«Ευχαριστώ» και «Συγγνώμη». Δυο λέξεις παντοδύναμες που δεν έχουν αρθρώσει οι Έλληνες εδώ και δυο δεκαετίες. Αντικαταστάθηκαν από τα άυλα και ελαφρά «Thanks” και “sorry” αντίστοιχα.
Είναι τόσο εύκολο να πετάξεις ένα “θένξ” κι ένα “σόρυ”, μα είναι τόσο δύσκολο να αρθρώσεις τις αντίστοιχες ελληνικές λέξεις.
Είναι τόσο δύσκολο να πεις ένα «συγγνώμη». Πώς να ρίξεις τόσο τον άρρωστο εγωισμό σου. Είναι δυνατόν ο τέλειος εαυτός σου να έχει ίδια γνώμη μετά τον αντιπαραθετικό διάλογο με έναν κοινό θνητό; Πόσον μάλλον όταν πρέπει να δεχθείς ότι έχεις βλάψει κάποιον με την πράξη ή τον λόγο σου.
Είναι τόσο δύσκολο να πεις ένα «ευχαριστώ». Πώς γίνεται ο τέλειος εαυτός σου να νιώσει ευγνωμοσύνη για την διευκόλυνση που σου κάνει κάποιος θνητός;
Υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση: Γιατί το θένξ και το σόρρυ είναι για τα μυαλά μας ότι ακριβώς είναι το «άιντε» ή το «ώπα», ήχοι. Είναι ήχοι δίχως συναισθηματικό φορτίο. Δηλαδή όταν λες θένξ δεν εννοείς «ευχαριστώ» και όταν λες σόρρυ δεν εννοείς «συγγνώμη». Είναι απλά κραυγές που πρέπει να πεις ώστε να ξεφύγεις από μια δύσκολη για τον άρρωστο εγωισμό σου κατάσταση. Οι λέξεις «ευχαριστώ» και «συγγνώμη» είναι δυο λέξεις που ξεχειλίζουν από συναισθήματα και συνείδηση.
Γι’ αυτό μας είναι τόσο δύσκολο να τις αρθρώσουμε. Γι’ αυτό αντικαθίστανται αργά, αλλά σταθερά, από ηχητικά τους υποκατάστατα. Γιατί είμαστε υπέρμετρα εγωιστές.
Σε παρακαλώ την επόμενη φορά που κάποιος θα σε βοηθήσει πες του «ευχαριστώ» θα νιώσεις περίεργα στην αρχή αλλά θα γίνεται εσύ και ο συνομιλητής σου πιο φιλάνθρωποι και πιο δίκαιοι σταδιακά.
Πριν ένα χρόνο, λίγες μέρες μετά το Δεκαπενταύγουστο, ένας μοναχός από τα Μετέωρα θα πήγαινε στον πνευματικό του στο Άγιο Όρος.
Ξεκινώντας το πρωί έκανε μια στάση στα Τέμπη. Εκεί λοιπόν που πήγε, στο χώρο στάσης να αφήσει το αυτοκίνητο, ανακάλυψε «τυχαία» στην γωνία στο πεζοδρόμιο ένα διαμάντι. Το μάζεψε και το έβαλε μέσα σε μια τσάντα.
Αφού πήγε μέχρι την Αγία Παρασκευή να προσευχηθεί, επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο πήρε την τσάντα γιατί είχε μέσα λίγο φαγητό και κάθισε σε ένα παγκάκι. Δεν πρόλαβε να ανοίξει την τσάντα και έρχεται και κάθεται στο παγκάκι ένας νεαρός και του λέει: «Παπά, δεν έχει τίποτα και για μας; Σόρρυ βέβαια, αλλά έχω δυο μέρες νηστικός».
Βλέποντάς τον ο μοναχός έτσι ταλαιπωρημένο αποφάσισε να μοιραστεί μαζί του το φαγητό του. Καθώς όμως άνοιξε το σακίδιό του ο νεαρός είδε το διαμάντι και εντυπωσιάστηκε. Παρακάλεσε τον μοναχό να του το χαρίσει. Εκείνος χωρίς δισταγμό ή δεύτερες σκέψεις πήρε τον πολύτιμο λίθο και τον έδωσε στο νεαρό κι εκείνος έφυγε ενθουσιασμένος μακαρίζοντας την καλή του τύχη. «Thanks… thanks και από πιο μοναστήρι είσαι;» το μόνο πράγμα που είπε φεύγοντας. Αυτό το διαμάντι ήταν ανεκτίμητης αξίας και θα του εξασφάλιζε αρκετά για την ζωή του. Μετά από μερικές μέρες ο νεαρός ανηφόριζε προς τα Μετέωρα αναζητώντας τον μοναχό. «Σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες» ομολόγησε μόλις τον βρήκε, «Δώσε μου κάτι πολύ… Δώσε μου αυτό που σου έκανε να μου χαρίσεις το διαμάντι».
Ευχαριστώ που διάβασες το κείμενο αυτό.
Συγγνώμη αν σε ενόχλησε κάτι που έγραψα.
Υ.Γ.
Ο νεαρός, ένα πλουσιόπαιδο που είχε φύγει από το σπίτι σου γιατί είχε μαλώσει με τους γονείς του. Το διαμάντι είχε πέσει από τον λαιμό της μητέρας του όταν λογομαχούσαν και κατέβηκε από το αυτοκίνητο στα Τέμπη. Ο νέος ουδέποτε είχε δώσει σημασία στο τι φορούσε η μητέρα του από κοσμήματα γιατί τα άλλαζε συχνά. Ήταν κολλημένη στα εφήμερα.