Μετά από πολλή σκέψη ένιωσα την ανάγκη να γράψω για ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα.
Ακροβατείς ανάμεσα στη γραφικότητα και στην επικινδυνότητα, όταν η επιστημονική κοινότητα προσπαθεί να περιορίσει μια ασθένεια που έγινε πανδημία και γίνεται «του κορωνοϊού το κάγκελο», κι εσύ ως δημοσιογράφος τηλεοπτικού σταθμού εθνικής εμβέλειας κάνεις τον σταυρό σου και λες: «Φαντάζεστε να είχαμε τέτοια κρίση με τον κορωνοϊό πέρυσι και να καλούνταν να το διαχειριστεί ο Πολάκης; Ο Θεός μας βοήθησε».
Κατανοώ την ανάγκη να μην προκληθεί πανικός, αλλά τρέμω στη σκέψη ότι τα μηνύματα της επικινδυνότητας όσων συμβαίνουν δεν φτάνουν στον κόσμο.
Το θέμα λοιπόν είναι να μην πας ακοινώνητος, αλλά να μην πας και αδιάβαστος.
Η επιδημία της γρίπης στη Σκύρο το 1918
Κι ο κόσμος “πέθαινε, όλο πέθαινε, ολημερίς κι ολονυχτίς, πέθαινε, χωρίς γιατρούς, χωρίς φάρμακα, χωρίς περιποίηση. Πέθαινε ο ένας πάνω στον άλλο, πεθαίνανε αγκαλιασμένοι, καθισμένοι, πλαγιασμένοι, όρθιοι.
Πέφτανε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σβησμένο χωρίς ξύλα τζάκι, πάνω σ’ ένα σκαμνί, πάνω στα σκαλοπάτια, κάτω από τα κονίσματα πούχανε γονατίσει να προσευχηθούν…
Κι άλλοι πεσμένοι στους δρόμους, κι άλλοι στις αυλές, κι άλλοι στους αχυρώνες, κι άλλοι σωρό πάνω στους πεθαμένους δικούς τους κει που τους σαβανώνανε. Και οι ζωντανοί μέσα στη θάλασσα της τρέλλας σηκώνανε τους πεθαμένους και τρέχανε και φεύγανε και πηγαίνανε γλήγοροι σα να θέλανε να ξεφορτώσουν από πάνω τους κανένα μπαούλο, κανένα μπόγο, καμμιά σκάφη με ζύμη ή με ψωμιά”.
“Μια ‘κοιλάδα κλαυθμώνος’ η Σκύρος, όπου βασίλευε ο φόβος, η απόγνωση, η τρέλλα, ο θάνατος. Μια κραυγή απελπισίας ξεχύνεται απ’ τα κλειστά σπίτια, τα κλειστά παράθυρα, τα στενά δρομάκια κι ο αντίλαλός της φτάνει ως τα σήμερα δυνατός κι υπόκωφος.
‘Κανείς δεν βρίσκει τη γαλήνη αν δεν πληρώσει στο ακέραιο τον φόρο στην κόλαση’. Κι η Σκύρος στα 1918 πλήρωσε το δικό της φόρο αίματος, φόρο ζωής για να ξαναρχίσει ο νόμος της αιώνιας ισορροπίας το διαρκές έργο του”.
“Ζωντανοί και πεθαμένοι, μέσα στο ονειροβύθισμά τους αγωνιζότανε και παλεύανε ν’ ανοίξουνε το λάκκο τους, κι αδέρφια, παιδιά και γονιοί στο ξύπνημα, χαροπαλεύανε κι αγκαλιαζότανε και τραβούσανε, τραβούσανε στη ζωή του σκοταδιού και της ανυπαρξίας”.
Η αρρώστια, η ισπανική γρίπη, πέφτει σαν τη νύχτα και σκεπάζει κάθε ίχνος ζωής στο νησί.
Φρίκη, πανικός, φόβος, τρέλα, θάνατος.
“Ο φόβος, ένας φόβος κακός, κρύος, ύπουλος, ζωντανός, άρχισε να κυριαρχεί παντού, φόβος προσωποποιημένος με την ιδέα της αρρώστιας, μιας αρρώστιας ζωντανής κι αυτής, κακιάς, παγερής, αμείλικτης, ματωμένης”.
Κωνσταντίνος Φαλτάιτς – Δημοσιογράφος και ηθογράφος του προηγούμενου αιώνα
Ακολουθήστε το tameteora.gr στο Google News!