Η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν είναι ώριμο να αντιμετωπίζεται ως μερικά κείμενα που πρέπει να ψαλλούν στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Αυτά τα κείμενα έχουν το χάρισμα να θεολογούν, όπως θεολογεί και ο τρόπος ζωής ενός χαρισματικού χριστιανού. Δεν αποτελούν μόνο κείμενα πλούσιου γλωσσολογικού, υμνογραφικού περιεχομένου, αλλά και κείμενα νοημάτων που σημαίνουν πολλά για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Ένα από αυτά είναι ο Μέγας Κανόνας του αγίου Ανδρέα Κρητός που ψάλλει η Εκκλησία αυτές τις ημέρες. Το ποίημα αυτό, κείμενο αυτογνωσίας και αντιμετώπισης του εαυτού σε προσωπική σχέση με τον Θεό, ακόμη και από ψυχολογικής πλευράς έχει τη δυνατότητα να ωθήσει τον άνθρωπο σε αναζητήσεις και εσωτερικές ισορροπίες. Και θεωρώ πως δεν αναλώνεται, όπως και πολλά άλλα υμνολογικά κείμενα, σε έναν εφήμερο ψυχολογισμό, αλλά με οντολογικό τρόπο σε μία βαθύτατη διείσδυση στα στρώματα της υπαρξιακής προσωπικότητας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που να συμβάλλει στην ψηλάφηση του Θεού, καθώς ‘’ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν’’, φράση που αποδίδεται στον Επιμενίδη.
Ο Ανδρέας Κρήτης απευθυνόμενος στη ψυχή γράφει στον Μεγάλο Κανόνα: ‘’Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι, ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν’’. Το ενδιαφέρον του στρέφεται στην ψυχή. Αυτό, επουδενί, δεν σημαίνει την άρνηση της σωματικότητας στη θεολογία της ορθόδοξης Ανατολής. Κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τη θεολογία του ευαγγελίου, του αποστόλου Παύλου, των Πατέρων της Εκκλησίας.
Ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο της επιστήμης, της θεολογίας, της ιατρικής, της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας. Γνωρίζουμε πως αποτελεί ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη. Δεν είναι μόνο ψυχή. Δεν είναι μόνο σώμα. Είναι το συναμφότερον. Επομένως, μιλάμε για την ενότητα σώματος και ψυχής του ανθρώπου, ‘’τοῦ διά ψυχῆς τε και σώματος συνεστηκότος» κατά Γρηγόριο Νύσσης. Και ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ανακεφαλαιώνοντας την πατερική διδασκαλία, γράφει τον 8ο αιώνα πως συγχρόνως πλάστηκε η ψυχή με το σώμα, όχι το ένα πρώτα και το άλλο μετά, χτυπώντας τις θέσεις του Ωριγένη που κάνει λόγο για ετεροχρονισμένο πλάσιμο και των δύο.
Όμως, η ψυχή αντιμετωπίζεται διαφορετικά στη Δύση απ’ ότι στη θεολογία των Πατέρων. Η Δύση εγκλωβίστηκε στην προτεραιότητα της ψυχής έναντι του σώματος. Δεν έχουμε ένωση σώματος και ψυχής, αλλά μία ψυχή πιο ιερή από το σώμα. Βέβαια, όλα αυτά έχουν την αναγωγή τους στην πλατωνική και νεοπλατωνική αντίληψη περί ανωτερότητας της ψυχής και των λειτουργιών της έναντι του σώματος που είναι κατώτερο της ψυχής. Ο Καρτέσιος θα πει το περίφημο ‘’cogito ergo sum’’ (σκέφτομαι άρα υπάρχω). Εδώ, εξυψώνει τη σκέψη ως λειτουργία της ψυχής. Για τον Καρτέσιο μετράει η σκέψη. Στους στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας, επιβεβαιώνει το παραπάνω, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα για να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού, βασιζόμενος στη σκέψη. Στους Πατέρες δεν υπάρχει σκέψη για την απόδειξη του Θεού, υπάρχει αποκάλυψη, υπάρχει εμπειρία, υπάρχει μετοχή, υπάρχει σχέση με τον Θεό. Κι αυτή η σχέση είναι σχέση εμπειρίας.
Ο Μεγάλος Κανόνας είναι ένα κείμενο με ανθρωπολογικές και ψυχολογικές προεκτάσεις. Αν διδαχθεί στον άνθρωπο, τότε ο ίδιος θα δει την ύπαρξη του αλλιώτικα. Η ψυχή στον Μεγάλο Κανόνα δεν είναι σκέψη. Και δεν τίθεται θέμα ανωτερότητας από την ανθρώπινη σωματικότητα. Και το σώμα είναι ‘’ναός του Αγίου Πνεύματος’’ (Α’ Κορ. 6, 19) όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος. Ο Ανδρέας Κρήτης με τους λόγους του προσπαθεί να αφυπνίσει την ψυχή από τον πνευματικό λήθαργο. Και την κατευθύνει στον Χριστό.
Βέβαια, ο μετανεωτερικός άνθρωπος πέρα από το γεγονός ότι αντιμετωπίζει με έντονο δυαλισμό την ψυχή και το σώμα, αγνοεί την ψυχή και εστιάζει την προσοχή του στο σώμα, στις σωματικές ανάγκες. Γι’ αυτό βλέπουμε να ταιριάζει περισσότερο στη δυτική αντίληψη παρά στην ορθόδοξη της ανατολής, δηλαδή, των ασκητών και Πατέρων της Εκκλησίας. Καί τί κατάφερε αυτός ο μετανεωτερικός άνθρωπος; Να υποτάξει σχεδόν τα πάντα, όχι όμως τον Θεό. Σε κάθε έκφανση της υπαρξιακής του ταυτότητας υπήρξε και δυστυχώς εξακολουθεί να λειτουργεί ως μονοφυσίτης, άρα και ως υπαρξιακά αιρετικός.
Εν τέλει, φοβούμαι πως όσο κι αν επιχειρείται εκ μέρους του μετανεωτερικού ανθρώπου μία ανθρωπολογική ανακάλυψη, είτε το θέλει είτε όχι, κι εφόσον οι προτεραιότητες του δεν υποψιάζονται πως ‘’είναι μέρος του Θεού’’, τόσο θα αποφαίνεται με πλατωνική διάθεση ‘’επειδή ούτε σώμα είναι ο άνθρωπος ούτε ψυχή και σώμα, νομίζω ότι απομένει ή να μην είναι τίποτα από αυτά, ή αν είναι κάτι, να μην είναι τίποτα άλλο ο άνθρωπος παρά η ψυχή του’’ (Πλάτων, Αλκιβιάδης, 130C).
Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (Βαλκανιολόγος, Θεολόγος)
Εφημέριος Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Διάβας