Είναι ευεργεσία, όλες αυτές οι φωνές του υπαρξισμού, εμπειρισμού, ιδεαλισμού, ορθολογισμού, να έχουν τη δυνατότητα να σου προσφέρουν εκείνον τον τρόπο, αν όχι τη λύση. Ακόμη κι αν δεν καταφέρνουν, πάντοτε, να εισαγάγουν το ανθρώπινο πρόσωπο στη μεταδοτική τους υπόσχεση, ύφος, ουσία, εκείνο που αποκομίζει το πρόσωπο είναι η αγωνία για μετάδοση και, κάποιες στιγμές, ο τρόπος της μετοχής.
Εκείνο, πάντως, που μένει, θεωρώ πως είναι το μετέωρο βήμα της κατάληξης. Εκεί αναμετράται κανείς με τον τρόπο μετοχής του, το αβασάνιστο επέκεινα των πραγμάτων, τη μεταφυσική που γίνεται θεολογία και τη θεολογία που κατεβαίνει στην πέτρα, στο χώμα και ως λόγος κοινωνεί το άσαρκο στο σαρκωμένο σώμα. Εν τέλει, ποια ανθρωπολογική πρόταση κατατίθεται; Όχι ως ευχολόγιο, ως δωρεά του χρόνου και αποτυπωμένη έκφραση σε ένα βιβλίο, σ’ ένα κήρυγμα, αλλά ως σαρκωμένη ελπίδα. Ως τη σύνολη υποψία πως η αιωνιότητα είναι μέρος κι αυτού του κόσμου, χρόνου, του φθαρτού, του άχαρου, του αταλάντευτου, στις αρπακτικές διαθέσεις των βασανιστικών προβληματισμών.
Όλα καταλήγουν στη θεολογία. Ίσως και από εκεί να ξεκινούν. Εξάλλου, κι ο Αριστοτέλης θεολογία καλεί τη μεταφυσική του. Αλλά όλα αυτά εκφράζονται. Χρειάζονται υποστάσεις, χρειάζονται πρόσωπα για να υπάρξει το σημείο. Η αφετηρία, η αντίληψη, ο στοχασμός, η κατάθεση, η κένωση, το άδειασμα του φιλοσοφικού και θεολογικού ύφους στο βάρος της ανυπέρβλητης φθοράς που γεννά η κοσμικότητα ως κτιστότητα κληρονομική.
Οι καιροί είναι πικροί, οι μέρες πονηρές, τα πρόσωπα ανικανοποίητα. Η αιωνιότητα να γίνει εμπειρία βιωματική, ο πόνος να νοηματοδοτηθεί, η σκέψη του Paul Ricoeur να επεκταθεί, η θεολογία να τολμήσει, η Εκκλησία να πατήσει στην πέτρα, στο χώμα και να συναντήσει το πρόσωπο. Να καταθέσει τη δική της πρόταση, σαν ποιμαντικό βάσανο, αλλιώς δεν είναι βάσανο. Έχω την αίσθηση πως όσες σκέψεις κι αν μεταδοθούν από τον ιερό άμβωνα, όσες προτάσεις κι αν χωρέσουν στα θεολογικά βιβλία, όσες φορές κι αν έρθουν ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Ισαάκ ο Σύρος, στην εποχή, στην κοινωνία, ακόμη κι αν ιδρυθούν σωματεία, οργανισμοί μέσα στην Εκκλησία, κι αν ακόμη βαρύνει το ποιμαντικό πρόγραμμα μιας ενορίας, εντέλει, εάν η Εκκλησία δεν πατήσει στο έδαφος, στην πέτρα και δεν αφήσει το αποτύπωμα της στο χώμα, το ανθρώπινο πρόσωπο δεν θα μετέχει του τρόπου, της κοινωνικότητας, της λειτουργικότητας των σημαινομένων.
Υπάρχουν, σαφώς, κι εκείνες οι στιγμές που η Σύναξη λειτουργεί και τον λόγο και τον τρόπο και το ύφος. Για παράδειγμα, μία Θεία Λειτουργία ξεσηκώνει ολόκληρη την κτίση, κάθε φορά που το γεγονός της σύναξης επισυνάπτεται ως παροντική, χρονικά, αδυναμία, στην εσχατολογική πραγμάτωση. Μεταδίδει το ύφος, το ήθος, και φωτίζεται ο νους, η ύπαρξη. Και οι λόγοι των Πατέρων, βγάζουν από πολλά αδιέξοδα. Γράφτηκαν σε παρελθοντικές εποχές για όλες τις εποχές. Αναδεικνύουν την ίδια αγωνία, προβληματική, με την ίδια ένταση και το ίδιο πάθος για όσα περικυκλώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμη. Η Εκκλησία να βγει στις αγορές και στις πλατείες. Οι Επίσκοποι και οι κληρικοί να σπάσουν τις βαριές πόρτες που έγιναν κατεστημένο άλλων εποχών και κληρονομήθηκαν ως άσαρκη φανέρωση. Μία κληρονομιά που ανέχονται, δέχονται, και εξωθούν στα άκρα, κλείνοντας το μάτι και σφυρίζοντας αδιάφορα στα ξεπερασμένα και κατεστημένα πρόσωπα της γραφειοκρατίας. Ο κλήρος να δραπετεύσει από τους τοίχους των γραφείων, αφού έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα και βαυκαλίζεται συνειδησιακά. Να σπάσει το δεδομένο και να εγκαθιδρύσει την επαναστατική διακήρυξη του ευαγγελικού λόγου στην πέτρα, στο χώμα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας κυκλοφορούσαν στην κοινωνία και γνώριζαν όσα απασχολούσαν τους ανθρώπους. Κατέβαιναν στους δρόμους, τα πόδια τους ένιωθαν την πέτρα και το χώμα. Δεν είναι το φιλόπτωχο, το κήρυγμα, η διοργάνωση εκδηλώσεων, ο λόγος πίσω από τις άχαρες τεράστιες πόρτες των ναών που κρατούν σε απόσταση ταλαιπωρημένες υπάρξεις. Ο κλήρος να μετατραπεί στον κατεξοχήν αναρχικό παράγοντα, αναιρώντας καθεστηκυίες αντιλήψεις που πλήττουν την Εκκλησία και την περιθωριοποιούν. Αναιρώντας, καταθέτοντας, οικοδομώντας.
Η ατολμία των καιρών, κάποιες φορές, δείχνει δεδομένη. Αναπαύεται σε θέσεις προηγουμένων συνηθειών, ανεύθυνων, ανέξοδων, που δειλιάζουν στην κένωση, εξορίζοντας την Εκκλησία από την κοινωνία, ιδεολογικοποιώντας τον εκκλησιαστικό λόγο, αντιμετωπίζοντας ως ιδεολογία το μυστήριο. Με φωνές που στο τέλος φωνάζουν ‘’Τί μας νοιάζει εμάς; Αυτός σταυρώθηκε για τον Εαυτό Του’’. Αν είναι έτσι, η πέτρα δεν θα αλλάξει το σχήμα της, το χώμα θα παραμένει απάτητο και το ανθρώπινο πρόσωπο θα αναζητά τους ήρωες του στο σπήλαιο του Πλάτωνα.
Για την HuffPost Greece
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας