Στη ζωή της Εκκλησίας πέρα από το γεγονός ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο, τίποτε δεν γίνεται χωρίς τάξη. Υπάρχει μία συνήθεια, μία σειρά, ένα ύφος συγκεκριμένο, ανάλογο της βιωματικής συναίσθησης. Εξάλλου, “πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω’’ (Α’ Κορ. 14, 40), σύμφωνα με το λόγο του Παύλου.
Ένα νέο έτος ξεκινάει. Κανείς δεν γνωρίζει τι επιφυλάσσει στον καθένα, παρά μόνον ο Θεός, ο Δημιουργός του κόσμου, του ανθρώπου, της κτίσης ολάκερης. Οι άνθρωποι δεν είμαστε ξεκάρφωτοι. Έχουμε την προέλευση μας. Αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο. Κάποιος είναι ο Δημιουργός μας. Οι χριστιανοί πιστεύουμε πως “εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν”, κατά την αντίληψη της στωικής φιλοσοφίας, θέση που υποστηρίζει ο Παύλος στον Άρειο Πάγο. Αυτόν τον Θεό, τον Τριαδικό Θεό αναφέρει ο Παύλος στους Αθηναίους. Είναι ο Θεός που μας ενώνει, αφού δημιουργήματα Εκείνου είμαστε. Και αποτελεί ύψιστη τιμή κάτι τέτοιο, απλά η δύναμη της συνήθειας κατάφερε να απεμπολήσει τη μοναδικότητα του γεγονότος.
Έχω ισχυρή την αίσθηση πως πάνω απ’ όλα υπάρχει ο Θεός. Κι όσοι, βέβαια, πιστεύουμε στον Θεό, γνωρίζουμε πολύ καλά πως πρώτα σημασία έχει όλα να γίνονται προς δική Του δόξα, προερχόμενα από το άγιο Όνομα Του και κατόπιν από τους ανθρώπους. Κι όλα αυτά; Εν τη εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία βιώνουμε τη μοναδικότητα του Θεού, την αποκλειστικότητα Του. Η γεύση του χριστιανού είναι γεύση αγιοπνευματική. Δεν είναι κτιστή, μήτε νοησιαρχική. Αυτά είναι της Δύσης. Γι’ αυτό η δυτική σκέψη και φιλοσοφία αναζητάει ακόμη την πλήρωση του ανεκπλήρωτου που αισθάνεται, μέσα στους Πατέρες της Εκκλησίας, μέσα στην ορθόδοξη ζωή και πνευματικότητα.
Εν τη εκκλησία. Πραγματικά, πιστεύω πως ο σύγχρονος άνθρωπος έχει απωλέσει την ευκαιρία που θα τον οδηγήσει στον τρόπο. Μήπως, τις περισσότερες φορές, ο τρόπος δεν καθορίζει τα πράγματα; Και ο τρόπος δεν είναι εκείνος που οδηγεί σε θαύματα; Η ζωή εκτός Εκκλησίας μοιάζει με θάνατο, επιβεβαιώνοντας πως, τελικά, ο Χριστός δεν αναστήθηκε και κάποιοι έκρυψαν το Σώμα Του. Αρπάζοντας την ευκαιρία ο άνθρωπος να εισέλθει στην Εκκλησία, έχει πραγματοποιήσει το δυσκολότερο εγχείρημα, καθότι αυτό είναι το πιο δύσκολο∙ η κατάφαση στη γνωριμία. Και η γνωριμία αυτή είναι εξαίσια, καταπληκτική, μοναδική, έχει γεύση απείρου κάλλους, τη βεβαίωση πως η κοινωνία με τον Θεό αποτελεί ένα ατελείωτο μεθύσι, κάτι που απομυθοποιεί τον απομακρυσμένο πλατωνικό Θεό του Συμποσίου.
Προηγείται ο Θεός. Όλα για τον Θεό. Ακόμη και ο φόβος της κόλασης, για τον χριστιανό, δεν σημαίνει φόβο βασάνων αλλά αποτυχία της αιώνιας κοινωνίας με τον γλυκύτατο Νυμφίο, το ένδυμα Του Οποίου ο καταθλιπτικός και απομονωμένος άνθρωπος ποθεί να αγγίξει, εναποθέτοντας σ’ Εκείνον την τελευταία του ελπίδα. Κι εκείνον τον τελευταίο, ο Νυμφίος τον κάνει πρώτο. Ο χριστιανός ένα ποθεί. Τον Χριστό. Κι ας πέφτει, κι ας απογοητεύεται. Εκεί καταλήγει, στην Εκκλησία, στη ζωή της Εκκλησίας, που μυσταγωγεί και δεν αποτελεί ένα ακόμη μυστικιστικό κατάλυμα. Αντίθετα, ο Χριστός έρχεται και γίνεται αυτό που σημειώνει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας∙ το κατάλυμα των ανθρωπίνων ερώτων.
Για τον χριστιανό προηγείται ο Χριστός. Για τον άνθρωπο που δένεται περισσότερο στην κοσμικότητα προηγείται η δόξα του, η αποθέωση του από τους ανθρώπους, το προσωπικό του ανέβασμα που πασχίζει να το λειτουργήσει ως ασφάλεια για την υπαρξιακή του επιβράβευση. Ο χριστιανός πρώτα βάζει την Εκκλησία. Στην πόλη, στο χωριό, όπου κι αν βρεθεί. Μετά έρχονται όλα τα άλλα. Ακολουθούν και ωραιοποιούνται όταν έχουν την αναφορά τους στο πρόσωπο του Χριστού. Ανακεφαλαιώνονται στην εικόνα του Θεανθρώπου που ενώνει αταίριαστες φύσεις στο δικό Του πρόσωπο. Στην Εκκλησία έχουμε όλοι την αναφορά μας. Η Εκκλησία είναι το κατάλυμα μας. Οι αμφισημίες της ζωής μας, ο έρωτας και ο θάνατος, εκεί ξεκινάνε κι εκεί καταλήγουν. Από τον Θεό ξεκινάνε όλα. Κι εκεί καταλήγουν. Ενδιάμεσα όμως;
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)