Του Πρωτ/ρου Φωτίου Βούρλα, Εφημ. Διάβας
Όλοι οι χριστιανοί, γράφει ο άγιος Θεόφιλος Αλεξανδρείας, άνδρες και γυναίκες, να προσφέρουν στον Ιερό Ναό όλες τις Κυριακές και τις γιορτές του έτους προσφορά από άρτο και οίνο για να λυτρωθούν, με αυτές τις θυσίες και τις προσφορές τους, από το δεσμό των αμαρτιών τους (Καν. Η΄).
Και προσφέρουν αυτά τα υλικά, τον άρτο και τον οίνο, αντί του εαυτού τους, θυσία ζώσα προς τον Θεό, όπως οι κατά τον προ Χριστού χρόνον προσέφεραν κάποιο ζώο ως θυσία στον Θεό με τη συναίσθηση ότι αυτός που έκανε την προσφορά ήταν άξιος θανάτου για τις αμαρτίες του και για να μη θανατωθεί ο ίδιος θανατώνονταν το προσφερόμενον από αυτόν ζώο. Ο Χριστιανός, έχοντας τη συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, προσφέρει στο άγιο θυσιαστήριο τα σε άρτο και οίνο δώρα του.
Και μπορεί ένας άρτος, μια λειτουργιά και λίγη ποσότητα οίνου να μην αξίζουν τίποτε. Προσλαμβάνουν όμως μεγάλη αξία, όταν αυτά αφιερώνονται με όλη την ψυχή του στον Θεό.
Είναι όχι μόνον καθήκον αλλά και προνόμιο, όλοι οι Χριστιανοί να προσφέρουν άρτο και οίνο για τη θεία Ευχαριστία και μαζί με αυτά και τους εαυτούς τους θυσία λογική.
Έτσι, από αυτή τη διάθεση και απόφαση, η προσφορά εμψυχούται, παίρνει αξία και δεν μένει νεκρή.
Κατά την τελετή της Πρόθεσης, ο λειτουργός θα μνημονεύσει στην καθορισμένη θέση τα ονόματα αυτών που προσέφεραν τα δώρα για την τέλεση του μυστηρίου, καθώς και εκείνων, τα ονόματα, για τους οποίους προσφέρθηκαν, ζώντων και κεκοιμημένων, αλλά και αυτών τα ονόματα, που έκαμαν τον κόπο, κατά τον Μέγα Βασίλειο, να τα πάνε στον Ναό για τη τέλεση του μυστηρίου. «Μνήσθητι, Κύριε, των τα δώρά σοι ταύτα προσκομισάντων και υπέρ ών και δι ών και εφ’ οίς αυτά προσεκόμισαν» (Θ. Λειτουργ.).
Και παρακαλεί, ο λειτουργός, τον Κύριο να τους ανταμείψει με τα πλούσια και επουράνια πνευματικά χαρίσματα. Αντί των επιγείων, τα οποία αυτοί προσφέρουν, να τους χαρίσει τα επουράνια, αντί των πρόσκαιρων τα αιώνια, αντί των φθαρτών τα άφθαρτα.
Το υπόλοιπο πρόσφορο, από το οποίο βγήκε ο Αμνός και αγιάστηκε κατά την Ακολουθία της Προσκομιδής, θα κοπεί σε μικρά κομμάτια, το και «κατακλαστόν» λεγόμενον. Αυτά, «τα περισσεύσαντα κλάσματα αντίδωρον ονομάζεται, τύπον εχούσης του παρθενικού σώματος», μοιράζονται στους πιστούς.
Το Αντίδωρο, γράφει ο άγιος Γερμανός, είναι άρτος αγιασμένος διότι προσφέρθηκε στον Θεό, και μάλιστα διότι επέχει τύπο της κοιλίας της Θεοτόκου. Διότι, όπως από εκείνης εξήλθε μετά σώματος ο Αμνός του Θεού, έτσι και από την προσφορά, που γίνεται αντίδωρο, βγήκε ο Αμνός που πρόκειται να ιερουργηθεί.
«…ηγιασμένος γάρ άρτος εστί το αντίδωρον, και δια τι επροσφέρθη προς τον Θεόν, και μάλιστα δια τι τύπον επέχει της κοιλίας της Θεοτόκου,….Ώσπερ γαρ εξ εκείνης εξήλθε μετά σώματος ο Αμνός του Θεού, ούτως εκ της προσφοράς της αντίδωρον γενομένης εκβάλλεται ο μέλλων μυστικώς ιερουργηθήναι Αμνός».
Τον προσφερθέντα άρτο, γράφει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, απ’ όπου κόπηκε ο Άρτος (ο Αμνός) κόβεται σε πολλά τεμάχια και μοιράζεται στους πιστούς. Αγιάστηκε διότι αφιερώθηκε στον Θεό.
Όπως μετά την Ανάληψη του Χριστού, γράφει ο άγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως, η Θεοτόκος έμεινε ζώσα παρηγοριά στους Αποστόλους και σε όλους τους πιστούς, έτσι και η προσφορά, η οποία εικονίζει αυτήν, αφού τελειώσουν τα άγια, κομμένη σε μικρά κομμάτια διαμοιράζεται στους χριστιανούς για ευλογία τους.
Η ονομασία, αντίδωρο, προήλθε από το ότι διανέμονταν και διανέμεται αντί των Τιμίων δώρων, αντί της Θείας Κοινωνίας, σε όσους δηλαδή δε μπόρεσαν να συμμετάσχουν στη θεία Μετάληψη, ενώ αργότερα επικράτησε η συνήθεια να διανέμεται σε όλους τους παρόντες, ανεξαρτήτως αν αυτοί κοινώνησαν ή μη.
Από δογματική άποψη, πρέπει να διευκρινισθεί πως το αντίδωρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ισάξιο με τη θεία Κοινωνία. Είναι όμως, κατά τον άγιο Συμεών, μεταδοτικό αγιασμού και πάροχος θείας δωρεάς, «της από των εν τη προθέσει ρημάτων».
Κατά την τάξη της Λατρείας, η ευλόγηση του αντιδώρου, γράφει ο μακαριστός λειτουργιολόγος Ιωάννης Φουντούλης, γίνεται σήμερα, μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων δώρων και προ του μνημοσύνου του αρχιερέως, δι’ υψώσεως υπεράνω των Τιμίων δώρων και σταυροειδούς ευλογίας, λεγομένων των φράσεων: «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος. Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει ημίν».
Στην ευλόγηση του αντιδώρου, εκτός των τεμαχίων από το πρόσφορο της Παναγίας, απ’ όπου βγήκε ο Αμνός, υπάρχουν τεμάχια και από άλλα πρόσφορα και μάλιστα το λεγόμενο «Ύψωμα» με τα γράμματα (ΙΣ-ΧΣ, ΝΙ-ΚΑ), το οποίο βγαίνει, πρέπει να βγαίνει, από όλα τα «επίλοιπα» πρόσφορα πριν αυτά επιστραφούν ή δωθούν στους πιστούς.
«Και αφελεί απ’ αυτού τη δρακί από της σεμιδάλεως της θυσίας συν τω ελαίω αυτής και συν παντί τω λιβάνω αυτής τα όντα επί της θυσίας και ανοίσει επί το θυσιαστήριον κάρπωμα, οσμήν ευωδίας, το μνημόσυνον αυτής τω Κυρίω. Το δε καταλειφθέν απ’ αυτής έδεται Ααρών και οι υιοί αυτού» (Λευϊτ. 6, 8-9).
«Θα αφαιρέσει, ο Ααρών, εκ της θυσίας του προσφερθέντος μίαν χούφταν πλήρη εκ της σεμιδάλεως αναμεμιγμένης του προσφερθέντος ελαίου και όλον τον προσφερθέντα προς θυσίαν λίβανον και θα τα φέρει αυτά εις το θυσιαστήριον προς θυσίαν. Αυτή θα είναι ευάρεστος οσμή εις τον Κύριον εις μνήμην του προσφερθέντος. Το υπόλοιπον της θυσίας θα φάγει ο Ααρών και οι υιοί του…».
Τα τεμάχια αυτά, από τα επίλοιπα πρόσφορα, ο λειτουργός, κατά την ευλόγηση του αντιδώρου, επαναλαμβάνει και τμήμα της αγιαστικής ευχής της Πρόθεσης: «Μνήσθητι, κύριε, των ‘προσενεγκάντων και δι’ ους προσήγαγον’», για να ευλογηθούν και αυτών οι προσφορές και να μνημονευτούν έτσι και αυτών τα ονόματα, που τις έφτιαξαν και γι’ αυτούς τους οποίους τις έφτιαξαν, για τους ζώντανούς και για τους κεκοιμημένους.
Η ευχή αυτή λεγόταν παλαιότερα σε όλους τους άρτους, οι οποίοι λέγονταν, συνεχίζει ο μακαριστός Φουντούλης, όλοι οι άρτοι ‘ευλογίαι’.
Η διανομή του αντιδώρου γίνεται από τον λειτουργό μετά την απόλυση της θείας Λειτουργίας.
Ο πιστός δέχεται μέσα στη δεξιά κυρτή παλάμη του, η οποία υποβαστάζεται από την αριστερή παλάμη, το αντίδωρο και τον αγιασμό, ασπάζοντας με κάθε ευλάβεια την χείρα του λειτουργού , η οποία πριν λίγο ψηλάφισε το Πανάγιο Σώμα του Χριστού και δέχτηκε από εκεί τον θείο αγιασμό, τον οποίο μπορεί να μεταδώσει στους πιστούς με το άγγιγμα, ‘ως αν προσφάτως αψαμένην του Παναγίου σώματος του Χριστού, και εκείθεν τον αγιασμόν δεξαμενήν, και μεταδούναι τη ψαύση δυναμένη’.
Ο λειτουργός μαζί με το αντίδωρο δίνει τώρα και προσωπικά, στον καθένα την ευλογία, την οποία έδωσε, λίγο πριν, με την οπισθάμβωνον ευχή σε όλους μαζί. Έτσι, δίνοντας το αντίδωρο λέγει και την ευχή: «Ευλογία Κυρίου και έλεος αυτού έλθοι επί σε» ή «εφ’ υμάς».
Η πνευματική ευλογία, και η άλλη των αγαθών χορηγία γίνεται στους Χριστιανούς με τη διανομή του άρτου, του σώματος της Θεοτόκου (Β΄ Κανόνας της Τοπικής Συνόδου της Αντιόχειας).
Έτσι, προπέμπει και κατευοδώνει η Εκκλησία, ως φιλόστοργη μητέρα, τα τέκνα της στον κόσμο. Με ευλογίες εκτενείς και επανειλημμένες, που απευθύνονται προς όλους μαζί αλλά και προς τον καθένα χωριστά, που τις επαναλαμβάνει στο τέλος.
Δεν τους διώχνει απροετοίμαστους και απροστάτευτους. Δεν τους αφήνει να φύγουν, χωρίς να τους διεγείρει την προσοχή και χωρίς να τους εφοδιάσει με τον απαραίτητο οπλισμό, για την επάνοδό τους στον τρικυμιώδη αγώνα της ζωής τους.
Το «αντίδερο», όπως εσφαλμένα, το λέει ο λαός μας, ως άρτος, που αγιάσθηκε με την προσευχή στον Θεό (Α΄ Τιμ. 4,5) είναι ιερός, και πρέπει:
• Να μοιράζεται με ιεροπρέπεια, μέσα σε τάξη και ησυχία.
• Να παίρνεται από το χέρι του παπά, για να έχει το «ευλογία και έλεος» και όχι από το πανέρι ή από οποιονδήποτε άλλον, εκτός εξαιρετικών και μόνον περιπτώσεων.
• Να τοποθετείται στο δεξί χέρι, που είναι στηριγμένο πάνω στο αριστερό, με κυρτή την παλάμη.
• Να ψάλλουν ύμνους οι ψάλτες, κατά τη διάρκεια της διανομής του.
• Να τρώγεται με ευλάβεια και πάντα νηστικοί. Δεν τρώγεται ποτέ μαζί με γάλα, τυρί, ψάρια ως κοινός άρτος.
• Να καταναλώνεται όλο και να μην πετάται πουθενά.
• Να μη ρίχνεται ατύλιχτο στις τσέπες. Αν για οποιοδήποτε λόγο πρόκειται να φαγωθεί την άλλη μέρα, παίρνεται σε μια πετσέτα, σε ένα χαρτομάντηλο, ώστε να μην πέφτουν ψίχουλα μέσα στις τσέπες και τρώγεται και πάλι όταν είμαστε νηστικοί.
• Να μη λησμονούμε ότι δίνεται αντί του Μεγάλου Δώρου, που είναι η Θεία Κοινωνία, αλλά και ως επί πλέον δώρο γι’ αυτούς που κοινώνησαν.
Το αντίδωρο, πιστεύει ο λαός μας, «είναι αποτρεπτικό των δαιμόνων», έχει ιαματικές ιδιότητες, και είναι κάτι που το πρωτοδίνουν στον άρρωστο, όταν συνέρχεται και μπορεί να τρώγει. Αν φυλαχθεί με επιμέλεια, μπορεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια.
Σε πολλά μέρη της Πατρίδας μας υπάρχει η συνήθεια, τα ψίχουλα που απομένουν στο χέρι από το αντίδωρο, να τα σκορπούν πάνω στα μαλλιά της κεφαλής τους για υγεία και δύναμη. Αλλά και από σεβασμό να μην τα ρίξουν καταγής. Κι αν πέσουν, τα μαζεύουν με προσοχή να μην τα πατήσουν.
Το Αντίδωρο είναι η άμεση σχέση του Πρεσβυτέρου με τον πιστό. Θα το δώσει ο ίδιος, ο Λειτουργός Ιερέας. «Είναι μέρος που θυμίζει την αγάπη, που συνεχιζόταν μετά το μυστήριο της Ευχαριστίας. Το Αντίδωρο είναι ευλογία».
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!