Ο ιερός υμνογράφος φέρει στο νου του την πανάρετη και ασύγκριτη στον χαρακτήρα προσωπικότητα της Κόρης της Ναζαρέτ, της Υπεραγίας Θεοτόκου, και προβαίνει σε αλλεπάλληλες σκέψεις και προβληματισμούς. Πώς να εκφρασθεί και τι να αναφέρει για Εκείνην, η οποία χαρακτηρίζεται και αναγνωρίζεται ως «η μόνη άμωμος, εν γυναιξί» και ως η υπερέχουσα και υπερτερούσα μεταξύ όλων των Αγίων στην καθαρότητα και στην αγιότητα «ψυχής τε και σώματος».
Δεν είναι λοιπόν υπερβολική η συμπερασματική έκφραση του υμνογράφου, ότι: «ου σιωπήσω του βοάν τρανώτατα τα μεγαλεία τα σα». Δηλαδή: «Δεν θα παύσω ποτέ να φωνάζω δυνατά και να διακηρύττω πανηγυρικά: Θεονύμφευτε και Πανάχραντε Δέσποινα, τα ποικίλα μεγαλεία και αξιοθαύμαστα έργα και πνευματικά σου επιτεύγματα». Εννοούνται εδώ τα πολλά και επαινετά θεοδώρητα στοιχεία, που συνθέτουν το μεγαλείο της Προσωπικότητάς Της και το κάλλος της ψυχής Της.
Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται: α) Ο εξαίρετος και μοναδικός στο είδος του χαιρετισμός-μήνυμα, που Της απήθυνε ο απεσταλμένος από τον Θεό αρχάγγελος Γαβριήλ: «Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου». Φράση βέβαια υπέροχη, που τρομοκράτησε όμως την ταπεινή Κόρη της Ναζαρέτ. Καθώς ο αρχάγγελος αντιλήφθηκε την σχετική αντίδραση της Μαρίας, πρόσθεσε αμέσως την καθησυχαστική φράση: «Μη φοβού Μαριάμ», αξιώνεσαι να τιμηθείς με τη χάρη του Θεού, η οποία θα ενεργοποιηθεί για να φέρεις στον κόσμο παιδί, που θα είναι μεγάλος στο αξίωμα και η βασιλεία του θα είναι παντοτινή και αιώνια.
Κι Εκείνη, που βίωνε συνεχώς τις αρετές της υπακοής στο θέλημα του Θεού και της ταπεινώσεως, απάντησε στον αρχάγγελο απλά και ήρεμα: «Ως δούλη του Κυρίου είμαι πρόθυμη να υπηρετήσω κατά το θέλημά του».
β) Ένα δεύτερο αξιόλογο μεγαλείο είναι το ότι αξιώθηκε να γίνει Μητέρα «του ποιητού των απάντων», του Δεσπότη Χριστού, Σωτήρα και Λυτρωτή των ανθρώπων. Αξιώθηκε να φιλοξενήσει στα σπλάχνα της την Θεότητα, στην οποία δάνεισε την ανθρώπινη φύση. Έγινε έτσι η Μητέρα του Θεανθρώπου Ιησού και τιμήθηκε όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.
Μπορεί να πέρασε κι Εκείνη δοκιμασίες και θλίψεις. Η χαρά Της όμως ήταν πολύ μεγαλύτερη και ισχυρότερη από κάθε πόνο και κάθε θλίψη. Σαν Μητέρα του Παντοδύναμου μεσιτεύει σ’ Εκείνον και βοηθάει θετικά και ουσιαστικά πολλούς ανθρώπους, καθέναν που απευθύνεται σ’ Αυτήν και ζητάει τη βοήθεια και τη μεσιτεία Της. Γι’ αυτό, τα προβλήματα και οι πίκρες μας δεν Της είναι ξένα και άγνωστα.
Άλλωστε, η Ίδια στην επίγεια ζωή Της αναδείχθηκε πρότυπο υπομονής, ανοχής και καρτερίας και είχε εμπειρίες και προϋποθέσεις, για να μας καταλαβαίνει και να ενδιαφέρεται για ό,τι Της ζητάμε. Όλα αυτά μας οδηγούν να καταφεύγουμε οι άνθρωποι στη μορφή Της και να ζητάμε οτιδήποτε μας απασχολεί και μας καίει. Την βλέπουμε με εμπιστοσύνη και βεβαιότητα «ως την αμετάθετη ελπίδα» μας.
Όταν απευθυνόμαστε σ’ Εκείνην με την προσευχή μας και έχουμε πίστη στην αντίληψή Της, περιμένουμε από τη στιγμή εκείνη τη βοήθειά Της. Μέσα μας κάτι μας λέει ότι μας έχει ακούσει και ήδη έχει ενεργοποιηθεί. Αυτό βέβαια μας ξεκουράζει, μας ηρεμεί και αυξάνει μέσα μας την ελπίδα και το στήργιμά μας, οπότε την αισθανόμαστε ως «τείχνος της σωτηρίας ακράδαντον».
Πρέπει να μας απασχολήσει το ερώτημα: «Εμείς τι κάνουμε για να ενσαρκώσουμε πνευματικά και να δίνουμε σάρκα και οστά στο λόγο και στη διδασκαλία του Υιού Της; Την ενδιαφέρει οπωσδήποτε, εφόσον συμμετέχει στο έργο της σωτηρίας μας.