Ο Χριστός, στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λουκ. 18, 18 -27), αναφέρεται για άλλη μία φορά στον πλούτο και στην πλεονεξία. Εκείνο είναι το βασικό σημείο του ευαγγελίου. Όμως, υπάρχει ένα άλλο σημείο, το οποίο ίσως να περνάει απαρατήρητο. Συγκεκριμένα, όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο Χριστός, απευθυνόμενος σε έναν πλούσιο άρχοντα που Τον αποκαλεί αγαθό, του λέει: «Γιατί με ονομάζεις αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνος ο Θεός» (Λουκ. 18, 19).
Με μία πρώτη ανάγνωση, ο λόγος αυτός δείχνει σκανδαλιστικός. Αφενός μεν ο Χριστός, που είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, διαφοροποιείται από τον Πατέρα Του, αφετέρου δε αποποιείται του προσδιορισμού ‘’αγαθός’’. Αν, λοιπόν, ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός, τότε ο Υιός δεν είναι; Αντιλαμβάνεστε, πως με μία τέτοια ερμηνεία επέρχεται ένα πλήγμα στο πρόσωπο του Υιού. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Αν μελετήσουμε τα αγιογραφικά κείμενα, θα διαπιστώσουμε πως ο Υιός δεν υπάρχει από τον Εαυτό Του. Δεν είναι ο αίτιος της ύπαρξης, αλλά υπάρχει εξαιτίας του Πατρός, καθώς γεννάται από τον Πατέρα. Βέβαια, τον κόσμο δεν τον δημιουργεί ο Θεός μόνος, αλλά συμμετέχουν και τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1, 26)∙ και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος συμμετέχουν στη δημιουργία του κόσμου.
Μένει να δούμε τη σχέση των δύο προσώπων, του Πατέρα και του Υιού. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννάται. Δεν είναι το ίδιο αυτά τα δύο πρόσωπα. Ο Πατέρας δεν είναι ο Υιός και ο Υιός δεν είναι ο Πατέρας. Ο Σαβέλλιος δίδασκε πως ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα αποτελούν τρεις τρόπους εκδήλωσης του ενός Θεού, χωρίς να αποτελούν τρεις ξεχωριστές υποστάσεις. Δεν μπορούμε, επίσης, να υποστηρίξουμε πως κάποιο από αυτά τα πρόσωπα υπάρχει εις βάρος κάποιου άλλου. Κάτι τέτοιο θα κατέληγε σε μονισμό (πατρομονισμό, χριστομονισμό, πνευματομονισμό). Υφίσταται η ετερότητα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, κάτι το οποίο βλέπουμε, ιδίως στα έργα των Καππαδοκών Πατέρων.
Ο Γέρων Μητροπολίτης Περγάμου κ.κ. Ιωάννης σημειώνει πως «ο Υιός αποκαλύπτει τον Πατέρα∙ αποκαλύπτοντας Τον, δεν Τον ταυτίζει με τον Εαυτό Του, σε βαθμό που να μην παραπέμπει στον Πατέρα». Στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο συναντούμε τη σχέση Υιού και Πατέρα. Εκεί, ο Χριστός λέει στους μαθητές: «…κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα παρά δι’ εμού» (Ιω. 14, 6). Ο δρόμος του Υιού είναι ο δρόμος του Πατρός. Ο άσαρκος, ακατάληπτος Θεός, γνωρίζεται δι’ Υιού. Μέσα από τον Υιό γνωρίζουμε τον Πατέρα. Και λίγο παρακάτω, διαβάζουμε, πάλι, στον Ιωάννη: «Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι ἐν τῷ Πατρί και ο Πατέρας μου είναι ἐν ἐμοί;» (Ιω. 14, 10). Δεν λέει ο Υιός, εγώ είμαι ο Πατήρ, αλλά ἐγώ ἐν τῷ Πατρί.
Αυτός είναι ο τρόπος που γνωρίζεται. Στη Γεθσημανή, ο Υιός υποτάσσει το προσωπικό του θέλημα στο θέλημα του Πατρός. Αν ήταν ο Πατήρ ή αν ήταν πάνω από τον Πατέρα, δεν θα προσευχόταν στον Πατέρα λέγοντας «Πατέρα, εάν θέλεις, απομάκρυνε το ποτήρι τούτο από εμένα, πλην ας μην γίνει το θέλημα μου αλλά το δικό σου» (Λουκ. 22, 42). Επιπροσθέτως, η προσευχή που παρέδωσε, δεν αναφέρεται στον Εαυτό Του, αλλά στον Πατέρα: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου…» (Ματθ. 6, 9 – 10).
Δεν υφίσταται κάποιος ανταγωνισμός μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος, ούτε μπορούμε να κάνουμε λόγο για αποκλειστικότητα ή προτεραιότητα κάποιου έναντι των υπολοίπων. Αυτό, δεν σημαίνει, επουδενί, πως δεν υπάρχει η αιτία των όλων που είναι ο Πατέρας. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Όλα τα αναφέρουμε στον Θεό αιωνίως. Κι αυτό το διαπιστώνουμε και στο λειτουργικό μέρος, στη Θεία Λειτουργία. Είναι πραγματικότητα πως οι αρχαίοι τύποι Λειτουργιών αναφέρονται στον Πατέρα (Λειτουργία Μ. Βασιλείου, Λειτουργία Ιακώβου Αδελφοθέου), σε αντίθεση με του Γρηγορίου Θεολόγου που αναφέρεται στον Υιό (Λειτουργία που φέρεται να μην είναι του Γρηγορίου Θεολόγου με βάση την αναφορά σε κώδικες).
Στην αρχή της Λειτουργίας του Ιακώβου του Αδελφοθέου, διαβάζουμε: «Εὐεργέτα καὶ Βασιλεῦ τῶν αἰώνων καὶ τῆς κτίσεως ἁπάσης Δημιουργέ, πρόσδεξαι προσιοῦσάν Σοί διά τοῦ Χριστοῦ Σου τήν Ἐκκλησίαν Σου…» και σε άλλο σημείο, που αναφέρεται στον Πατέρα, «…καὶ προσφέρειν Σοι την φοβεράν ταύτην καὶ ἀναίμακτον θυσίαν…». Αυτό δεν σημαίνει, σε καμία περίπτωση, την κυριαρχία του Πατέρα πάνω στον Υιό. Κάτι τέτοιο θα μας οδηγούσε τον πατρομονισμό. Ο Χριστός δεν παύει να είναι «ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος» (ευχή Θείας Λειτουργίας Ιωάννου Χρυσοστόμου).
Όλα τα παραπάνω δεν οδηγούν στην απόρριψη του Υιού, του ρόλου Του, και στην επικράτηση του Πατρός. Διαφυλάσσεται η Τριαδολογία, κι αυτό φαίνεται και στη δημιουργία του κόσμου, φαίνεται και στη Θεία Λειτουργία. Δεν υπάρχει Τριαδολογία με μόνον τον Πατέρα. Ο Μ. Βασίλειος που, μαζί με τους άλλους Καππαδόκες συνέβαλε καταλυτικά στο θέμα αυτό, σημειώνει κατά των Σαβελλιανών, του Αρείου και των Ανομοίων: «Διότι υπάρχει μεν ο Πατήρ, ο οποίος έχει τέλεια την ύπαρξη και ανενδεή και είναι ρίζα και πηγή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Υπάρχει δε και ο Υιός που είναι ζωνταντός Λόγος στην τέλεια θεότητα και γέννημα πλήρες του Πατρός∙ πλήρες δε είναι και το Πνεύμα και όχι μέρος από άλλον, αλλά τέλειο και ολόκληρο που από μόνο του θεωρείται… Δεν παρεμβαίνει κανένας αιώνας μεταξύ τους, αλλ’ ούτε η ψυχή μας δέχεται την ιδέα του χωρισμού ότι τάχα ή ο Μονογενής Υιός δεν συνυπήρχε πάντοτε με τον Πατέρα ή το Πνεύμα το άγιο δεν συνυπήρχε με τον Υιό». Μαζί με όλα αυτά, ένα ερώτημα επιζητά την απάντηση του. Σε ποιον προσευχόμαστε; Στον Πατέρα ή στον Υιό;
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας