Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι μία εορτή με καθοριστική σημασία για το ανθρώπινο πρόσωπο. Με μία προσεκτικότερη ανάγνωση των σημαινομένων, εκείνος που θριαμβεύει δεν είναι ο Θεός ή κάποιο άλλο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος, το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δημιούργημα του Θεού.
Εκείνο που σκανδάλιζε είναι η ύλη. Και η ύλη πάντοτε σκανδαλίζει, ακόμη και σήμερα. Βλέπετε, όλες αυτές οι πλατωνικές και νεοπλατωνικές επιρροές έχουν εισέλθει για τα καλά στο εκκλησιαστικό σώμα. Η ύλη ελκύει πάνω της την ενοχή. Δεν είναι κατάλληλη ώστε να δικαιώσει τη φανέρωση του Θεού. Δεν γίνεται ο Θεός να αποκαλύπτεται και να εικονίζεται. Είναι βλασφημία η ενσάρκωση αλλά και το γεγονός της απεικόνισης του. Το ευσεβιστικό στοιχείο των πρώτων χριστιανικών αιώνων αδυνατούσε να βιώσει την ενσάρκωση και φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο, την κτίση, την ιστορία. Όπως αδυνατούσε, την ίδια στιγμή, να πιστέψει πως ο Θεός γεννιέται στη μήτρα μιας ανθρώπου. Αλλά, βέβαια, και η απεικόνιση; Άλλο βάσανο κι αυτό. Πώς ο Θεός που είναι πνεύμα εικονίζεται;
Η ύλη καθιερώθηκε ως απαγορευμένος καρπός. Οι καταβολές βέβαια είναι πολύ παλαιές της χριστιανικής περιόδου. Πλατωνικοί, νεοπλατωνικοί, μανιχαϊστές, καταδίκασαν την ύλη, τη σωματικότητα, την ανθρωπινότητα ως αμαρτωλή. Είναι ανίερη η ύλη και γι’ αυτό δεν μπορεί για τον Πλάτωνα να υπάρχει μίξη Θεού και ανθρώπου. Το κακό και το καλό, το σώμα και η ψυχή, αντιμετωπίστηκαν με έντονο διαχωριστικό τρόπο. Η κατωτερότητα της νεοπλατωνικής σωματικότητας πέρασε στον Αυγουστίνο, Ιερώνυμο και άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Το συμπέρασμα είναι πως δεν μπορεί να συσχετιστεί ο Θεός με την ύλη, να αποκτήσει σωματικότητα και φυσικά να έχουμε απεικόνιση Του.
Η πατερική παράδοση υπήρξε συγκεκριμένη όταν διά στόματος Θεοδώρου Στουδίτου σημείωνε πως ‘’παντός εἰκονιζομένου οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ΄ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται’’. Μία τέτοια τοποθέτηση δεν άφηνε περιθώρια για καμία παρερμηνεία και αλλοίωση του νοήματος που απέδιδε στο πρόσωπο του Χριστού η αλληλοπεριχώρηση των δύο φύσεων. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός έδωσε μεγάλο αγώνα έναντι του άκρατου ηθικισμού των εικονομάχων. Στους περίφημους λόγους του προς όσους διαβάλλουν τις άγιες εικόνες μιλάει πολύ συγκεκριμένα. ‘’…εικονίζω το βλεπόμενο του Θεού. Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως το δημιουργό της ύλης, αυτόν που για μένα έγινε ύλη και καταδέχτηκε να κατοικήσει στην ύλη και να εργαστεί τη σωτηρία μου διαμέσου της ύλης, και δεν θα σταματήσω να σέβομαι την ύλη με αυτήν που συντελέστηκε η σωτηρία μου’’.
Μέσα από την ενοχοποίηση, επομένως και αποϊεροποίηση της ύλης, ο Θεός παραμένει καθηλωμένος σε μία άσαρκη παρουσία. Είναι αδύνατη η σάρκωση Του, αδύνατη και η απεικόνιση του προσώπου Του. Όπως σημειώνει ο Χρήστος Γιανναράς ‘’είναι αυτή μια ακόμα συνέπεια της άρνησης του προσώπου, γιατί το ανθρώπινο πρόσωπο είναι η υποστατική σύγκραση και ζεύξη ύλης και πνεύματος. Δεν αναπαρίσταται ο Θεός. Αυτό φωνάζουν και οι σύγχρονοι εικονομάχοι. Αναπαρίσταται όμως το πρόσωπο του Χριστού, καθότι εφόσον η ενσάρκωση αποτελεί βεβαιότητα διαπιστευμένη από την εμπειρική ζωή τα εκκλησιαστικής κοινότητας, ο Χριστός ως ενανθρωπήσας Θεός έχει μορφή.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας δεν αποτελεί μόνο έναν θρίαμβο του Θεού απέναντι σε όσους αμφισβήτησαν και αμφισβητούν την ανθρωπινότητα του Υιού, αλλά σηματοδοτεί την κατάφαση του Θεού στην ύλη και την ανθρώπινη σωματικότητα. Η κατάφαση αυτή έχει μία προέκταση. Το σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου και τον αγιασμό της σύνολης υπαρξιακής αφετηρίας του ανθρώπου, ως προσώπου με ψυχή, σώμα, θέληση, προαίρεση, και νου. Η τραγωδία της ανθρώπινης αυτεξουσιότητας που οδήγησε στην ασθένεια του ανθρωπίνου προσώπου (όχι της φύσης), με τη σάρκωση του Θεού Λόγου, άρα και αναπαράσταση του θείου προσώπου, έδωσε λύση στο ανθρώπινο δράμα του προσωπικού αυτοτραυματισμού μέσα από τον αγιασμό της ανθρωπινότητας. Η ανθρωπινότητα πλέον ως πραγματικότητα που συμμετέχει στην εκφραστική, όπως αυτή προκύπτει από την ύλη, δεν αποτελεί άλλον έναν καημό αλλά την πλήρωση της αλήθειας στο πρόσωπο του Χριστού.
Δυστυχώς και σήμερα υπάρχουν φωνές φάλτσες, εντός κι εκτός των τειχών της ορθοδοξίας, που έχουν κάνει βίωμα τους την αποϊεροποίηση της σωματικότητας. Κάτι τέτοιο, φυσικά, ενισχύει το ανέραστο ως ανεκπλήρωτη προφητεία. Η αφαίμαξη της ανθρωπινότητας και της οποιασδήποτε ιερότητας της ύλης, της ίδιας της σωματικότητας ως αποκεκαλυμμένης αλήθειας της θείας δημιουργίας, αμφισβητεί το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Τραυματίζει, όμως, και οποιαδήποτε εμπειρία που μπορεί να προέλθει από την πίστη στην θεανθρωπινότητα. Εκείνο που έχουμε ανάγκη ως πρόσωπα δεν είναι τα διαπιστευτήρια κανενός για την ορθοδοξία. Θρίαμβος δεν είναι να φωνάζεις πόσο ορθόδοξος φαίνεσαι και πόσο ορθόδοξος γίνεσαι. Αυτά αποτελούν βασανιστικούς αλαλαγμούς. Αρκεί το άδειασμα του Θεού…
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας