Κάποτε, ο τραγουδοποιός Χρήστος Θηβαίος έγραφε στις «Περικοπές ενός απόκρυφου ευαγγελίου», πως «τίποτα δε χτίζεται πάνω στην πέτρα… όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, μα εγώ θα χτίζω πάνω στην άμμο, σαν να ήταν η άμμος πέτρα». Κάπως έτσι ξεκίνησε η Εκκλησία το άνοιγμα της τα πρώτα αποστολικά χρόνια∙ χρόνια αβεβαιότητας, εκπλήξεων, εμπειριών. Τίποτε δεν ήταν σίγουρο. Το μόνο σίγουρο, τα βέβαια βήματα σε αβέβαια εδάφη.
Εκκλησία διαλεγομένη. Εκκλησία εγκλωβισμένη. Ο νους μου πηγαίνει στο 2017. Όταν στα Τρίκαλα, μαζί με τον φίλο καθηγητή Θεολογίας του Α.Π.Θ. Χρυσόστομο Σταμούλη, βγάλαμε την αλεπού στο παζάρι της πόλης των Τρικάλων, μέσα από την παρουσίαση του νέου του βιβλίου. Αλεπού; Η Εκκλησία; Παζάρι; Ο δημόσιος χώρος. Εκεί απ’ όπου ξεκίνησε η Εκκλησία τα πρώτα της βήματα. Από τις αγορές και τις πλατείες, όπως γράφει ο ίδιος. Μεγάλο το τόλμημα να βγει η Εκκλησία στο δημόσιο χώρο. Έχει κόστος. Κι έχει κόστος για όσους δεν θέλουν να καταλάβουν. Αλλά, όπως γράφει ο Χρυσόστομος ξανά, «αυτοί που θέλουν να καταλάβουν θα καταλάβουν, τους άλλους θα τους ξεπεράσει η εποχή».
Το ζήτημα δεν είναι τι Εκκλησία θέλουμε. Το ζήτημα είναι εάν αφήνουμε την Εκκλησία να είναι αυτό που γίνεται. Κάποιοι θα μιλήσουν για λησμονιά της ωραιότητος, άλλοι για απουσία όλων εκείνων των αυθεντικών και γνήσιων στιγμών που γίνονται εμπειρίες και άλλοι, επιμελώς, και με τρόπο εγκληματικό θα θάψουν την Εκκλησία. Ναι, μία Εκκλησία θαμμένη κάτω από τα χώματα. Και γι’ αυτό φρόντισαν καλά όσοι γνωρίζουν να περιεργάζονται δολιότερες μορφές υποκρισίας. Μα, η Εκκλησία πορεύτηκε σε έναν κόσμο ξένο προς τη δική της ιδιοσυγκρασία, φύση. Ο κόσμος στον οποίο αναπτύχθηκε ο λόγος της και γεννήθηκαν όλα τα βιώματα της χαρισματικής φύσης δεν ήταν ένας κόσμος φιλόξενος, οικείος προς αυτό που είναι η Εκκλησία. Κι όμως, παρόλα αυτά οι απόστολοι τόλμησαν κι έβγαλαν την Εκκλησία προς τα έξω, στον κόσμο, χωρίς η ίδια να γίνει κόσμος.
Τίθεται ένα δίλημμα. Η Εκκλησία διαλέγεται προς τις ανάγκες του κόσμου τούτου ή εγκλωβίζεται, φοβούμενη μήπως απωλέσει όλα όσα την κάνουν να είναι Εκκλησία; Αν απαντούσαμε με τρόπο φιλοσοφικό στο ερώτημα αυτό, πολύ φοβούμαι πως η Εκκλησία θα έτεινε προς την ιδεολογία και ο καθένας μας ως άλλος Πλάτων θα αναζητούσε την αλήθεια στις σκιές των τειχών του σπηλαίου. Αν απαντούσαμε με τρόπο θεολογικό και ιστορικά εκκλησιαστικό, έχω την αίσθηση πως ο τρόπος αυτός θα ήταν ο τρόπος των αποστόλων, των Πατέρων. Ένας τρόπος ανοίγματος, συνάντησης, σάρκωσης, σάρκωσης ενός πολιτισμού που δεν φοβάται μήπως πέσει στα χέρια ανόμων, αλλά ενός πολιτισμού που εντός του θα σαρκώνει το ανέλπιστο και αναπάντεχο, μεταμορφώνοντας το σε ιστορική ευκαιρία.
Ακόμη και σε καιρούς δύσκολους, καιρούς που απειλούσαν, όχι την εκκλησιαστική ταυτότητα, αλλά την προοπτική της μετοχής στα πράγματα του κόσμου τούτου, η Εκκλησία ανοίχτηκε. Δεν φοβήθηκε. Είχε τη βεβαιότητα της τριαδικής παρουσίας, του πληρώματος εντός της φύσεως της, την επίγνωση του σκοπού της και τρόπου μετοχής στον σκοπό αυτό.
Και παρά το γεγονός ότι συνάντησε κινδύνους, απειλές, αλλοιώσεις που επιδίωκαν να αποσπάσουν τον άνθρωπο από τη μετοχή στο πνεύμα της, στη ζωή της, εκείνη ως κιβωτός που χωράει τα αχώρετα, συνάντησε τα πρόσωπα των ανθρώπων, των καιρών, των συνθηκών. Ήλθε σε κοινωνία, ανέπτυξε λόγο, παρήγαγε πολιτισμό, έδωσε τη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος που δίνει ζωή και χάρη. Ερχόμενη, λοιπόν, σε συνάντηση με το διαφορετικό, κατάφερε το ανέλπιστο. Εξέπληξε. Σάρκωσε το διαφορετικό, χώρεσε τα αχώρετα, δημιουργώντας στον άνθρωπο τη βεβαιότητα της συνύπαρξης, της συμπόρευσης, μέσα σε κοινωνίες διαφορετικές, αλλοπρόσαλλες, ασυμβίβαστες.
Συμβαίνει, όμως, και το αντίθετο. Κι αυτό, από όλους εκείνους που, εντός των τειχών της Εκκλησίας, εγκλωβίζουν την αλήθεια της, τη δυναμική της και δεν την αφήνουν να γίνει. Θα μου πείτε, γιατί αυτό συμβαίνει εντός της Εκκλησίας; Είναι απλά τα πράγματα. Οι δολιότερες μορφές υποκρισίας έχουν προέλθει από ανθρώπους που ζουν εντός των τειχών της Εκκλησίας. Δεν εγκλωβίζει την Εκκλησία ο άθεος, ο δύσπιστος. Τολμώ να πω πως ο άθεος είναι ένας εν δυνάμει πιστός, ενώ ένας υποκριτής είναι ένας ακόμη άπιστος που με βάναυσο τρόπο λεηλατεί κάθε τι που δεν του ανήκει και το ιδιοποιείται. Όμως, η Εκκλησία δεν είναι κτήμα του. Δεν ανήκει σε κανένα σύλλογο, οργάνωση, σωματείο η Εκκλησία. Και δεν έχει ανάγκη από υπερασπιστές που σφετερίζονται το όνομα της.
Η Εκκλησία διαλέγεται. Η φύση της έχει χαρακτήρα μεταμορφωτικό. Και η μεταμόρφωση δεν αποτελεί μονομερής τοποθέτηση εντός των πραγμάτων, αλλά εκπληττόμενη απροϋπόθετη κένωση, άδειασμα, έτσι ώστε να χωρέσει εντός των τειχών της ακόμη και η πιο αναρχική και τσαλακωμένη ύπαρξη. Όταν, για παράδειγμα, ο Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ξεκινούσε ήδη από τα πρώτα χρόνια της αρχιερατικής του διακονίας αυτή τη συνάντηση και κοινωνία λόγου με κάθε ετερότητα, ποιος θα περίμενε σε μία συμπόρευση ανθρώπων με διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις; Κι όμως. Το πρόσωπο του συκοφαντείται από όλους εκείνους που θεώρησαν την ορθοδοξία δικό τους τσιφλίκι, την αλήθεια της προσωπικό κεκτημένο και την πορεία της δική τους υπόθεση. Φωνές, και το σημειώνω και πάλι, εντός των τειχών της Εκκλησίας που δαιμονίζονται στη θέα ενός οικουμενικού διαλόγου. Μα, αυτό δεν είναι χάρισμα της Εκκλησίας; Να συνδιαλέγεται στο σύγχρονο κόσμο, χωρίς να προδίδει την αλήθεια της; Αν η Εκκλησία θελήσει να παραμείνει εγκλωβισμένη, τότε παραμένει νεκρό σώμα, μουσειακό έκθεμα.
Επιλέγω να κλείσω με τα λόγια του Χρυσόστομου Σταμούλη. Έτσι, όπως με τον γνωστό τρόπο του, εκθέτει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Έρως και θάνατος». «Ίσως, λοιπόν, να ήλθε ο καιρός σήμερα να σκάψουμε και να βρούμε κάτω από τα χώματα την αληθινή Εκκλησία. Μια ανασκαφή που μαζί με την αποκάλυψη του λησμονημένου θα επιτρέψει και την ανακάλυψη όλων εκείνων των επιπέδων των επιχωματώσεων, που σταδιακά και ανεπαίσθητα έκρυψαν το πρόσωπο της Ορθόδοξης θεολογίας, αναδεικνύοντας στη θέση της τα φετίχ μιας ιδεολογικής θεολογίας και Ορθοδοξίας».
Για την HuffPost Greece,
Κληρικός Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων,
Πρεσβύτερος Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)