Επιμέλεια: Νικολάου Κατοίκου
Στις 10 Ιουνίου τού 1944 το Δίστομο Βοιωτίας είχε δεχθεί τη γερμανική θηριωδία, σε αντίποινα μιας αντάρτικης επίθεσης στη θέση «Καταβόθρα». Το αίμα 204 αθώων αμάχων έρρευσε και πάλι στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Ιδού πώς εξιστορεί αυτή την τραγωδία ο κ. Ι. Παπαϊωάννου, αυτόπτης μάρτυς, που δι-εσώθη ως εκ θαύματος:
Τα αυτοκίνητα των Γερμανών σφύριζαν δαιμονισμένα. Τα υψώματα πιάνονται αμέσως. Οι πολυβοληταί και οι άλλοι εγκληματίαι ετοιμάζουν τα όπλα τους. Ένα δεύτερο λεπτό αργό-τερα ακούγεται ο ξηρός κρότος των πολυβόλων. Όσοι βρίσκονταν στους αγρούς, όσοι βρέθη-σαν έξω από το χωριό, σκοτώνονται δίχως έλεος.
Άλλοι Γερμανοί έχουν σκορπισθεί εις το Δίστομον. Τοποθετούνται στη σκάλα του σχο-λείου οι φυλακισθέντες 17 κάτοικοι, που είχαν συλληφθεί και εκτελούνται. Ακολουθεί η εκτέ-λεσις αμέσως άλλων συλληφθέντων, ενώ από τα υψώματα πολυβολούνται συνεχώς τα σπίτια του Διστόμου.
Οι κάτοικοι κλείνονται εις τα σπίτια τους. σέρνονται στις γωνιές των δωματίων. Ο τρό-μος, οι φωνές τής απελπισίας, τα κλάμματα είναι απερίγραπτα. Οι βάρβαροι δεν συγκινούνται. Ζητούσαν εκδίκησιν. Απ’ αυτούς 300 ξεχύνονται στις γειτονιές του χωριού. Ανά 3-4 ανεβαίνουν με θόρυβο τις σκάλες και μπαίνουν στα σπίτια. Γεμίζουν κι αδειάζουν τα όπλα τους επάνω στους γέρους, στις γριές, στις μανάδες, στα μικρά παιδιά, που οδύρονται από τον τρόμο. Γυναίκες με ξέπλεκα μαλλιά τρέχουν έξαλλες, για να σωθούν, στους δρόμους. Δεκάδες… δε-κάδες όμως οι σφαίρες τις βρίσκουν και τις ξαπλώνουν κατά γης νεκρές.
Στην κάτω πλατεία του χωριού έχουν μαζευθεί 40 γυναίκες, που καλούν βοήθεια με σπαρακτικές κραυγές. Θερίζονται μ’ ένα πολυβόλο χωρίς κανένα έλεος.
Στο σπίτι τού παπά τού Διστόμου έχουν μαζευθεί, για να βρουν άσυλο, πολλά γυναικό-παιδα. Έχουν συγκεντρωθεί στην αυλή και γονατισμένα προσεύχονται. Ένας Γερμανός βαθ-μοφόρος μπαίνει στην αυλή μαζί με μερικούς στρατιώτες και κλείνει πίσω του καλά την πόρτα. Πλησιάζει τον παπά και του μιλάει, αφρίζοντας από λύσσα. Ο παπάς τίποτε δεν καταλαβαίνει. Έχει αντιληφθεί όμως ότι πλησίασε η στιγμή. Κάνει το σημείο τού σταυρού και αρχίζει να προσεύχεται. Οι Γερμανοί στήνουν τα πολυβόλα και σκοτώνουν τις γυναίκες, τους γέρους, τα παιδιά. Με τα πιστόλια κατόπιν πλησιάζουν τον αιμόφυρτο σωρό, αναζητούν τα μωρά παιδιά και τους θρυμματίζουν τα κρανία!
Σε άλλον δρόμο τού χωριού γίνεται μια άλλη τραγική σκηνή. Ένας Γερμανός έχει τοπο-θετήσει σε έναν τοίχο μίαν ολόκληρη οικογένεια. Πατέρα, γιους, παιδιά. Πέντε ανήλικα παιδιά. Ο γέρος παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να αφήσουν τα εγγόνια του. Μα ο Γερμανός δεν ακούει. Τότε ο γέρος ορμά κι αρπάζει το όπλο τού Γερμανού. Κυλιέται μαζί του στο χώμα, παλεύει, μέχρις ότου ο δήμιός του τον ξεσκίζει. Η πάλη διαρκεί λίγα λεπτά. Ωστόσο, οι άλλοι προφταίνουν να φύγουν. Και τα μικρά παιδιά κατορθώνουν να διασωθούν μέσα σε ένα βαρέλι στο υπόγειο ενός σπιτιού.
Σε άλλο σπίτι οι Γερμανοί καίνε ζωντανές μερικές γυναίκες.
Όλο το χωριό, έχει πυρποληθεί. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι πτώματα. Αργά τη νύκτα δίδεται η διαταγή να διακοπεί η σφαγή. Ηχούν και πάλι οι σειρήνες τών αυτοκινήτων. Οι Γερμανοί φεύγουν από το χωριό, αφήνοντας πίσω τους τον όλεθρο και την καταστροφή.
Αργά την άλλην ημέρα βγήκαν από τις κρύπτες τους τα παιδιά που είχαν διασωθεί. Σέρ-νονται αμίλητα στους ματωμένους δρόμους τού χωριού, ψάχνουν ανάμεσα στους σωρούς τών πτωμάτων και αναζητούν τους γονείς τους.
Και δεν υπήρχε πιο τραγική εικόνα από το να βλέπει κανείς παιδιά 10 ετών να τυλίγουν τους γονείς ή τα αδέλφια τους σε ένα σεντόνι και να τους μεταφέρουν, για να τους θάψουν στο νεκροταφείο του μαρτυρικού Διστόμου.
Εκ των 204 σφραγιασθέντων 43 είναι παιδιά κάτω των 9 ετών, πολλά δε εξ αυτών μωρά ολίγων μηνών!
Στα ερείπια της κωμοπόλεως ανευρέθησαν κατόπιν 134 μικράς ηλικίας παιδιά, τα οποία απεστάλησαν στο Άσυλο «Αετοφωλιά» τής Κηφισιάς, όπου και τους παρέχεται κάθε περίθαλ-ψη.
(Εφ. ΕΜΠΡΟΣ, 3-6-1945)