Η υπαρκτική ελευθερία του προσώπου, ο τρόπος να υπάρχει ο άνθρωπος όπως έχει πλαστεί, όπως έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο χάρισμα. Είναι η ελευθερία, το κατ’ εικόνα όπως θα πουν μερικοί Πατέρες, που σημαίνει την ύψιστη ευεργεσία για τον άνθρωπο. Κι αυτό, διότι έχει τη δυνατότητα να στρέψει την ελευθερία του εκεί που ο ίδιος επιθυμεί και να γίνει κοινωνός των αποτελεσμάτων των επιλογών του.
Αν δεν είναι ελεύθερος, τότε δεν υπάρχει. Κι αυτό, καθότι η δυνατότητα της απροσδιόριστης κίνησης της θέλησης, του νου, της σκέψης, περνάει μέσα από τη συνύπαρξη, το συσχετισμό, την κοινωνία προσώπων. Ο ελεύθερος δεν υπάρχει από μόνος του. Υπάρχει επειδή, ακριβώς, έχει δημιουργηθεί ελεύθερος. Κι αυτή τη δωρεά του την έχει δώσει ο Θεός. Να λοιπόν, που εδώ έχουμε την σχέση που συνάπτεται. Σχέση Θεού και ανθρώπου. Και είναι σχέση για δύο λόγους. Γιατί αφενός μεν υπάρχουν δύο πρόσωπα ελεύθερα να κινηθούν το ένα προς το άλλο και να αναπτύξουν μία σχέση, ένα ερωτικό δέσιμο, αφετέρου δε διότι η ελευθερία τους είναι εκείνη που καθορίζει την υπαρκτική τους φύση. Φύση του να υπάρχει ο ένας στον άλλον. Ο Θεός στον άνθρωπο και ο άνθρωπος στον Θεό. Ο τελευταίος δε, με τρόπο χαρισματικό, προπαντός ελεύθερο.
Εφόσον λοιπόν μεταξύ προσώπων αναπτύσσεται μία έκφραση δημιουργικής συνοχής, αλληλοσυμπλήρωσης, αλληλοπεριχώρησης, δεν μένει παρά να εξετάσουμε τις δύο αυτές εικόνες. Από τη μία ο Θεός και από την άλλη ο άνθρωπος. Ο Θεός που είναι αγάπη και ο άνθρωπος που καλείται να ανταποκριθεί σ’ αυτή τη σχέση αγάπης. Το ευαγγέλιο της Κυριακής, μεστών λόγων του Ιωάννη, καθίσταται σαφές: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον. Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ. (Ιω. 3, 16 – 17).
Ο Θεός στέλνει τον Υιό Του για να σωθεί το ανθρώπινο γένος. Αυτή είναι η έσχατη απόφαση του Θεού. Η ελευθερία Του κινείται μεταξύ της θεϊκής Του βεβαιότητας και της ανθρώπινης περατότητας. Δεν κινδυνεύει να χάσει την αιωνιότητα Του, το ακατάληπτο της ουσίας Του. Βγαίνει σε συνάντηση με τον άνθρωπο που έπασχε και αδυνατούσε να κινηθεί εκείνος προς τον Θεό. Ο Θεός είναι αγάπη (Α Ιω. 4,8). Δεν κατέχει απλά την αγάπη ως ηθική ιδιότητα αλλά είναι ο ίδιος η απόλυτη εξώθηση αυτής της ιδιότητας στο πρόσωπο Του. Αυτός είναι ο τρόπος που υπάρχει ο Θεός. Ο Χριστός δείχνει σε όσους τον εμπιστεύονται έναν ένσαρκο τρόπο ύπαρξης: την αγάπη, θα γράψει ο Χ. Γιανναράς.
Μία σχέση, λοιπόν, μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν μπορεί, από μεριάς Θεού, να είναι σχέση μίσους, κακίας, εκδικητικότητας, ανταποδοτικής τιμωρίας. Εξάλλου, το κακό αποτελεί παρυπόσταση (Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Πλωτίνος) και κάθε αλλοίωση της αγαθής πραγματικότητας βρίσκεται εκτός της θεϊκής δημιουργίας. Ο Θεός δεν λειτουργεί με όρους ανθρώπινους, άρα και κτιστούς. Είναι άκτιστος. Και το μεγαλείο είναι, ακριβώς, το γεγονός ότι η αγάπη του για τον άνθρωπο έφτασε μέχρι τη θυσία. Και μάλιστα τη σταυρική θυσία.
Μια θυσία που προϋποθέτει την απροϋπόθετη, απροσδιόριστη, και πολλές φορές ακατανόητη αγάπη, εκ μέρους του Θεού. Κι αυτό διότι η αγάπη αυτή προσκρούει πάμπολλες φορές στην ανθρώπινη εμπάθεια και μικρότητα. Όμως, πάλι ο Θεός δεν τιμωρεί. Δεν θα βρείτε τη λέξη τιμωρία στους Πατέρες. Τη λέξη παιδαγωγία θα την βρείτε.
Ο Μάξιμος Ομολογητής, στα Κεφάλαια Περί Αγάπης, γίνεται κατατοπιστικός όσον αφορά την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, χωρίς να αφήνει ομιχλώδη σημεία περί της αγάπης αυτής. Κάπου γράφει, μάλιστα, για το πώς τοποθετείται ο Θεός απέναντι στον φαύλο: «τόν δέ φαῦλον, δι᾿ ἀγαθότητα ἐλεεῖ, καί ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ παιδεύων ἐπιστρέφει». Δεν λέει τιμωρεί, του ανταποδίδει το κακό, αλλά παιδεύει με σκοπό να στραφεί αυτός ο φαύλος προς τον Θεό. Και προσέξετε τι γράφει ο Μάξιμος, «δι᾿ ἀγαθότητα ἐλεεῖ». Ε, γι’ αυτό λοιπόν, ποτέ δεν θα αντιληφθούμε το μέγεθος της θεϊκής αγάπης. Αυτά τα λόγια του Μαξίμου, θυμίζουν εκείνο το «καὶ μὴ παρορῶν ἁμαρτάνοντα, ἀλλὰ θέμενος ἐπὶ σωτηρίᾳ μετάνοιαν», που διαβάζει ο ιερέας στην ευχή του τρισάγιου ύμνου στη Θεία Λειτουργία.
Ο τρόμος που δημιουργείται στον άνθρωπο από έναν Θεό εκδικητικό, οδηγεί στη δημιουργία ενός Θεού – ιδέα. Επουδενί, ενός Θεού αγάπης. Η ιδεολογία είναι το καρκίνωμα του εκκλησιαστικού τρόπου, του τρόπου μετοχής στο εκκλησιαστικό σώμα. Αυτή η θρησκειοποίηση ισοπεδώνει πρόσωπα, σχέσεις, προοπτικές. Και από αυτά κινδυνεύει η σχέση με τον Θεό. Η υπαρξιακή αφετηρία τοποθετείται εντός του σχεδίου της αγάπης του Θεού, λειτουργεί ως μετοχή στην αγάπη αυτή και γίνεται ελεύθερη επειδή, ακριβώς, υπάρχει σ’ αυτή την ερωτικότητα του Θεού. Απροϋπόθετη, ανένταχτη, ακατάληπτη. Όπως και η αγάπη Του.
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Αθ. Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)