπω» μας δίνει την ιδέα του Θεού, κι έτσι, ακριβώς, συντελείται η θεοκτονία. Το γράφει, εξάλλου, στη Χαρούμενη γνώση, όπου κάνει λόγο για τον θάνατο του Θεού. Ποιος είναι ο θάνατος του Θεού; Ακριβώς αυτό, να φέρω τον Θεό στη δική μου αντίληψη, στις δικές μου αισθήσεις και να Τον ερμηνεύσω με όρους κτιστότητας που απέχουν από τα άδηλα και κρύφια του θείου μυστηρίου. Σ’ όλα αυτά, συμβάλλει ο λόγος του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, όταν γράφει «τιμούμε την επάνω από νου και ουσία κρυφιότητα της θεαρχίας με απερίεργη ευλάβεια του νου και τα άρρητα με σώφρονα σιγή». Κι όταν αυτό συμβαίνει, έρχεται ο Καζαντζάκης και λέει πως γινόμαστε «Salvatores dei» (σωτήρες του Θεού), αφού εμείς οι άνθρωποι είμαστε που σώζουμε τον Θεό, για την ακρίβεια, την εικόνα περί Θεού.
Απορώ πως ο Θωμάς δεν εμπνεύστηκε από τη θεότητα του Χριστού όταν του παρουσιάστηκε. Δεν ένιωσε; Δεν είδε; Έπρεπε να ψηλαφίσει; Ήταν η στιγμή που η πίστη του Θωμά λειτουργούσε ως απόρροια της αφής. Αλλιώς, δεν θα πίστευε. Είναι, όμως, η πίστη βεβαίωση μιας αίσθησης, που μπορεί ακόμη και να κρύβει το δικό της σφάλμα;
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
π. Ηρακλής Αθ. Φίλιος
(Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)