Όλα τα περιστατικά ίασης που περιγράφουν οι ευαγγελιστές, αναδεικνύουν κάτι πολύ σημαντικό. Σε κανένα από αυτά ο Θεάνθρωπος δεν γιατρεύει τους ασθενείς χωρίς να τους ρωτήσει πρώτα εάν επιθυμούν την ίαση κι εάν πιστεύουν ότι ο Ίδιος έχει τη δυνατότητα να τους απαλλάξει από κάθε φθοροποιό δύναμη που πλήττει την υπόσταση τους.
Και στο ευαγγέλιο της Κυριακής, ο Θεάνθρωπος πράττει με τον ίδιο τρόπο (Ματθ. 9, 27 – 35). Δύο τυφλοί Τον ακολουθούν, ζητάνε το έλεος Του και την ίαση. Εκείνος ενώ γνώριζε την ασθένεια τους, δεν τους πλησίασε για να τους παράσχει την ίαση και την απαλλαγή από την κατάσταση τους. Αυτό δείχνει έναν αδιάφορο Θεάνθρωπο; Μήπως περίμενε να έρθουν εκείνοι προς τον Ίδιο; Μήπως γνώριζε πως θα Του ζητήσουν βοήθεια; Χρειάστηκε να φτάσει σ’ ένα σπίτι ο Χριστός και να τους ρωτήσει εάν πιστεύουν πως μπορεί να κάνει αυτό που ζητάνε. Τόση ώρα, ενώ Τον ακολουθούσαν, εκείνος πώς διατηρούσε, πράγματι, την ψυχραιμία Του;
Έρχεται η στιγμή που αρχίζει το ξεκαθάρισμα των πραγμάτων. Ο Χριστός ρωτάει και αμέσως λαμβάνει απάντηση από τους τυφλούς. «Ναι, Κύριε» (Ματθ. 9, 28). Δεν ήθελε τίποτε άλλο ο Χριστός. Ούτε πολλά λόγια, ούτε κάθισε να ανακρίνει τους ίδιους, να εξερευνήσεις τις προθέσεις τους. Βέβαια, πριν λάβει απάντηση, γνώριζε πως επιθυμούν, πραγματικά, να αποκτήσουν το φως. Λέτε να μην το γνώριζε; Θεός δεν είναι; Κι όμως, τους ρωτάει και περιμένει απάντηση. Γιατί, άραγε; Θέλει να τιμήσει τη σχέση του με τον πάσχοντα άνθρωπο.
Φαντάζει περίεργο κάτι τέτοιο. Τί να τιμήσει; Εδώ οι άνθρωποι υποφέρουν χρόνια, έχουν χάσει το φως τους και πιστεύουν πως μόνο Εκείνος θα τους γιατρέψει; Ο Χριστός δεν βιάζεται. Δεν επιδιώκει να ενθουσιάσει μέσα από γρήγορα θαύματα και έτοιμες πνευματικές συνταγές, τις οποίες, έχω την αίσθηση, πως αρκετοί σήμερα ζητάνε από φημισμένους γέροντες, τους οποίους καταξιώνουν στη συνείδηση τους ως θρησκευτικούς γκουρού που με ένα νεύμα θα δώσουν τη λύση. Ο Χριστός ξετυλίγει τη σχέση του με τους τυφλούς με αργό ρυθμό. Είναι αυτό που λέει ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, πως, δηλαδή, «αργά βαδίζει ο Χριστός».
Δεν κάνει τίποτε ο Χριστός χωρίς τη συγκατάθεση του ανθρώπου. Αυτό το «ναι, Κύριε» περίμενε ώστε να αποκαλυφθεί δι’ Εκείνου η δόξα του Θεού. Τιμάει τον άνθρωπο, χωρίς να επεμβαίνει στη ζωή του. Κινείται αναλογικά, σε μία σχέση συνεργείας όπως θα πουν ο Μάξιμος Ομολογητής και Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Όσο Του επιτρέπει ο άνθρωπος, τόσο Εκείνος κινείται. Αν ο άνθρωπος δεν θέλει, δεν αγωνιά, ο Θεός αναμένει. Σέβεται την υπόσταση του, την ελευθερία του. Εξάλλου, η ελευθερία έχει ύψιστη σημασία στην ορθόδοξη ανθρωπολογία. Αν καταργηθεί, παύει ο άνθρωπος να είναι εικόνα Θεού κατά Μάξιμο. Κι έρχεται ο Sartre, ο άθεος υπαρξισμός, δίνοντας άλλη διάσταση και ανάγνωση στο ζήτημα. Θέλεις να είσαι ελεύθερος, λέει ο Sartre; Δεν υπάρχει Θεός. Αν υπάρχει Θεός, τότε δεν είσαι ελεύθερος. Για τους Πατέρες τα πράγματα δεν είναι έτσι∙ είσαι ελεύθερος επειδή ο Θεός σου έδωσε την ελευθερία να αποφασίζεις, να κινείς τη θέληση σου εκεί που επιθυμείς, να ενεργείς.
Σήμερα, δεν είναι πάντοτε, έτσι, τα πράγματα μέσα στην Εκκλησία. Κάποιες φορές θαμπώνουν και τότε, οι υψηλές, σε νοήματα και περιεχόμενα, αλήθειες, απομυθοποιούνται. Το θέλημα, η ενέργεια της κίνησης του νου, της ύπαρξης μου για επιθυμία, βλάπτεται και καταντά ένα τραγικό αδιέξοδο στα χέρια ανθρώπων που επιθυμούν ανελεύθερους ανθρώπους. Ακούγεται συχνά να λένε, καταπάτησε το θέλημα σου, τσάκισε το, πάψε να θέλεις. Είναι σοβαρά θέματα αυτά. Πνευματικοί αναγκάζουν τα πνευματικά τους παιδιά να μην θέλουν, δηλαδή, στην ουσία να πάψουν να υπάρχουν! «Το κόψιμο του θελήματος είναι αίρεση» όπως σημειώνει ο π. Ν. Λουδοβίκος. Το ξερίζωμα του θελήματος, στον πειρασμό του οποίου υποκύπτουν ορισμένοι πνευματικοί, δημιουργεί νευρωτικούς ανθρώπους, ανέραστους, απρόσωπους, κενούς, απούσης μιας βαθιάς οντολογίας που ως υποστασιοποιημένη ύπαρξη στο πρόσωπο του Χριστού, εξακολουθεί να δημιουργεί και να αναπαράγει κενά. Όλα αυτά παιδαγωγία θέλουν. Όχι ξερίζωμα, αφανισμό, νέκρωση. Τίποτε δεν νεκρώνεται και τίποτε δεν μεταποιείται αγιοπνευματικά, όσο ο άνθρωπος επιμένει κάθε φυσική του κίνηση (πάθος, θέλημα) να την ανάγει στη σφαίρα μιας μεταφυσικής ουτοπίας υπό το πρίσμα, πάντοτε, μιας μη σχεσιακής κατάστασης και ερωτικού δοσίματος στον Θεό.
Ο ανθρώπινος πόνος, όμως, παραμένει. Η φθορά και κάθε τι που την ακολουθεί, δεν έχει τέλος. Ίσως, κάποτε, να μετριάζεται. Όχι, όμως, να εγκαταλείπεται. Κι ο άνθρωπος; Εξακολουθεί να βιώνει κάθε μεταφυσικό ανεκπλήρωτο σε μία ολότητα τραγική. Κι όταν δίνει συγκατάθεση στην παρουσία του Θεού και δεν εισακούεται; Τότε, μάλλον, δεν αρκεί το «ναι, Κύριε». Ε, και που είναι αυτός ο Θεός;
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Αθ. Φίλιος
(Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)