Του Θανάση Σιούτα
Συν/χου εκπαιδευτικού
Εγκλωβισμένος στο σπίτι μου λόγω κορωνοϊού (καραντίνα ατομικής – κοινωνικής ευθύνης για το καλό όλων μας), κάνοντας ζάπινγκ με το τηλεκοντρόλ, εντελώς τυχαία, έπεσα πάνω στο κανάλι της Βουλής των Ελλήνων, που είχε μια πολύ καλή εκπομπή σχετική με τη δωρεάν χορήγηση των βιβλίων από την πολιτεία σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Προσκεκλημένοι από την δημοσιογράφο του καναλιού ήταν ο πρώην Υπουργός Παιδείας του ΠΑΣΟΚ Απόστολος Κακλαμάνης και ένας καθηγητής Πανεπιστημίου που δεν συγκράτησα το όνομά του. Μια εποικοδομητική εκπομπή σε χαμηλούς τόνους, πραγματικά κατάλληλη για την διεξαγωγή συμπερασμάτων. Η συγκεκριμένη εκπομπή στάθηκε αφορμή να ξυπνήσουν μέσα μου μνήμες, που ο ίδιος έζησα την περίοδο που πρωτοήρθα στο Γυμνάσιο Καλαμπάκας, με αποτέλεσμα να δεχθώ το ερέθισμα και να γράψω λίγα λόγια γι’ αυτό το πολύ σημαντικό θέμα.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδιαίτερα μετά τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο (1940 – 1949), η Ελλάδα βρέθηκε σε πολύ δεινή οικονομική κατάσταση. Ο κόσμος δεν είχε ούτε τα απαραίτητα για να ζήσει. Και όταν λείπουν τα βασικά αγαθά για τη ζωή των ανθρώπων, ε, τότε καταλαβαίνετε ότι πολλά άλλα απαραίτητα και σημαντικά για την μελλοντική εξέλιξη του ανθρώπου αποτελούν «πολυτέλειες». Πολλοί από εκείνους που γεννήθηκαν κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-1949), δεν ακολούθησαν ηλικιακά τους κανόνες φοίτησης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Τελείωνε κάποιος το Δημοτικό Σχολείο και πήγαινε στο Γυμνάσιο μετά από δυο ή και περισσότερα χρόνια. Και βέβαια ήταν πολύ τυχεροί εκείνοι οι μαθητές που βρέθηκαν στο Γυμνάσιο, έστω και μετά από κάποια καθυστέρηση (εννοείται μετά από εξετάσεις για την εισαγωγή τους). Τα κορίτσια του λαού της υπαίθρου, ειδικά κατά την δεκαετία του 1950 ήταν καταδικασμένα να μένουν στο χωριό και να μην μπορούν να πάνε στο Γυμνάσιο για την στοιχειώδη έστω μόρφωση. Δειλά-δειλά άρχισαν να φοιτούν στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γιατί τότε περίπου είχε αρχίσει να ξεπερνιέται η πολύ «άσχημη» κατάσταση αλλά και πολύ άδικη διάκριση.
Κι ερχόμαστε τώρα στο επίμαχο θέμα, απ’ όπου και το ερέθισμα. Ποιο ήταν αυτό; Ο τρόπος, που προμηθεύονταν τα βιβλία εκείνη τη δύσκολη περίοδο οι άποροι μαθητές. Μπορεί το Δημοτικό Σχολείο να το τελείωνε κάποιος χωρίς βιβλία, αλλά δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο και κατά τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο. Γι’ αυτό και η πρώτη εβδομάδα στο Γυμνάσιο ήταν σχεδόν αφιερωμένη στο «παζάρι» των βιβλίων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μεγάλη μάζα άπορων μαθητών Γυμνασίου, αδυνατούσαν να αγοράσουν τα βιβλία λόγω οικονομικής δυσπραγίας και για να τα προμηθευτούν, αναγκάζονταν οι ίδιοι οι μαθητές να μπαίνουν στο γνωστό «παζάρεμα» των βιβλίων. Ο μαθητής που πήγαινε στην πρώτη τάξη, θα αγόραζε παζαρεύοντας κατ’ ανάγκην τα βιβλία από τον μαθητή που αποφοιτούσε από την τάξη αυτή, ενώ ο μαθητής π. χ. της δευτέρας Γυμνασίου έδινε τα δικά του σε κάποιον μαθητή, που τελείωνε την πρώτη τάξη και εκείνος έπαιρνε από αυτόν που αποφοιτούσε τη δευτέρα τάξη κ.ο.κ. Το θετικό από την όλη υπόθεση ήταν ότι κανένας όχι μόνο δεν τολμούσε να καταστρέψει βιβλίο, αλλά ούτε καν να προκαλέσει την παραμικρή φθορά, όπως μουτζούρες ή εφηβικά συνθήματα!!!. Λυπάμαι, γιατί κάποιοι μαθητές σήμερα φθάνουν στην αντίπερα όχθη, τη στιγμή που τα βιβλία χορηγούνται δωρεάν από το ελληνικό κράτος. Σχετικά μ’ αυτό το θέμα η γενικότερη εικόνα δεν είναι αυτή που θα θέλαμε. Το ερώτημα που μπαίνει είναι το ποιός φταίει! Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί πολλά φταίνε. Το μόνο που θα πρόσθετα είναι ότι δεν μπορέσαμε να δώσουμε στους μαθητές μέσω των βιβλίων εκείνα τα εφόδια, ώστε να σκέφτονται πιο σωστά, πιο ισορροπημένα και όχι μακριά από την κοινή λογική. Και αν λάβουμε υπόψη μας τις αρχαίες φράσεις: «έξις δευτέρα φύσις» και «ενός κακού μύρια έπονται», καταλαβαίνετε πώς θα έπρεπε να ενεργήσουμε. Θα πρέπει στη γέννησή του να χτυπιέται το κακό και να μην το αφήνουμε να διαιωνίζεται. Κάθε μαθητής να γνωρίζει καλά-καλά (στο πετσί του) ότι αυτά τα χρήματα είναι του φορολογούμενου πολίτη και δεν έχει κανένας το δικαίωμα να τα καταστρέφει, καίγοντάς τα ή σκορπίζοντάς τα στους δρόμους, δίνοντας την αίσθηση – εντύπωση ότι έτσι τα εκδικείται (τα βιβλία). Αυτό μοιάζει με το λαϊκότροπο, που λέει: «το γομάρι φταίει, το σαμάρι χτυπάμε». Και λίγος σεβασμός δεν βλάπτει. Eυκαιρία είναι τώρα που ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση με την «καραντίνα» λόγω του κορωνοϊού, να αγκαλιάσουμε ακόμη περισσότερο το βιβλίο, γιατί, διαβάζοντάς το, μόνο οφέλη μπορούμε να αποκομίσουμε.