Κατά την εορτή της Υπαπαντής, εορτάζουμε την ‘’προσφορά’’ του Χριστού στο ναό από την Θεοτόκο και τον Ιωσήφ. Εκτός από την αγιογραφική προσέγγιση, υπάρχει και μία άλλη ανάγνωση της εορτής με προεκτάσεις στη σύγχρονη εποχή∙ η σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο νέος άνθρωπος με την Εκκλησία.
Είναι θέμα σχέσης. Γνωρίζομαι με το πρόσωπο του Χριστού, την Εκκλησία, τη ζωή της Εκκλησίας και αναπτύσσω μία σχέση μ’ αυτά. Και όπως όλες οι σχέσεις, έτσι και η σχέση με την Εκκλησία είναι μία σχέση που περνάει από πολλά κύματα. Δεν είναι εύκολο να έρθεις σε συνάντηση με ένα πρόσωπο που δεν γνωρίζεις, μία ζωή, κάποιες συνήθειες του άλλου και να μην δυσκολευτείς. Αυτή η δυσκολία, στο θέμα μας, έγκειται σ’ ένα αμφίσημο σημείο. Ενώ η Εκκλησία απευθύνεται προς όλους τους ανθρώπους, βγαίνει σε γνωριμία με όλους, εισέρχεται στον κόσμο, εντούτοις η ίδια δεν γίνεται κόσμος. Επομένως, ο άνθρωπος που γνωρίζει την Εκκλησία, χρειάζεται να γνωρίζει πως η αντίληψη της Εκκλησίας δεν είναι κοσμική (Ιω. 8, 23).
Βέβαια, όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η γνωριμία με το πρόσωπο του Χριστού θέτει προϋποθέσεις. Η μόνη προϋπόθεση του Χριστού είναι η αγάπη Του. Αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Στη ζωή της Εκκλησίας βιώνεται. Μιλάμε, λοιπόν, για ένα βίωμα. Αυτό το βίωμα αναπτύσσεται μέσα από τη συνάντηση του ανθρώπου με τον Χριστό. Η συνάντηση αναπτύσσει τη σχέση. Εδώ έρχεται ο τρόπος. Ο τρόπος της σχέσης. Με ποιον τρόπο γνωρίζεται ο Θεός στους ανθρώπους, η ζωή της Εκκλησίας. Πως, με άλλα λόγια, μυσταγωγείται ο Χριστός στα πρόσωπα. Εξάλλου, ο τρόπος είναι η φιλοσοφημένη αντίληψη της προσέγγισης, της συνάντησης και της υιοθεσίας.
Δεν έχει σημασία αν ο σύγχρονος άνθρωπος εκκλησιάζεται, αν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού κ.ο.κ.. Προσωπικά, δεν μ’ ενδιαφέρει εάν υπάρχει Θεός ή όχι∙ αν δεν μου αποκαλύπτεται καλύτερα να μην υπάρχει. Γιατί να πιστεύω στην ύπαρξη του Θεού, όταν δεν βιώνω τις ευεργεσίες, τη φιλανθρωπία, το έλεος Του, τη συγχωρητικότητα Του, την ίδια Του την παρουσία; Θέλουμε έναν Θεό συνήθειας ή έναν προσωπικό Θεό; Ο δικός μου Θεός ανοίγεται στην κτίστη, την ιστορία, τον κόσμο μέσα από τις ενέργειες Του. Κι έτσι γνωρίζεται. Και ο τρόπος γνωριμίας είναι προσωπικός, εξατομικευμένος. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για το πώς βιώνει την παρουσία του Θεού στη ζωή του.
Ο Θεός αποκαλύπτεται. Αν δεν αποκαλυπτόταν για ποια Εκκλησία και ποια σχέση με τον Ίδιο να μιλούσαμε; Αποκαλύπτεται. Γίνεται, δηλαδή, προσωπικός Θεός, ο Θεός μου. Ένας Θεός που κολλάει στον τοίχο το πλατωνικό ‘’θεός δέ ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται’’ και γνωρίζεται στον άνθρωπο μέσα από τη σάρκωση. Εφόσον ο Θεός αποκαλύπτεται, άρα και γνωρίζεται. Κι εφόσον γνωρίζεται, έχουμε τη συνάντηση. Η συνάντηση φέρνει τη σχέση. Τη σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος με τον Θεό, την Εκκλησία, τα μυστήρια της. Πιστεύοντας στην αποκάλυψη του Θεού, διατηρώντας βέβαια η αποκάλυψη αυτή τα άρρητα και άδηλα της, πώς ανταποκρίνεται ο άνθρωπος στο κάλεσμα αυτό;
Ο Χριστός προσφέρθηκε στον Ναό. Ο άνθρωπος προσφέρεται στον Χριστό, στην Εκκλησία; Υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος να προσφερθεί ή έτσι για να γράφεται πως οι Εκκλησίες γεμίζουν; Ποιες Εκκλησίες γεμίζουν; Γεμίσαμε από ποιμαντικά βάσανα για να γεμίσουν οι Εκκλησίες; Εν τέλει, τί έχει σημασία; Γεμάτες Εκκλησίες από ανέραστους ανθρώπους ή η ύπαρξη ενός τρόπου να οικειωθώ τον Χριστό όπως Εκείνος οικειώνεται σ’ εμένα; Εμείς οι κληρικοί που καταντήσαμε οι κατεξοχήν ανέραστοι, αν και η ζωή μας τοποθετείται στην Αγία Τράπεζα, τον κατεξοχήν χώρο της ερασμίας πληρώσεως της ανθρώπινης ύπαρξης, αδυνατούμε να γνωρίσουμε τον Χριστό στους ανθρώπους. Αν πάλι Τον γνωρίσουμε, τους γνωρίζουμε έναν Θεό τρομοκράτη, ανέραστο, φοβικό, εκδικητικό. Τί να τον κάνει ο άνθρωπος αυτόν τον Θεό; Ο Θεός αποκαλύπτεται. Δεν πάσχει στον τρόπο φανέρωσης της υπόστασης Του. Εμείς πάσχουμε στον τρόπο∙ τρόπο αντίληψης, οικείωσης, μετάδοσης.
Σημασία δεν έχει να έρθει κάποιος στην Εκκλησία. Αρκετά γεμίσανε από υποκρισία οι Εκκλησίες. Είναι ανένταχτο να γνωριστεί το πρόσωπο του Χριστού στους ανθρώπους και να μην βρουν ανάπαυση, ηρεμία, ησυχία, πληρότητα, την κατεξοχήν εξώθηση όλων των αρετών στο έπακρο. Είναι θέμα τρόπου. Το απωθημένο του ανθρώπου να μην καταστεί απωθημένο του Θεού. Γεμίσαμε από απωθημένα. Να γεμίσουμε και τον Θεό;
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)