Θεωρώ πως η πεμπτουσία της πατερικής παρουσίας των Ιεραρχών έγκειται σε κάτι υψηλότερο και ταυτόχρονα ουσιαστικότερο από τις αρετές, οι οποίες κοσμούσαν τα πρόσωπα τους. Αρετή συναντάς και σ’ έναν αθεϊστή. Εκείνο που τους καταξίωσε είναι η αγιότητα. Είναι εκείνη η αγιότητα που υπενθυμίζει σ’ όλους πως αυτά τα σπουδαία και ουράνια πράγματα είναι του Θεού και πως η αγιότητα έχει την αρχή της στον άγιο Θεό.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι Τρεις συνέγραψαν ευχές για τη Θεία Λειτουργία. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη προσφορά τους. Κάποιος που δεν πιστεύει ιδιαίτερα, το πιο πιθανό είναι να εξαίρει τις αρετές τους, το φιλανθρωπικό έργο του Μ. Βασιλείου, την προσφορά τους στα γράμματα. Δεν θα εκφραστεί όμως με τον ίδιο τρόπο για το σπουδαιότερο έργο τους, εκείνο της συγγραφής ευχών για τη Θεία Λειτουργία. Το κατεξοχήν ευχαριστιακό γεγονός που επισυνάπτει τα πάντα μέσα στην ιστορία, δραπετεύοντας την ίδια στιγμή από την ιστορία και σημαίνοντας την ταυτότητα της Εκκλησίας με μοναδικό και ακέραιο τρόπο στα έσχατα, στην αιωνιότητα. Όπως, εξάλλου, σημειώνει σε σχετική αναφορά προς το θέμα ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ‘’στη Θ. Ευχαριστία εκφράζεται κατά τον πληρέστερο τρόπο η ταυτότητα της Εκκλησίας’’. Οι ευχές των Τριών και ιδίως οι ευχές της Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου αποτελούν το επαναστατικότερο μανιφέστο και αυτό μένει να το διαπιστώσει κανείς συμμετέχοντας και βιώνοντας το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Πέραν όλων αυτών θέλω να εστιάσω στη σπουδαιότητα της παρουσίας τους στη σύγχρονη εποχή. Κι αυτή γίνεται μέσα από τα έργα τους. Αν επιλέξουμε την ανάλωση των προσώπων τους σε μία εξιδανικευμένη εποχή όπου το κάθε πέρυσι και καλύτερα αποδοκιμάζει τα σημαινόμενα του ερχόμενου καιρού, τότε τα πρόσωπα τους, τα κείμενα τους, μοιάζουν με μουσειακό έκθεμα ή στην καλύτερη το ισχυρότερο όπλο για να κατατροπώσουμε οποιαδήποτε αιρετική φωνή φαντάζει να απειλεί την ενότητα. Θεωρώ πως δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Εκείνο που αναδεικνύεται μέσα από τη γραφίδα των Πατέρων είναι η παρουσία τους στα πράγματα της εποχής τους, η συνομιλία με το διαφορετικό, η κατανόηση του τρόπου και η υιοθέτηση του σχήματος. Οι Πατέρες έζησαν στην εποχή τους χωρίς να εξορκίσουν την εποχή τους. Αντιμετώπισαν αιρετικούς, φιλοσόφους που δεν είχαν σχέση με τον Τριαδικό Θεό, συνήθειες ξένες προς το ύφος και ήθος του ορθόδοξου ανθρωπισμού, το πνεύμα της θεολογίας τους. Κι όμως, αυτοί οι Πατέρες δέχτηκαν να ‘’κολυμπήσουν’’ στην εποχή τους. Είχαν την τάση φυγής από τα πράγματα, το βλέπουμε στον Απολογητικό του Γρηγορίου Θεολόγου. Όχι, όμως, γιατί φοβήθηκαν να υπάρξουν σε διαφορετικές φωνές, αλλά γιατί θέλησαν να ησυχάσουν στην έρημο και να βιώσουν με περισυλλογή την παρουσία του Θεού. Μάλιστα, δεν επιδίωξαν επισκοπικές θέσεις. Και δεν πίστευαν πως το πρόσωπο αναδεικνύεται από τις θέσεις και τα αξιώματα. Όταν κάποιοι απόρησαν με την ενέργεια του Μ. Βασιλείου να χειροτονήσει Επίσκοπο τον αδερφό του Νύσσης στην μικρή και άσημη πόλη Νύσσα, τους απάντησε πως ‘’ἔστιν Ἐπίσκοπος μή ἐκ τοῦ τόπου σεμνυνόμενος ἀλλά τόν τόπον σεμνύνων ἀφ’ ἑαυτοῦ’’, δηλαδή δεν είναι ο τόπος που λαμπρύνει το πρόσωπο, αλλά το πρόσωπο είναι που λαμπρύνει τον τόπο.
Δεν αντιμετώπισαν με καχυποψία τη θύραθεν παιδεία, σπούδασαν τις επιστήμες της εποχής τους και δεν εγκλωβίστηκαν σε στενά θεολογικά όρια και δεδομένα. Ο Γρηγόριος Θεολόγος που γνώριζε άριστα τη φιλοσοφική σκέψη και θεωρία διαλέχθηκε μαζί της. Δεν δαιμονοποίησε τα φιλοσοφικά γράμματα. Μάλιστα, σ’ ένα λόγο του προς τον κυνικό φιλόσοφο Ήρωνα, γράφει: ‘’Θα επαινέσω τον φιλόσοφο, αν και είμαι κουρασμένος σωματικώς∙ διότι είναι φιλόσοφος..Διότι ή πρέπει να φιλοσοφούμε, κατά την αντίληψη μου, ή να τιμούμε τη φιλοσοφία, εάν δεν θέλουμε να πέσουμε εντελώς έξω από το καλό..’’. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της τριανταφυλλιάς, ο Μ. Βασίλειος απευθύνεται προς τους νέους, για το πώς μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά γράμματα: ‘’Και εμείς αν είμαστε σώφρονες, αφού αποκομίσουμε απ’ αυτά όσο μας είναι οικείο και συγγενεύει προς την αλήθεια, τα υπόλοιπα θα τα παρατρέξουμε. Και όπως, όταν κόβουμε από την τριανταφυλλιά το άνθος, παραμερίζουμε τα αγκάθια, έτσι και στην περίπτωση των συγγραμμάτων αυτών, αφού καρπωθούμε από αυτά όσο είναι χρήσιμο, ας προφυλαχθούμε από το βλαβερό’’.
Έχω την αίσθηση πως οι Τρεις Ιεράρχες που βρέθηκαν μέσα στην κοινωνία της εποχής τους και διαλέχθηκαν με τους ανθρώπους, είχαν ανοιχτό πνεύμα, κάτι που απουσιάζει σήμερα από τον τρόπο των προσώπων εντός της Εκκλησίας. Και λέω τρόπος, καθότι ο τρόπος είναι που καθορίζει τα πράγματα, αναδεικνύει την σημαντικότητά τους, την πνευματικότητα τους, το επέκεινα τους. Παρατηρώ τον Μ. Βασίλειο να έρχεται στην εποχή μας, στην κοινωνία μας, με τις αδυναμίες της και τις δυνατότητές της. Κάθεται σε μία καφετέρια και απολαμβάνει τον καφέ με τους νέους, συμβουλεύοντας τους να δέχονται όσα καλλιεργούν την αρετή και μιλώντας τους για τη φιλανθρωπία του Θεού όπως αυτή εμφανίζεται στην ευχή αναφοράς την οποία συνέγραψε για τη Θεία Λειτουργία. Παρατηρώ τον Ιωάννη Χρυσόστομο να ελέγχει τον κλήρο για τη διαφθορά του. Καταφτάνει και ο Γρηγόριος Θεολόγος που συνιστά στους ανθρώπους να μελετούν τους φιλοσόφους, τον Πλάτωνα, τον Πλωτίνο, τις φιλοσοφικές θεωρίες και όσα είναι ωφέλιμα να τα δέχονται. Στο τέλος, ο Γρηγόριος Νύσσης, τη σκέψη του οποίου δύσκολο δέχτηκε η Εκκλησία μετά από αιώνες. Κι εκείνος, ανένταχτος, επαναστατικός, περισσότερο φιλόσοφος, έχει τον δικό του τρόπου αφού αναζητά την αλήθεια μέσα από στοχασμούς και υποθέσεις.
Αν έρχονταν στην εποχή μας οι Τρεις Ιεράρχες, πιστεύω πως οι περισσότερες φωνές εντός των τειχών της Εκκλησίας θα τους λιθοβολούσαν. Κι αυτό γιατί οι φωνές αυτές εργάζονται την υποκρισία, τη δολιότητα και κάθε μορφή που αλλοιώνει την ευσέβεια, το ήθος. Και θα τους λιθοβολούσαν γιατί οι Πατέρες διαλέχθηκαν με όλους τους ανθρώπους, με όλες τις φιλοσοφικές θεωρίες, με το κάθε ύφος της κάθε εποχής και κοινωνίας, υπενθυμίζοντας πως οι ίδιοι ξεκίνησαν από τις αγορές, τις πλατείες, τα σοκάκια, τα πεζοδρόμια. Εξάλλου, ποιο νόημα έχει ο θεολογικός λόγος να αναλώνεται στην στενότητα της απολυτότητας, του εκβιασμού, του δεδομένου και του καθωσπρεπισμού;
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)