Επιμέλεια: Νικολάου Κατοίκου, Φιλολόγου
Το σημαντικότατο κείμενο με τη μαρτυρία τού Ελβετού καθηγητή Στούρε Λιννέρ σχε-τικά με τη σφαγή του Διστόμου ανακάλυψε ο κ. Νίκος Παπανικολάου και το καταχωρούμε εδώ.
Όλοι γνωρίζουμε το Δίστομο, την όμορφη κωμόπολη του Δήμου Λιβαδειάς, που έγινε παγκόσμια γνωστή, όταν ο Ραδιοφωνικός Σταθμός τού Λονδίνου τον Ιούνιο του 1944 μετέ-δωσε είδηση που συντάραξε την ανθρωπότητα: “Γερμανικά στρατεύματα ισοπέδωσαν την κωμόπολη και κατέσφαξαν τους κατοίκους της”.
Μετά τη λήξη τού Πολέμου ο Διοικητής του απάνθρωπου αυτού εγκλήματος Ζάμπελ συνελήφθη και, ενώ ετοιμάστηκε η δίκη του στο Παρίσι ως εγκληματία πολέμου, τον ζήτησε η Γερμανία για παράλληλη ανάκριση και δεν ξαναγύρισε.
Ο Ελβετός καθηγητής Στούρε Λιννέρ, που υπηρετούσε στον Ερυθρό Σταυρό εκείνη την εποχή με τη γυναίκα του Κλειώ, που τότε παντρεύτηκε, πήγε στο Δίστομο, γιατί είχε αρμοδιότητα να τροφοδοτήσει τους κατοίκους και να τους προσφέρει φαρμακευτική βοήθεια. Ας αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος.
«Παντρευτήκαμε στις 14 Ιουνίου. Ο υπεύθυνος της Ελληνικής Επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά, όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας.
»Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα, που μόλις είχε λάβει: Οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό τού Διστόμου στην περιοχή τών Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας.
»Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία την εποχή εκείνη είχα την αρμοδιότητα να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ, να το διαβάσει. εκείνη έγνεψε και έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή. Περίπου μια ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα.
»Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα, για να φτάσουμε χαράματα πια στον κεντρικό δρόμο, που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες τού δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε. Σε κάθε δέντρο κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά. Ήταν οι κάτοικοι του χωριού, που τιμωρήθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη.
»Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτο-νταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κεί-τονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό.
»Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς. Μα ναι, ένας παππούς στην άκρη τού χωριού. Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σοκαρισμένος από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα. τα λόγια του πλέον μη κατανοητά (ακαταλαβίστικα). Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά “Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε”. Από μακριά μάς πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει, πριν ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι (η γυναίκα) είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρούργο την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι τού μέλιτος μας!
»Όταν τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, μια γερμανική μονάδα περικυκλώθηκε από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή τού Διστόμου. Σκέφτηκαν ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση. Επειδή η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα, ετοίμασα φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρε-θήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά η Κλειώ και εγώ.
»Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με έναν παλαιών αρχών παπά στη μέση. Έμοιαζε με Πατριάρχη έχοντας μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Επιπλέον, πρόσθεσε: “Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνον τον πόλεμο. είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας. έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους”.
»Σε αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν και έκλαιγα».
Αυτό είναι το μεγαλείο μας!
(Στοιχεία από το Αρχείο του “Μουσείου Εθνικής Αντίστασης 1940-1945” του Πλατάνου Ναυπακτίας).
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Πηγή: Περιοδικό «Πνευματική Ζωή» τεύχος 197 (Απρίλιος 2011)