Ο Μ. Βασίλειος, έχει γράψει μία καταπληκτική ευχή στη Θεία Ευχαριστία, αυτή της Αγίας Αναφοράς, Μεταξύ άλλων σημειώνει: «…οὐ γὰρ ἀπεστράφης τὸ πλάσμα σου εἰς τέλος, ὃ ἐποίησας, ἀγαθέ, οὐδὲ ἐπελάθου ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ’ ἐπεσκέψω πολυτρόπως, διὰ σπλάγχνα ἐλέους σου». Όλη η ευχή της αναφοράς είναι μία απόλυτη κατάφαση του Θεού στον άνθρωπο, μία ηχηρή οικονομία, ένα διηνεκές θείο έλεος, μία ανεκτικότητα προς τον πάσχοντα άνθρωπο.
Στην Εκκλησία, όσο και να μην θέλουμε να το παραδεχτούμε, τα φοβικά σύνδρομα εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά και να τρομοκρατούν τους ανθρώπους, κάνοντας τους, ενίοτε, καταθλιπτικούς, νευρωτικούς, ανασφαλείς. Το θέμα της Θείας Κοινωνίας, της απαγόρευσης της Θείας Μετάληψης, του μέτρου, της θείας οικονομίας, όλα αυτά είναι λεπτά ζητήματα. Από τη μία έχουν ισχύ οι ιεροί κανόνες και από την άλλη η θεία οικονομία, αυτή η ελάφρυνση από το βάρος των κανόνων. Επουδενί, όμως, οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να θεωρηθούν ως μέτρα επιβολής, καταδίκης, αλλά ως μέτρα παιδαγωγίας με σκοπό την πνευματική ωρίμανση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ακούμε για απαγόρευση της Θείας Κοινωνίας για μήνες, χρόνο ή ακόμη και χρόνια. Είναι απόλυτα τα πράγματα; Υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση και λύση για τα ζητήματα αυτά; Θα επιχειρήσω να απαντήσω, μέσα από ένα περιστατικό το οποίο παρέθεσε σε συνέντευξη μας στο Φως Φαναρίου πριν από τρία έτη, ο Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού μας Θρόνου π. Ιωάννης Χρυσαυγής. Σχετικά με τα παραπάνω σημείωσε μεταξύ άλλων: «…υπήρξε μια πολύ εμπνευσμένη – θα ‘λεγα μάλιστα πολύ αναζωογονητική – στιγμή κατά τη διάρκεια της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, όταν ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Τύχων (Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα στο Άγιο Όρος) κλήθηκε από τον Παναγιώτατο να απευθύνει μερικά λόγια μετά από κάποια συζήτηση των επισκόπων σχετικά με τους κανόνες της νηστείας. Αυτό που με εντυπωσίασε κατά βάθος ήταν η συμπόνοια και η οικονομία του Αθωνίτου γέροντος, ο οποίος ήταν μάλιστα ο επίσημος εκπρόσωπος της Ιεράς Κοινότητας στη Σύνοδο (πράγμα πού λησμονούν όσοι υπογραμμίζουν την αντίδραση μεμονωμένων μοναχών).
Όντως εξεπλάγην από τον τρόπο με τον οποίο ο Πατήρ Τύχων μίλησε για μετριότητα και επιείκεια, καθώς και για κατανόηση και την ανάγκη να αγκαλιάσει η Εκκλησία την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Έγινε πολύ σαφές για μένα ότι το μόνο κριτήριο – το μόνο μέτρο για οποιαδήποτε ποιμαντική αντιμετώπιση ή και πνευματική ποινή από μέρους της Εκκλησίας – είναι ασφαλώς το έλεος του Θεού, που άλλωστε καλούμαστε (και εντελλόμαστε) να μιμηθούμε και σύμφωνα με το οποίο σίγουρα θα κριθούμε».
Πράγματι, αυτή την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης την είδε ο Θεός και τη φύση αυτή, όχι απλά την επισκέφθηκε, αλλά χάνοντας την δική Του θεϊκή αξιοπρέπεια, την ντύθηκε τη φύση αυτή. Όπως ήταν, χωρίς, όμως, την αμαρτία. Και κανείς δεν είναι έτοιμος πνευματικά για να κοινωνήσει Σώμα και Αίμα Χριστού. Το ομολογεί, αυτό, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, για τον ίδιο του τον εαυτό, και τους λόγους του, παραθέτει ο Νικόδημος Αγιορείτης στο «Περί της συνεχούς Μεταλήψεως». Επομένως, κάθε κανόνας πέφτει πάνω στο ανθρώπινο δράμα της πτώσης, το οποίο είναι αδύνατο να εξαλειφτεί. Ακόμη κι όταν κοινωνεί κάποιος, δεν σημαίνει ότι είναι άγιος ή τέλειος, αλλά άνθρωπος μετανοημένος, συντετριμμένος, αναλογιζόμενος άνθρωπος που έχει φιλοσοφήσει στην εσωτερικότητα του τον τρόπο της πτώσης αλλά και τον τρόπο της μετάνοιας.
Ακούμε για αυστηρές ποινές που επισύρουν πνευματικοί σε πιστούς, τους οποίους, εν τέλει, αποτρέπουν από τη Θεία Κοινωνία. Υπάρχει χρόνος, όμως, ικανός να προσμετρηθεί στην προσπάθεια του ανθρώπου ως καιρού μετανοίας; Ο αββάς Ποιμένας διδάσκει με πολύ όμορφο τρόπο. Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: Έκανα αμαρτία μεγάλη, και θέλω να μείνω σε μετάνοια τρία χρόνια. Πολύ είναι, του λέει ο γέροντας. Ρώτησαν τότε κάποιοι, που βρίσκονταν εκεί: Φτάνουν σαράντα μέρες; Πολύ είναι, είπε πάλι ο αββάς. Εγώ νομίζω πως, αν ένας άνθρωπος μετανοήσει μ’ όλη του την καρδιά και δεν συνεχίσει ν’ αμαρτάνει πια, ακόμα και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός.
Είναι σχετικά αυτά και πάντοτε εξαρτούνται από τον άνθρωπο που έχει απέναντι του ο κάθε γέροντας, την ιδιοσυγκρασία του, την πνευματική του ωρίμανση, δεκτικότητα. Εξατομικευμένα, θεωρείται ο κάθε άνθρωπος και όχι συνολικά. Δεν είναι απογοητευτικά τα πράγματα. Ο Αναστάσιος Αντιοχείας, αποτρέπει από τη Θεία Κοινωνία, «έως ότου μετανοήσουμε», αφήνοντας, παράλληλα, απροσδιόριστο το χρόνο μετάνοιας του ανθρώπου. Αυτό επαφίεται στην αντίληψη του κάθε γέροντα, ανάλογα με ποιον έχει απέναντι του. Και σημειώνει, στη συνέχεια των λόγων του, ο Αναστάσιος Αντιοχείας πως «ευάρεστη θυσία στον Θεό είναι η ταπεινή προαίρεση και διάθεση του ανθρώπου». Φιλοσοφημένα λόγια, φωτισμένος ο νους που προσεγγίζει με τον τρόπο αυτό το λεπτό αυτό ζήτημα του χρόνου της μετάνοιας και της Θείας Κοινωνίας.
Γεμίσαμε τον κόσμο με ενοχές. Του φορτώσαμε βαρύ φορτίο και δεν αντέχει ο άνθρωπος να το σηκώσει. Αντί να του δείξουμε το δρόμο της σωτηρίας, του επιβάλλουμε τιμωρίες, ποινές, μαθαίνοντας του κάθε τι ώστε να εξαργυρώσει τον παράδεισο. Τσαλακωμένες υπάρξεις που δεν παιδαγωγήθηκαν στην μετάνοια, στη συγχωρητικότητα, στην αγάπη, στη διάκριση. Υπάρξεις που τους επιβάλλεται να αγαπήσουν τον Θεό μέσα από την πληρωμή για τις αμαρτίες τους. Ένας δρόμος εξουθενωτικός, που δημιουργεί νευρωτικούς, ανέραστους χριστιανούς. Ο Γέρων Τύχων, καλά τα είπε. Το μόνο μέτρο είναι το έλεος του Θεού.
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)