Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ το συσχετισμό του έρωτα ως τρόπου κοινωνίας και βεβαιότητας των προσώπων, υπό το πρίσμα μιας υπαρξιακής αυτονόμησης από το πρόσωπο του Θεού. Αυτό το είδε ο Sartre που ήθελε ελεύθερο τον άνθρωπο χωρίς την ύπαρξη του Θεού. Δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερος ο άνθρωπος εάν υπάρχει Θεός, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, επομένως, Θεός δεν υπάρχει.
Έχω την αίσθηση πως αποτελεί μία χοντροκομμένη ιδεολογία κάτι τέτοιο και φυσικά μόνο ιδεολογία θα μπορούσε να είναι, αφού η αναγωγή του ανθρωπίνου «είναι» ερήμην του Θεού Δημιουργού, στον εαυτό, δημιουργεί όχι μόνο μεταφυσικά αδιέξοδα αλλά και μία υπαρξιακή κενότητα που στο παροντικό συμβατικό πεδίο, εξουθενώνει την κατάσταση σχέσης, κοινωνίας. Αυτός ο εκμηδενισμός είναι όχι μόνο απαισιόδοξος, αλλά και ατελέσφορος. Από την άλλη η ύπαρξη δεν νοείται ως εκμηδενισμός, μπορεί να φτάσεις, παρόλα αυτά, στην προσωπική πνευματική αλλοτρίωση, και να λειτουργήσει ως αμεθεξία.
Στον αντίποδα ένας Γρηγόριος Νύσσης φτάνει τον άνθρωπο ψηλά, πολύ ψηλά. Και τι του λέει; Αν σου πάρουν το γεγονός της αναφοράς σου στον Θεό, αν σου αφαιρέσουν, με άλλα λόγια, το κατ’ εικόνα, ε όχι, δεν είσαι ελεύθερος. Φοβερά πράγματα αυτά. Να είσαι ελεύθερος, επειδή ακριβώς, είσαι πλασμένος από τον Θεό, να αναπτύσσεις, καλύτερα, θα έλεγα, να ζεις σε μία σχέση κοινωνίας με τον Θεό. Αν το άκουγε αυτό ο Πλάτωνας, η Διοτίμα και οι άλλοι συνδαιτυμόνες του Συμποσίου, θα γελούσαν μέχρι πρωίας, εάν, φυσικά, δεν μας περνούσαν για παράφρονες. Πού να άκουγαν κι αυτό το μαξιμιανό «έχουμε το ‘’είναι” μας δεδανεισμένο από τον Θεό»; Εκεί να δείτε τι θα γινόταν.
Λοιπόν, η ύπαρξη ως έρως δεν νοείται εκτός μιας σχεσιακής κοινωνίας, μιας σχεσιακής μέθεξης. Αν δεν είναι έτσι, τότε δεν είναι έρως. Κι αν δεν είναι έρως, τότε υπάρχει ως εγωιστική αυτοαναφορά. Επουδενί ως σχέση. Να, λοιπόν, που ο έρως δεν είναι ιδεολόγημα, αφηρημένη ιδέα, αλλά τρόπος ύπαρξης, αναφοράς σε ένα πρόσωπο. Υπάρχουν θεολογικές φωνές, οι οποίες εξακολουθούν να βγάζουν τον Θεό από το παιχνίδι του έρωτα. Τις θεωρώ, σκανδαλωδώς, αμετανόητες. Τότε, ποιος ο λόγος να γράψει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Συμεών Ν. Θεολόγος, για τον έρωτα του Θεού προς τον άνθρωπο; Επιμένουν πως ο Θεός δεν έχει έρωτα προς τον άνθρωπο και πως μόνο ο άνθρωπος έχει έρωτα προς τον Θεό.
Να, το σοβαρό αμάρτημα μας∙ εμείς οι χριστιανοί έχουμε γίνει νεοπλατωνικοί. Σκεφτόμαστε και ενεργούμε ως παθοκτόνοι, για παράδειγμα, ενώ ο Αριστοτέλης, ο Νύσσης, ο Μάξιμος, ο Δαμασκηνός, κάνουν λόγο για τα πάθη ως φυσικές κινήσεις της ψυχής και η φύση τους εξαρτάται από το που θα τα στρέψουμε εμείς. Σκεφτόμαστε και λειτουργούμε ως σωματοκτόνοι, καθώς το σώμα πρέπει να χαθεί στην αφάνεια και να μείνει η ψυχή που είναι ιερή. Σκεφτόμαστε, όμως, και λειτουργούμε ως μονοφυσίτες, αγνοώντας πως δεν έχει μόνο ο άνθρωπος έρωτα προς τον Θεό αλλά και ο Θεός προς τον άνθρωπο. Ο Μάξιμος είναι σαφής: «Ὁ γάρ ἀγαθοεργός ἔρως ἐκίνησε το θεῖον εἰς πρόνοιαν, εἰς σύστασιν ἡμῶν». Ο έρωτας ήταν εκείνος που κίνησε τον Θεό να μας δημιουργήσει.
Αυτό τί δείχνει; Δείχνει έναν Θεό που δραπετεύει από την μονοδιάστατη αντιμετώπιση του από ένα μέρος της φιλοσοφίας που τον καθήλωνε σε ακοινωνησία με τον φθαρτό και κτιστό άνθρωπο, καθώς και έναν Θεό που αναζητά το δημιούργημα του, σε σχέση αδιάκοπη, ακόμη κι όταν το δημιούργημα του διακόπτει, με δική του πρωτοβουλία, την κοινωνία με τον Θεό. Υπάρχει ως έρως ο Θεός στη ζωή του ανθρώπου, του γνωστοποιεί διά των ενεργειών Του αυτόν τον έρωτα, και αποκαλύπτεται, αυτός ο ακατάληπτος, απερινόητος, άφραστος, μέσα από τον Υιό Του, κι έτσι δοξάζεται.
Όταν, όμως, υπάρχουν επίμονες σκέψεις και φωνές, εντός των θεολογικών πραγμάτων (κι από εκεί ξεκινάει το μεγάλο αμάρτημα), οι οποίες εμφανίζουν στους ανθρώπους έναν Θεό ιδέα, ιδεολόγημα, αυτό σημαίνει την απουσία έρωτα, την απουσία σχέσης του Θεού με κάθε τι κτιστό. Ο Heidegger, είχε πει κάποια στιγμή πως το σκληρότερο χτύπημα εναντίον του Θεού, είναι το γεγονός ότι ο υποχρεωτικά πραγματικός Θεός υψώθηκε σε ανώτατη Αξία. Αυτό πού οδηγεί; Όχι μόνο στην αφαίμαξη οποιασδήποτε ερωτικότητας θα χαρακτήριζε δύο μέρη, αλλά στην απουσία προσώπου. Και το πρόσωπο, έχει ύψιστη σημασία για τα θεολογικά πράγματα.
Η ατομικότητα ελλοχεύει έναν κίνδυνο∙ τον αυτοερωτισμό. Πότε, όμως; Όταν o έρωτας επιστρέφει στο ίδιο πρόσωπο. Όταν δεν βλέπει πρόσωπο, αλλά θέλει να βλέπει τον εαυτό της ως κέντρο του σύμπαντος και υποστασιοποιεί την υπαρξιακή της εκρηκτικότητα σε μία αμφίδρομη εσωτερική κίνηση αυτοερωτισμού. Σε μία τέτοια κατάσταση δεν υπάρχουν πρόσωπα. Καταστρατηγείται η έννοια της ελευθερίας, η έννοια του προσώπου. Τότε κάνουμε λόγο για μία αυτοτελή ύπαρξη που δεν έρχεται σε κοινωνία λόγου και συνύπαρξης, ακριβώς, επειδή αυτοερωτεύεται. Αυτός ο αυτοερωτισμός είναι τόσο επικίνδυνος μα και τόσο αντιπαραγωγικός. Και είναι αντιπαραγωγικός γιατί δεν παράγει λόγο, σκέψεις, επιθυμίες, κάτι που αφορά τα πρόσωπα σε σχέση, σε κοινωνία μεταξύ τους.
Αν ο έρως ως σημείο αναφοράς και τρόπου, του δικού μου, του προσωπικού μου τρόπου και του τρόπου μετοχής στον τρόπο του άλλου, αλλά και του τρόπου μετοχής του άλλου στον δικό μου τρόπο, απουσιάσει, τότε ο φόβος συνάντησης δαιμονοποιεί την υπαρξιακή αναφορά του προσώπου σε ένα άλλο πρόσωπο. Ο έρως ως ερωτικότητα, και όχι ως σεξουαλικότητα, όπως, ανόητα, εξακολουθούν, με επίμονο τρόπο, να πιστεύουν ορισμένες φωνές εντός των τοιχών της Εκκλησίας, είναι η αγάπη. Κι αυτό το ταύτισαν τον 5ο αιώνα ο Μάξιμος και Διονύσιος. Η ύπαρξη ως έρως. Ο έρως ως τρόπος ύπαρξης. Ο Θεός ως έρως προς τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ως έρως προς τον Θεό. Απίστευτα πράγματα…
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
π. Ηρακλής Αθ. Φίλιος
(Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)