Δεν κατέκρινε τον πλούτο. Κατέκρινε, όμως, την πλεονεξία. Κι αυτό φαίνεται με τρόπο ξεκάθαρο στα αγιογραφικά κείμενα. Στράφηκε εναντίον όσων πλούτιζαν μέσα στο ναό. Διεμήνυσε πως ευκολότερα περνάει μία καμήλα μέσα από την τρύπα μιας βελόνας, παρά να μπει ένας πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού. Υπενθύμισε στον άφρονα πλούσιο πως τη νύχτα η πλεονεξία του θα τελειώσει.
Ο Χριστός, λέγεται πως υπήρξε ένας επαναστάτης. Βέβαια, έχω την αίσθηση πως κάτι τέτοιο βολεύει όσους δεν παραδέχονται τη θεότητα Του και βλέπουν σ’ Εκείνον μία σπουδαία προσωπικότητα που εναντιώθηκε στο κατεστημένο της εποχής Του. Τον οικειοποιούνται οι αριστεροί, αλλά τους πρόλαβε ο Μ. Βασίλειος με τις κοινωνικές του ομιλίες (Πρός τούς πλουτοῦντας, εἰς τό ‘’καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας τούτων οἰκοδομήσω’’). Ο Χριστός δεν υπήρξε ένας, απλά, ιστορικός Ιησούς, ένα ακόμη σπουδαίο πρόσωπο της ιστορίας. Και φυσικά, δεν ενδιαφερόταν να αποκαταστήσει τις αδικίες. Κι όταν αυτό συνέβη, υπήρξε ως απόρροια της λειτουργικότητας της αγάπης Του. Όπως και η ελεημοσύνη προς τους φτωχούς, κ.ο.κ.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η αριστερή φιλοσοφία έκανε σημαία της την κοινωνική δικαιοσύνη. Πάτησε σ’ αυτή και διεκδίκησε όσα είχαν καταφέρει, αιώνες νωρίτερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας μέσα από τα έργα τους και δη τα συγγραφικά τους έργα. Ο ανθρωπισμός της αριστεράς κάνει λόγο για δίκαιη κατανομή. Έχω δέκα. Πάρε τα δέκα εσύ και τα δέκα κρατάω εγώ. Ο ορθόδοξος ανθρωπισμός, ο ανθρωπισμός της θεολογίας της ορθόδοξης Ανατολής, αναποδογυρίζει τα πράγματα. Έχω δέκα. Πάρε εσύ τα οκτώ και κρατάω τα δέκα. Αυτή είναι δικαιοσύνη για τους Πατέρες. Αυτή είναι η φιλοσοφία της ασκητικής. Η αναμέτρηση μου στην έλλειψη μου, ερήμην μιας δικαιϊκής τάξης που θα επέβαλε στον νόμο τους όρους της ανθρώπινης φύσης. Για τον Marx, η αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης έχει ταξικούς όρους, είναι αναμέτρηση ταξική. Για τους Πατέρες είναι αίτημα θεανθρώπινο.
Ο Χριστός, αυτή την Κυριακή έρχεται και αναφέρεται στον άφρονα πλούσιο (Λουκ. 12, 16 – 21). Δεν στηλιτεύει το γεγονός ότι κατάφερε να πλουτίσει. Έχει τη θετική του αποτίμηση ο πλούτος. Όταν, για παράδειγμα, εκμεταλλεύεται κάποιος τον πλούτο του για να ωφεληθούν οι αδύναμοι, θα σημειώσει ο Μ. Βασίλειος. Ο Χριστός τα βάζει με την πλεονεξία. Αυτή χτυπάει. Όπως ο Νίτσε, που στον ‘’Αντίχριστο’’ δεν χτυπάει Θεό, αλλά τους θεολογίζοντες. Υπάρχει, λοιπόν, ένα σημείο και ακολουθούν οι αναφορές του σημείου αυτού. Άλλοτε η θετική αναφορά και άλλοτε η αρνητική του, η οποία ενεργεί αντιστροφικά, ως παρυπόσταση, με αλλοιωμένος ύφος.
Ο άφρονας πλούσιος είχε πωρωμένη αντίληψη περί του πλούτου, την παραθεωρημένη του αναφορά, δηλαδή, την πλεονεξία. Έτσι, η πλεονεξία, ως παρυπόσταση, πλέον, είχε ξεφύγει από την κοινωνική δικαιοσύνη, μία δικαιοσύνη που δεν είχε στο πλάνο της κανένα σημείο αναφοράς στον Θεό, στον πλησίον, στον απέναντι. Για τον άφρονα, η εκ του μη όντος δημιουργία βρισκόταν στα χωράφια του. Κατόπιν, αυτά έφεραν μεγάλη σοδειά κι ό,τι δημιουργήθηκε είχε ως θέμα τον πλούτο, τον εαυτό, την πλεονεξία. Απουσίαζαν όλοι οι άλλοι. Υπήρχε, μονάχα, ο πλούσιος και τα πλούτη του. Αυτός ήταν κι ο κόσμος στον οποίο αναπτυσσόταν. Ο πλούτος έχει τη δυνατότητα να αναγνωρίσει την ελεημοσύνη, η πλεονεξία, όμως, όχι. Εν γένει, δεν αναγνωρίζει καμία λειτουργία του πλούτου υπό το πρίσμα της διαπροσωπικής συνύπαρξης, αλλά εμμένει στην φολκλορικότητα μιας συγκινησιακής προοπτικής του πλούτου, παραφράζοντας την καρτεσιανή εκδοχή σε ένας ύφος «έχω πλούτο, άρα υπάρχω».
Για τον πλούσιο, η διακονία, η ελεημοσύνη, η φιλανθρωπία, η κένωση, υπήρχαν λέξεις άγνωστες. Ολωσδιόλου, άγνωστες. Εκείνο που γνώριζε και μετρούσε ήταν να υπάρξει για τον εαυτό του. Ο χριστιανός υπάρχει για τους άλλους. Ε, αυτό κανένα φιλοσοφικό και πολιτικό σύστημα δεν το κατάφερε. Και να υπάρχει, μάλιστα, όχι ως αποδοχή του άλλου. Προσέξετε∙ αυτό είναι ανώδυνο. Δεν ξεβολεύει τα πράγματα. Να υπάρχει ως η υιοθέτηση του άλλου και η σάρκωση του στο πρόσωπο του άλλου, του ξένου, του κάθε αδύναμου, φτωχού.
Οι χριστιανοί σήμερα, αμφιβάλλω πως πλουτίζουν ως προς τον Θεό. Πώς τελειώνει την παραβολή ο Χριστός; «Αυτά παθαίνει εκείνος που θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν φροντίζει να γίνει πλούσιος ως προς τον Θεό» (Λουκ. 12, 21). Πλούσιος προς τον Θεό, δεν είναι εκείνος που γυρνάει την πλάτη σε όσα έχει αποκτήσει, στον πλούτο του, στην περιουσία του, αλλά εκείνος που αντιμετωπίζει τον πλούτο ως την αποκλειστικότητα του εαυτού του. Οι χριστιανοί, φοβάμαι πως αγνοούν βασικές αλήθειες της ορθόδοξης πίστης. Την ουσία της, το βάθος της ουσίας και την ουσία του βάθους. Πλουτίζουν για τον εαυτό τους, κάτι που καταντά σε προσωπικό εκμηδενισμό, αδιαφορούν πολλές φορές για τους φτωχούς έξω από τις άχαρες μεγάλες πόρτες των ναών και τους γυρνάνε στην πλάτη, την ίδια στιγμή που πριν από λίγο καταφατικά κουνούσαν το κεφάλι στα λόγια του Χριστού. Αυτό δεν είναι πίστη. Αυτό είναι υποκρισία.
Πλούσιος ως προς τον Θεό γίνεται ο άνθρωπος που αρχίζει να ανακαλύπτει το ειδεχθές του πρόσωπο. Να μην το δέχεται, αλλά να κινείται προς την αγαθή του μεταμόρφωση. Να αναγνωρίζει πως η κτίση αποτελεί δωρεά του Θεού, εξαιτίας της άπειρης φιλανθρωπίας Του. Να αναγνωρίζει πως όσα ο Θεός του έδωσε, μπορεί να του τα πάρει πριν το σκεφτεί. Να αναγνωρίζει πως ο πλησίον του είναι δημιούργημα του Θεού, όπως και ο φτωχός και ανήμπορος. Και πως ο Θεός του έδωσε την ευλογία να πλουτίσει για να ελεήσει όσους έχουν ανάγκη. Εξάλλου, ο δρόμος για τον παράδεισο περνάει μέσα από τον άλλον, τον απόλυτο άλλον, κατά Levinas.
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος
(Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)